«Καληνύχτα Διονύση». «Αντίο Νιόνιο». «Ώρα καλή αγαπημένε ποιητή», είναι μερικές από τις μικρές φράσεις που πλημμύρισαν τα κοινωνικά δίκτυα μόλις έγινε γνωστή η είδηση του θανάτου του Διονύση Σαββόπουλου. Επώνυμοι και ανώνυμοι, συνεργάτες ή απλοί φίλοι, αποχαιρέτισαν τον ανεπανάληπτο καλλιτέχνη, τον αγαπημένο Νιόνιο, μέσα από φωτογραφίες, μουσικές, στίχους, λόγια αγάπης και συγκίνησης που ανάρτησαν.
«Διονύση μου δεν μπορώ να το συνειδητοποιήσω, πονάει ο χαμός σου. Σε ευχαριστώ για το καλωσόρισμα, για την μαγεία που ζήσαμε, για όλα όσα μου έδωσες, για όλα όσα μου έμαθες. Αντίο ήρωά μου, αντίο μάγε της σκηνής, αντίο σπουδαίε δημιουργέ. Το έργο σου στα τιμαλφή του πολιτισμού μας και σίγουρα στα δικά μου τιμαλφή», έγραψε η Ελευθερία Αρβανιτάκη, ενώ μέσα σε δυο φράσεις ο Νίκος Πορτοκάλογλου εξέφρασε όλη τη θλίψη του: «Έχω χάσει εδώ και χρόνια τους δύο γονείς μου. Σήμερα μένω για τρίτη φορά ορφανός».
«”Κι’ όπως πλησιάζει η επέτειος του ΟΧΙ, λέω ο Έλληνας γούστο που τοχει…” Θα ξαναβρεθούμε σε άλλες συχνότητες Διονύση μας αγαπημένε φίλε. Όχι κλάψες για τον μέγιστο», σημείωσε ο στιχουργός Άρης Δαβαράκης.
Αλλά και οργανισμοί, όπως το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας «υποκλίθηκε στον μεγάλο Διονύση Σαββόπουλο», αναρτώντας μεταξύ άλλων τα εξής:
«Με αναμενόμενη θλίψη αλλά και άπειρο θαυμασμό, και μαζί ευγνωμοσύνη για τα όσα σπουδαία μας προσέφερε, το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας υποκλίνεται στο μεγάλο Διονύση Σαββόπουλο, έναν από τους διαχρονικούς μουσικούς του ήρωες, ο οποίος μας αποχαιρέτησε απόψε οριστικά, σε ηλικία 81 ετών. Και θυμόμαστε την πραγματικά συγκινητική βραδιά που ζήσαμε μαζί του, τον Μάιο που μας πέρασε, όταν ο μέγιστος Έλληνας τραγουδοποιός παρέστη στη μνημειώδη πρώτη προβολή του ντοκιμαντέρ «Χαίρω Πολύ Σαββόπουλος», που για 50 χρόνια εθεωρείτο χαμένο, παρακολούθησε την ταινία και κατόπιν μίλησε στο κοινό. Ήταν μια προβολή για την οποία οι Νύχτες Πρεμιέρας, και το Athens Open Air Film Festival, θα νιώθουν πάντοτε περηφάνια. Από εκείνη τη βραδιά μας έμειναν πια μόνο οι φωτογραφίες και ο γλυκός απόηχός της. Από τον ίδιο τον Σαββόπουλο μας μένουν πολλά περισσότερα, κυρίως μια εκπληκτική δισκογραφική κληρονομιά την οποία κανένας τραγουδοποιός σε αυτή τη χώρα δεν θα μπορέσει ποτέ να επαναλάβει. Ο Νιόνιος μας την ετοίμασε, μας την παρέδωσε και τώρα πήρε το καπελάκι του και ήσυχα αναχώρησε».
