Γιάννης Κεφαλογιάννης για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις: «Αξιοποιούμε το παράθυρο ευκαιρίας που έχει δημιουργηθεί για την επίλυση των διαχρονικών διαφορών μας»


Συνεντευξη στην εφημερίδα «Βραδυνή της Κυριακής» παραχώρησε ο υφυπουργός Εθνικής ‘Αμυνας Γιάννης Κεφαλογιάννης στην οποία αναφέρθηκε στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, στη συνδρομή των Ενόπλων Δυναμων στην αντιμετώπιση των πυρκαγιών, στη στελέχωση των νοσοκομείων των νησιών με στρατιωτικούς ιατρούς και στο ιστορικό χαμηλό που κατέγραψαν φέτος οι στρατιωτικές σχολές.


Συγκεκριμένα:

– Σε ερώτηση για την παρουσία τουρκικών αλιευτικών «σχεδόν ανενόχλητα» στην περιοχή της Σάμου την ίδια ώρα που «η διευκόλυνση της τουρκικής βίζας τόνωσε κατά πολύ την τοπική οικονομία», παρατήρησε ότι «η μαρτυρία σας αποτυπώνει τόσο το θετικό κλίμα που έχει οικοδομηθεί το τελευταίο διάστημα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις όσο και τα πεπερασμένα όρια αυτών. Η απλούστευση της διαδικασίας για την έκδοση βίζας, έχει τριπλασιάσει τους Τούρκους επισκέπτες στα ελληνικά νησιά. Από την άλλη, υπάρχουν αντιδιαμετρικές προσεγγίσεις σε ζητήματα, όπως η ΑΟΖ και η υφαλοκρηπίδα. Αξιοποιούμε το παράθυρο ευκαιρίας που έχει δημιουργηθεί για την επίλυση των διαχρονικών διαφορών μας χωρίς αυταπάτες, στη βάση του διεθνούς δικαίου και με τρόπο που να διασφαλίζει τα δικαιώματά μας, την ασφάλεια και τη σταθερότητα στην περιοχή μας».

– Για τη συνδρομη των Ενόπλων Δυνάμεων στα μέτωπα της πυρκαγιάς στην Αττικη σχολίασε ότι «η εκτεταμένη συνδρομή τους επιβάλλεται από την επιδείνωση των κλιματολογικών συνθηκών εξαιτίας της ανομβρίας, της ξηρασίας και των παρατεταμένων καυσώνων που ευνοούν την εκδήλωση πυρκαγιών. Από την 1η Μαΐου μέχρι σήμερα έχουν καταγραφεί 3.550 ενάρξεις αγροτοδασικών πυρκαγιών, ενώ την ίδια ακριβώς χρονική περίοδο η Πολιτική Προστασία πέρσι αντιμετώπισε 2.340 ενάρξεις πυρκαγιών, δηλαδή 50% περισσότερες σε σχέση με πέρυσι. Πρόκειται για μια πραγματικότητα η οποία επιβάλλει τη διαρκή αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των διαθέσιμων μηχανισμών αντιμετώπισης και, όταν αυτό απαιτείται, την αλλαγή του τρόπου λειτουργίας τους».

– Για τη Διοίκηση Κατασκευών και Αντιμετώπισης Φυσικών Καταστροφών (ΔΙ.Κ.Α.Φ.ΚΑ) ανέφερε ότι με τη νέα διοικητική δομή «επιχειρησιακά, επιδιώκουμε – και έχουμε καταφέρει – κυρίως δύο πράγματα: Πρώτον, να εκμηδενίσουμε τον χρόνο απόκρισης μας σε συμβάντα πολιτικής προστασίας και δεύτερο να βελτιστοποιήσουμε τη συνδρομή μας όταν αυτό μας ζητείται, αξιοποιώντας κάθε φορά τα πιο κατάλληλα μέσα. Τα πρώτα δείγματα γραφής από το επιχειρησιακό πεδίο είναι πολύ ενθαρρυντικά, ακριβώς γιατί η νέα αυτή δομή έχει ενσωματώσει στη λειτουργία της τα διδάγματα από τη διαχείριση της νέας κλιματολογικής πραγματικότητας που όλοι βιώνουμε».


– Σε ερώτηση εαν σας προβληματίζουν οι επικείμενες προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ σε σχέση με τα εξοπλιστικά προγράμματα απαντησε: Δε θα το έλεγα. Οι σχέσεις μας με τις Η.Π.Α. διέπονται από την αξιακή βάση για σταθερότητα και ασφάλεια στην ευρύτερη περιοχή μας και την κοινή προσπάθεια για τη διατήρηση μιας διεθνούς τάξης που στηρίζεται σε κανόνες, από την οποία απορρέουν οι συμφωνίες μας για αμυντική συνεργασία και ενίσχυση των οπλικών μας συστημάτων.

– Για την ενίσχυση των νοσοκομείων που βρίσκονται στη νησιωτική χώρα με στρατιωτικούς γιατρούς σχολίασε ότι «δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι η υγειονομική περίθαλψη σε πολλά μικρά νησιά του Ιονίου και του Αιγαίου στηρίχθηκε την τρέχουσα θερινή περίοδο αποκλειστικά σε στρατιωτικούς ιατρούς. Δεν μας περισσεύει προσωπικό στις Ένοπλες Δυνάμεις, περισσεύει όμως το αίσθημα ευθύνης των στελεχών μας απέναντι στους συμπολίτες μας, οι οποίοι δικαιούνται να απολαμβάνουν ισότιμα το έννομο αγαθό της εξειδικευμένης ιατρικής περίθαλψης».

– Για το ιστορική χαμηλό που κατέγραψαν φέτος οι στρατιωτικές σχολές επανέλαβε ότι «οι λόγοι είναι πολλοί – ο οικονομικός παράγοντας είναι από τους πιο σημαντικούς με δεδομένη και την αύξηση του κόστους ζωής, αλλά δεν είναι ο μόνος. Θα πρέπει να παρέμβουμε σε μια σειρά από επιμέρους ζητήματα – από τις συνθήκες εργασίας, τη μέριμνα για τα στελέχη και τις οικογένειές τους, τις ευκαιρίες για στρατιωτική και ακαδημαϊκή ανέλιξη. Το κυριότερο ίσως, πρέπει να τα επικοινωνήσουμε αφενός με τον κατάλληλο τρόπο, αφετέρου με τα κατάλληλα μέσα επικοινωνίας».

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *