Η αρτηριακή υπέρταση είναι ένα από τα πιο διαδεδομένα προβλήματα υγείας, επηρεάζοντας σχεδόν το 45% των ενηλίκων παγκοσμίως και προκαλώντας εκατομμύρια θύματα κάθε χρόνο. Η αρτηριακή πίεση αντιπροσωπεύει την πίεση που ασκεί το αίμα στα τοιχώματα των αρτηριών κατά τη διάρκεια της κυκλοφορίας του μέσω αυτών. Αυτή η πίεση εξαρτάται από την ένταση του αίματος που εξωθεί η καρδιά και από την αντίσταση των αιμοφόρων αγγείων στη ροή.
Όταν η πίεση είναι υψηλή, η καρδιά πρέπει να καταβάλλει μεγαλύτερη προσπάθεια για να εξασφαλίσει την επαρκή ροή αίματος στο σώμα, κάτι που μακροπρόθεσμα μπορεί να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα υγείας. Η Αμερικανική Καρδιολογική Εταιρεία ορίζει την υπέρταση όταν η συστολική πίεση (ο ανώτερος αριθμός στη μέτρηση) είναι πάνω από 130 mmHg και η διαστολική πίεση (ο χαμηλότερος αριθμός) πάνω από 80 mmHg.
Αν και η υπέρταση είναι συχνή, οι αιτίες της μπορεί να είναι ποικίλες και, συχνά, άγνωστες. Στο 90% των περιπτώσεων, είναι ιδιοπαθής (δηλαδή χωρίς αναγνωρίσιμο αίτιο). Ωστόσο, κάποιες φορές η υπέρταση οφείλεται σε παθήσεις συγκεκριμένων οργάνων, όπως η καρδιά, τα νεφρά ή οι ενδοκρινείς αδένες, και χαρακτηρίζεται ως δευτεροπαθής.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι ενδοκρινικές διαταραχές, οι οποίες επηρεάζουν την έκκριση ορμονών που ρυθμίζουν την αρτηριακή πίεση. Αυτές οι παθήσεις μπορούν να προκαλέσουν υπέρταση, και είναι συνήθως δύσκολο να αναγνωριστούν χωρίς ειδικές εξετάσεις.
Μία από τις πιο συχνές αιτίες ενδοκρινικής υπέρτασης είναι ο πρωτοπαθής υπεραλδοστερονισμός, μια πάθηση που σχετίζεται με την υπερέκκριση αλδοστερόνης από τα επινεφρίδια, τους αδένες πάνω από τους νεφρούς. Αυτή η διαταραχή προκαλεί κατακράτηση νατρίου και νερού από τους νεφρούς και ταυτόχρονα απώλεια καλίου, γεγονός που οδηγεί σε αυξημένη αρτηριακή πίεση.
Άλλες σημαντικές αιτίες ενδοκρινικής υπέρτασης περιλαμβάνουν το σύνδρομο Cushing, το οποίο προκαλείται από την αυξημένη παραγωγή κορτιζόλης, και διαταραχές του θυρεοειδούς, όπως ο υπερθυρεοειδισμός, που ενδέχεται να προκαλέσει υπέρταση λόγω της αυξημένης καρδιακής δραστηριότητας.
Η διάγνωση αυτών των καταστάσεων απαιτεί ενδοκρινολογικές και απεικονιστικές εξετάσεις, ενώ η σωστή θεραπεία εξαρτάται από την υποκείμενη αιτία της υπέρτασης.
Η ενδοκρινική υπέρταση συχνά δεν ανταποκρίνεται στη συμβατική αντιυπερτασική αγωγή, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές επιπλοκές, όπως καρδιαγγειακά νοσήματα, νεφρική ανεπάρκεια και άλλα προβλήματα οργάνων. Για το λόγο αυτό, είναι εξαιρετικά σημαντικό να εντοπιστεί η ακριβής αιτία και να εφαρμοστεί εξειδικευμένη θεραπεία.

