Επιστήμονες από το Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Chalmers της Σουηδίας και το Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ των ΗΠΑ αμφισβητούν τη βασική μέθοδο εντοπισμού ατόμων υψηλού κινδύνου για καρδιαγγειακές παθήσεις, δηλαδή τη μέτρηση της χοληστερόλης. Σε νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στο European Heart Journal, προτείνουν ότι ένας συνδυασμός δύο λιποπρωτεϊνικών δεικτών, μετρήσιμος μέσω μιας απλής εξέτασης αίματος, παρέχει ακριβέστερη εκτίμηση του ατομικού κινδύνου, σώζοντας ενδεχομένως ζωές.
Οι καρδιαγγειακές παθήσεις (CVD) παραμένουν η κύρια αιτία θανάτου παγκοσμίως, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ). Δεδομένου ότι οι περισσότερες περιπτώσεις μπορούν να προληφθούν μέσω της διαχείρισης παραγόντων κινδύνου (κάπνισμα, κακή διατροφή, σωματική αδράνεια), ο έγκαιρος εντοπισμός των ατόμων σε κίνδυνο είναι ζωτικής σημασίας για την εφαρμογή αποτελεσματικών στρατηγικών πρόληψης ή θεραπείας.
«Πρόκειται για τη μεγαλύτερη μελέτη του είδους της μέχρι σήμερα», δήλωσε ο Δρ. Jakub Morze, επικεφαλής συγγραφέας της έρευνας και μεταδιδακτορικός συνεργάτης στο Chalmers. «Τα αποτελέσματα δείχνουν για πρώτη φορά τη σημασία των τριών μεγάλων οικογενειών λιποπρωτεϊνών στη διαμόρφωση του καρδιαγγειακού κινδύνου».
Από τη χοληστερόλη στους λιποπρωτεϊνικούς φορείς
Η χοληστερόλη, αν και απαραίτητη για τον οργανισμό, σε υψηλά επίπεδα στο αίμα μπορεί να οδηγήσει σε δημιουργία πλακών στα τοιχώματα των αγγείων. Εάν μια πλάκα σπάσει, μπορεί να προκαλέσει θρόμβωση, οδηγώντας σε καρδιακή προσβολή ή εγκεφαλικό επεισόδιο.
Η μεταφορά της χοληστερόλης στο αίμα γίνεται μέσω λιποπρωτεϊνών, οι οποίες διακρίνονται σε τέσσερις βασικές κατηγορίες. Οι τρεις φέρουν την απολιποπρωτεΐνη Β (apoB) και χαρακτηρίζονται ως φορείς της «κακής χοληστερόλης», συμβάλλοντας στην εναπόθεση χοληστερόλης στα αγγεία. Αντίθετα, η τέταρτη κατηγορία («καλή χοληστερόλη») συμμετέχει στην απομάκρυνση της περίσσειας χοληστερόλης.
Η αξιολόγηση του κινδύνου βασίζεται συνήθως στη μέτρηση της «κακής χοληστερόλης». Ωστόσο, οι ερευνητές στρέφονται πλέον στη μέτρηση των λιποπρωτεϊνικών φορέων, καθώς η χοληστερόλη δεν μπορεί να κυκλοφορήσει ή να προκαλέσει βλάβες χωρίς αυτούς.
Τα ευρήματα της μελέτης
«Παλαιότερα δεν ήταν σαφές εάν δύο ασθενείς με το ίδιο επίπεδο “κακής χοληστερόλης” αλλά διαφορετικά χαρακτηριστικά φορέα διατρέχουν τον ίδιο κίνδυνο», σημειώνει ο Δρ. Morze. Για τη μελέτη, αξιολογήθηκαν δεδομένα από πάνω από 200.000 άτομα της UK Biobank, χωρίς ιστορικό καρδιαγγειακής νόσου. Πραγματοποιήθηκαν μετρήσεις υψηλής ακρίβειας μέσω πυρηνικού μαγνητικού συντονισμού (NMR) και ανοσοδοκιμασίας για τη λιποπρωτεΐνη(a).
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι ο συνολικός αριθμός των σωματιδίων που περιέχουν apoB ήταν ισχυρότερος προγνωστικός δείκτης για μελλοντική καρδιακή νόσο σε σχέση με την παραδοσιακή μέτρηση της LDL-χοληστερόλης. Κάθε αύξηση μίας τυπικής απόκλισης στα επίπεδα apoB συνδεόταν με 33% υψηλότερο κίνδυνο στεφανιαίας νόσου.
«Διαπιστώσαμε ότι η apoB αποτελεί τον ισχυρότερο δείκτη κινδύνου για καρδιακή νόσο», ανέφερε ο Δρ. Morze. «Επειδή υποδεικνύει τον συνολικό αριθμό των σωματιδίων “κακής χοληστερόλης”, προσφέρει πιο ακριβή εικόνα. Αν και οι παραδοσιακές εξετάσεις έχουν καλή απόδοση, σε περίπου 1 στους 12 ασθενείς ενδέχεται να υποεκτιμούν τον πραγματικό κίνδυνο. Λαμβάνοντας υπόψη ότι το 20-40% των πρώτων επεισοδίων καρδιαγγειακής νόσου είναι θανατηφόρα, η ακριβέστερη αξιολόγηση με μέτρηση της apoB θα μπορούσε να σώσει ζωές».
Η σημασία της λιποπρωτεΐνης(a)
Ιδιαίτερη σημασία αποδόθηκε και στη λιποπρωτεΐνη(a), η οποία παρέχει ανεξάρτητη και κρίσιμη πληροφορία για τον κίνδυνο καρδιακής νόσου, ανεξάρτητα από τα επίπεδα apoB. Αν και αντιπροσωπεύει μικρό ποσοστό των λιποπρωτεϊνών, σε ορισμένα άτομα τα υψηλά επίπεδά της σχετίζονται με σημαντική αύξηση του καρδιαγγειακού κινδύνου.
«Τα ευρήματά μας δείχνουν ότι η μέτρηση του αριθμού των σωματιδίων apoB, σε συνδυασμό με τη λιποπρωτεΐνη(a), μπορεί να αντικαταστήσει την παραδοσιακή εξέταση χοληστερόλης και να προσφέρει μια πιο ακριβή και πλήρη αξιολόγηση του καρδιαγγειακού κινδύνου», τονίζει ο Δρ. Clemens Wittenbecher, επίκουρος καθηγητής Ιατρικής Ακριβείας και Διαγνωστικής στο Chalmers. «Η ευρεία υιοθέτηση αυτών των εξετάσεων θα μπορούσε να οδηγήσει σε καλύτερη πρόληψη και σωτηρία περισσότερων ζωών».

