Η Βρετανία βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση συγκριτικά με άλλες χώρες, καθώς οι δασμοί που της επιβλήθηκαν από τις ΗΠΑ ανέρχονται στο 10%. Ωστόσο, αυτό δεν αναιρεί τον κίνδυνο που αντιπροσωπεύουν για την οικονομία της. Πρόκειται για μια δυσμενή εξέλιξη, τόσο για το Ηνωμένο Βασίλειο όσο και για το παγκόσμιο εμπορικό σύστημα, στο οποίο η χώρα παραμένει βαθιά ενσωματωμένη εδώ και δεκαετίες.
Ο Κιρ Στάρμερ σχολίασε ότι ο Αμερικανός πρόεδρος έλαβε μέτρα προς όφελος της χώρας του, επισημαίνοντας ότι τώρα είναι η σειρά του να προστατεύσει τα συμφέροντα της Βρετανίας. Από το πρωί, κυβερνητικοί αξιωματούχοι απευθύνουν εκκλήσεις για ψυχραιμία.
Στο μεταξύ, η βρετανική κυβέρνηση έχει ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με Αμερικανούς αξιωματούχους, περιλαμβανομένης της ομάδας του Προέδρου Τραμπ, με στόχο την άρση των δασμών μέσω μιας εμπορικής συμφωνίας. Ο πρωθυπουργός, σε μια προσπάθεια να καθησυχάσει τις επιχειρήσεις, συγκάλεσε σύσκεψη στην Ντάουνινγκ Στριτ με κορυφαία στελέχη εταιρειών όπως η GlaxoSmithKline, η Unilever, η Shell, η Airbus και η αυτοκινητοβιομηχανία. Η παρουσία τους υπογραμμίζει το εύρος των επιπτώσεων που μπορεί να έχει το ζήτημα στην οικονομία.
Παρά την ψύχραιμη στάση του Ηνωμένου Βασιλείου απέναντι στους δασμούς, η κυβέρνηση προειδοποιεί για τις πιθανές συνέπειες. Σε εγχώριο επίπεδο, ο Στάρμερ επικεντρώνεται στην ενίσχυση της ανθεκτικότητας της οικονομίας, ενώ παράλληλα οι διαπραγματεύσεις με τις ΗΠΑ καλύπτουν κομβικούς τομείς όπως η τεχνολογία, η γεωργία και το εμπόριο αγαθών.
Το ερώτημα παραμένει: Θα εγκρίνει και θα υπογράψει ο Πρόεδρος Τραμπ τη συμφωνία, και αν ναι, πότε; Μια θετική έκβαση θα ήταν ενισχυτική για την οικονομία, αλλά η Βρετανία δεν θα μείνει ανεπηρέαστη από τις παγκόσμιες αναταράξεις. Αντίθετα, σε περίπτωση αδιεξόδου, οι πιέσεις για αντίμετρα θα ενταθούν.