Η απόφαση της κυβέρνησης Τραμπ, την Πέμπτη, να ανακαλέσει την πιστοποίηση του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ για τη φιλοξενία διεθνών φοιτητών, εγείρει σοβαρά ερωτήματα για τις επιπτώσεις στην πανεπιστημιακή κοινότητα και στην ακαδημαϊκή έρευνα, όπως σημειώνει το CNN.
Το Υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας των ΗΠΑ διέταξε την παύση της πιστοποίησης του Χάρβαρντ από το Πρόγραμμα Φοιτητών και Ανταλλαγών Επισκεπτών (SEVP), απαγορεύοντας στο κορυφαίο πανεπιστήμιο της Ivy League να εγγράφει διεθνείς φοιτητές, οι οποίοι αποτελούν πάνω από το ένα τέταρτο του φοιτητικού του πληθυσμού.
Η κίνηση αυτή κλιμακώνει δραματικά τη διαμάχη του πανεπιστημίου με τον Λευκό Οίκο, μετά την απόφαση της κυβέρνησης Τραμπ να παγώσει κονδύλια ύψους 2,2 δισεκατομμυρίων δολαρίων τον προηγούμενο μήνα, όταν το Χάρβαρντ αρνήθηκε να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις της κυβέρνησης, μεταξύ των οποίων και η αναμόρφωση του προγράμματος για διεθνείς φοιτητές.
Το Χάρβαρντ ήταν το πρώτο ακαδημαϊκό ίδρυμα που αντέδρασε σθεναρά στις αλλαγές που ζήτησε η κυβέρνηση Τραμπ από τα κορυφαία αμερικανικά πανεπιστήμια. Το Χάρβαρντ χαρακτήρισε «παράνομη» την τελευταία κίνηση του υπουργείου Εσωτερικής Ασφάλειας δηλώνοντας ότι εργάζεται «για να παράσχει ταχύτατα καθοδήγηση και υποστήριξη στα μέλη της κοινότητάς» του.
Ο αριθμός των διεθνών φοιτητών στο Χάρβαρντ
Κατά το ακαδημαϊκό έτος 2024-2025 στο Χάρβαρντ ήταν εγγεγραμμένοι 6.793 διεθνείς φοιτητές, δηλαδή πάνω από το 27% του συνολικού αριθμού των φοιτητών του.
Η απόφαση του υπουργείου Εσωτερικής Ασφάλειας θα επηρεάσει έτσι ένα σημαντικό ποσοστό του φοιτητικού πληθυσμού του Χάρβαρντ, η διεθνής ακαδημαϊκή κοινότητα του οποίου αριθμεί 9.970 άτομα, σύμφωνα με στοιχεία του.
Όπως αναφέρει σε ανακοίνωσή του στον ιστότοπό του το Χάρβαρντ παραμένει προσηλωμένο στη διατήρηση της δυνατότητας φιλοξενίας διεθνών φοιτητών και επιστημόνων, που «προέρχονται από περισσότερες από 140 χώρες και εμπλουτίζουν το Πανεπιστήμιο και τη χώρα».
Τι επιλογές έχουν οι διεθνείς φοιτητές του Χάρβαρντ;
Η υπουργός Εσωτερικής Ασφάλειας, Κρίστι Νόεμ, σε επιστολή της προς το Χάρβαρντ ανέφερε ότι η ανάκληση της πιστοποίησης του από το Πρόγραμμα Φοιτητών και Ανταλλαγών Επισκεπτών (SEVP) σημαίνει ότι το πανεπιστήμιο απαγορεύεται να εγγράφει «διεθνείς φοιτητές με καθεστώς μη μετανάστη τύπου F ή J» για το επόμενο ακαδημαϊκό έτος, αλλά και ότι οι ήδη εγγεγραμμένοι διεθνείς φοιτητές «οφείλουν να μετεγγραφούν σε άλλο πανεπιστήμιο για να διατηρήσουν το καθεστώς μη μετανάστη».
Τα εκπαιδευτικά ιδρύματα υποχρεούνται να έχουν πιστοποίηση SEVP της Υπηρεσίας Μετανάστευσης και Τελωνείων (ICE) για να μπορούν να δέχονται στις τάξεις τους αιτούντες με φοιτητική βίζα F-1 ή M-1., αλλά και να παρέχουν επικαιροποιημένα στοιχεία για κάθε διεθνή φοιτητή, συμπεριλαμβανομένων της διεύθυνσης και της ακαδημαϊκής τους κατάστασης.
Διεθνείς φοιτητές αμερικανικών πανεπιστημίων που έχουν χάσει την πιστοποίηση SEVP συνήθως μπορούν να προσπαθήσουν να μετεγγραφούν σε άλλο πιστοποιημένο ίδρυμα, προτού αναγκαστούν να εγκαταλείψουν τις ΗΠΑ.
Ο Μπράντλεϊ Μπρους Μπάνιας, δικηγόρος που εκπροσωπεί πολλούς εξ’ αυτών των φοιτητών, αλλά όχι φοιτητές του Χάρβαρντ, είπε στο CNN ότι κάποιο μπορεί να επιλέξουν να καταθέσουν αίτηση για τουριστική βίζα με την ελπίδα να παρέμβει κάποιος δικαστής και να εκδώσει εντολή προσωρινής ακύρωσης της απόφασης της κυβέρνησης Τραμπ.
Ποιος θα είναι ο αντίκτυπος για την ακαδημαϊκή έρευνα του Χάρβαρντ;
Κάποια μέλη του προσωπικού του Χάρβαρντ φοβούνται ότι με τη στέρηση των διεθνών φοιτητών θα αποδυναμωθεί η ακαδημαϊκή ισχύς του πανεπιστημίου και πιθανώς και της αμερικανικής ανώτατης εκπαίδευσης στο σύνολό της.
«Αυτή η εκδικητική απόφαση απειλεί να προκαλέσει σοβαρή ζημιά στην κοινότητα του Χάρβαρντ και τη χώρα μας και υπονομεύει την ακαδημαϊκή και ερευνητική αποστολή» του πανεπιστημίου, τόνισε ο εκπρόσωπός του, Τζέισον Νιούτον.
«Είναι αδύνατο να φανταστεί κανείς το Χάρβαρντ χωρίς τους φανταστικούς διεθνείς φοιτητές μας. Η υψηλή εκπαίδευση είναι ένα από τα μεγαλύτερα εξαγώγιμα προϊόντα των ΗΠΑ και βασική πηγή της ήπιας ισχύος μας», δήλωσε ο καθηγητής Οικονομικών του Πανεπιστημίου, Τζέισον Φέρμαν, ενώ ένας άλλος καθηγητής εξέφρασε φόβους ότι «πολλά εργαστήρια θα αδειάσουν».