Τα εμβόλια κατά της Covid-19 είναι αποτελεσματικά όσον αφορά στην πιθανότητα λοίμωξης, μετάδοσης του ιού, νοσηλείας και θανάτου, ενώ νέα έρευνα επιβεβαιώνει ότι επίσης αποτρέπουν σε έναν βαθμό τη μακρόχρονη Covid-19, ακόμη κι αν έχουν γίνει μετά την αρχική λοίμωξη.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Ντάνιελ Αγιουμπχανί του Γραφείου Εθνικών Στατιστικών της Βρετανίας, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο βρετανικό ιατρικό περιοδικό «British Medical Journal» (BMJ), ανέλυσαν στοιχεία για 28.356 ανθρώπους, από 18 έως 69 ετών (μέση ηλικία τα 46 έτη), που είχαν εμβολιαστεί με τουλάχιστον μία δόση μετά από θετικό τεστ για κορωνοϊό. Αυτοί οι άνθρωποι παρακολουθήθηκαν στη συνέχεια τουλάχιστον επί επτά μήνες για την παρουσία ή όχι συμπτωμάτων μακράς Covid-19.
Διαπιστώθηκε ότι ήπια έως σοβαρά συμπτώματα μακράς Covid-19 είχε ο ένας στους τέσσερις (24%). Το 44% με μακρά Covid-19 είχαν συμπτώματα για τουλάχιστον έναν χρόνο μετά την αρχική λοίμωξη, εκ των οποίων τα δύο τρίτα ήταν αρκετά σοβαρά για να δυσκολεύουν τις καθημερινές δραστηριότητές τους.
Ο εμβολιασμός με μία δόση σχετιζόταν με μία αρχική μείωση κατά 13% στην πιθανότητα μακράς Covid-19, ενώ η δεύτερη δόση επέφερε μία επιπρόσθετη μείωση κατά 9%. Η μείωση του κινδύνου μακράς Covid-19 ήταν αισθητή για εννέα εβδομάδες κατά μέσο όρο μετά τον εμβολιασμό.
Οι ερευνητές συμπέραναν ότι «τα ευρήματα δείχνουν πως ο εμβολιασμός των ανθρώπων που είχαν προηγουμένως μολυνθεί μπορεί να σχετίζεται με μία μείωση της μακράς Covid-19 στον πληθυσμό, τουλάχιστον κατά τους πρώτους λίγους μήνες μετά τον εμβολιασμό».
Τα οφέλη, πάντως, δεν φαίνεται να είναι ίδια για όλους και δεν έχουν κατανοηθεί ακόμη πλήρως οι βιολογικοί μηχανισμοί που μειώνουν τα συμπτώματα της μακράς Covid-19 μετά τον εμβολιασμό μερικών ανθρώπων αλλά όχι όλων. «Δυστυχώς, πολλά άγνωστά πράγματα παραμένουν σχετικά με την πρόγνωση της μακράς Covid-19, μεταξύ άλλων η επίπτωση των ενισχυτικών δόσεων ή της επαναλοίμωξης», επισημαίνουν οι ερευνητές.
Μία δεύτερη αμερικανική μελέτη βρήκε ότι το 76% των Αμερικανών που διαγνώστηκαν με μακρά Covid-19, δηλαδή οι τρεις στους τέσσερις, δεν είχαν προηγουμένως νοσήσει τόσο σοβαρά ώστε να εισαχθούν στο νοσοκομείο. Επίσης, το ένα τρίτο όσων εμφάνισαν μακρά Covid-19 δεν είχαν κάποια προϋπάρχουσα ιατρική πάθηση και ήταν γενικά υγιείς.
Μολονότι όσοι νοσηλεύθηκαν μετά την αρχική λοίμωξη Covid-19 έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να εμφανίσουν στη συνέχεια μακρά Covid-19, η νέα έρευνα, που πραγματοποιήθηκε από τον μη κερδοσκοπικό οργανισμό FAIR Health, σύμφωνα με τους «Τάιμς της Νέας Υόρκης», δείχνει ότι ακόμη και άνθρωποι που νόσησαν σχετικά ήπια ή που δεν είχαν υποκείμενα νοσήματα, είναι δυνατό μετά να ταλαιπωρούνται από επίμονο μετά-Covid σύνδρομο, με συμπτώματα όπως μεγάλη κόπωση, δύσπνοια, πόνοι, διαταραχή ύπνου, καρδιακή αρρυθμία, προβλήματα μνήμης, άγχος κ.ά.
Σύμφωνα με τη μελέτη, η διάρκεια της μακράς Covid-19 ήταν κατά μέσο όρο 4,5 μήνες μετά την αρχική λοίμωξη. Το 35% των ασθενών με επίμονα συμπτώματα ήταν 36 έως 50 ετών, το 17% 23 έως 35 ετών, το 7% 13-22 ετών και το 4% κάτω των 12 ετών, γεγονός που δείχνει ότι η μακρά Covid-19 δεν αφορά μόνο τους ηλικιωμένους.
Το 60% με μακρά Covid-19 ήταν γυναίκες, κάτι που πιθανώς δείχνει ότι αυτές έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα για μακρόχρονα συμπτώματα. Περίπου το ένα τέταρτο των ασθενών είχαν αναπνευστικά συμπτώματα, το ένα πέμπτο επίμονο βήχα και το 17% κόπωση.
Η μελέτη επιβεβαίωσε ότι αν κάποιος νοσηλευθεί μετά από λοίμωξη με κορωνοϊό, μετά εμφανίζει μεγαλύτερο κίνδυνο για μακρά Covid-19. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, οι ερευνητές εκτιμούν ότι «το μετά-Covid σύνδρομο πρόκειται στο μέλλον να γίνει μία από τις πιο συνηθισμένες προϋπάρχουσες συννοσηρότητες».