Καλλιτέχνες, οργανισμοί και Γενικά Αρχεία του Κράτους αποχαιρετούν τον Διονύση Σαββόπουλο
Και έτσι ξαφνικά, όπως συμβαίνει πάντα όταν «φεύγει» ένας αγαπημένος καλλιτέχνης, οι «σελίδες» των γνωστών μέσων κοινωνικής δικτύωσης γέμισαν με τραγούδια, φωτογραφίες, λόγια αποχαιρετισμού.
Φοίβος Δεληβοριάς: Ο Σαββόπουλος μας περιείχε όλους
Όπως ο Φοίβος Δεληβοριάς, που αποτύπωσε τις σκέψεις του σε μια ξεχωριστή ανάρτηση: «”Αυτήν τη νύχτα η καρδιά μου είναι βαριά, δεν υπάρχει ούτε μια λέξη να μου δώσεις”. Γιατί μπορεί να προετοιμαζόμουν καιρό γι’ αυτήν την αναχώρηση – τις τελευταίες μέρες κιόλας την αισθανόμουν κάτω από κάθε βήμα που άκουγα- να όμως που ήμουν εντελώς απροετοίμαστος. Κάθομαι, λοιπόν -με την καρδιά μου να “αιμορραγεί σαν τον ουρανό”- να βγάλω λίγο από το χρέος, να αγγίξω λίγη από την ομορφιά, να νιώσω κάτι απ’ την πληγή, ν’ αφουγκραστώ λιγάκι απ’ την μεγάλη γιορτή που σε τόσα τραγούδια του ονειρεύτηκε. Αυτήν που «ο Όλιβερ Τουίστ και ο Αδόλφος», «ο Μαρκήσιος Ντε Σαντ και ένας hippie», «η Παρθένα και ο Σατανάς», «πίνουν από το ίδιο το ποτήρι» και «πετούν αγκαλιασμένοι μακριά». Ο Σαββόπουλος μας περιείχε όλους. Είπε ένα τραγούδι για τον καθέναν από μας. Αν αισθάνθηκαν κάποιοι άνθρωποι προδομένοι από κείνον, ήταν επειδή ήταν τόσο σίγουροι ότι τραγουδάει για κείνους μόνο -και, έκπληκτοι, την επόμενη μέρα, ανακάλυπταν πως το επόμενο τραγούδι του μιλούσε και για τον διπλανό τους, τον αντίθετό τους. Παρέες παιδιών του 114, παρέες ροκάδων, γενναίοι του αντιδικτατορικού αγώνα, αριστεροί και πληγωμένοι απ’ την αριστερά, ιερείς, αποσυνάγωγοι του ’70 και φλώροι του ’90, όλοι λίγο-πολύ (χώρια όμως ο ένας απ’ τον άλλον) περπάτησαν μια νύχτα μέχρι το ξημέρωμα, αναλύοντας κάποιον στίχο του, ταυτιζόμενοι ή διαφωνώντας με μιαν επιλογή του, αγγίζοντας για μια στιγμή το νόημα που πάντα υποψιάζονταν από μικροί, εκείνος όμως τους το είχε κάνει τόσο άμεσο.
Γιατί τι πιο άμεσο απ’ το «Φορτηγό», το «Περιβόλι», το «Βρώμικο Ψωμί», τους «Αχαρνής» και τη «Ρεζέρβα» και τα «Τραπεζάκια»; Όλα πράγματα σύνθετα και απρόσιτα, δύσκολα σαν τον τραυλό στον «Μπάλλο», σαν το «παραλήρημα της χώρας σου που αυξάνει» στο «Μυστικό Τοπίο», σαν τα ανάποδα φλάουτα στη «Μαύρη Θάλασσα», σαν τα ακόρντα και τα στοιχειωμένα στιχουργικά μέτρα στο «Μακρύ Ζεϊμπέκικο». Κι όμως, όλα να χτυπάνε κατ’ ευθείαν κέντρο. Ποιητικό κέντρο, μουσικό κέντρο, φιλοσοφικό, πνευματικό. Ανθρώπινο και πέρα από τον άνθρωπο.
Ένα ιερό αμφίβιο είναι το έργο του Σαββόπουλου, κάτι που ακουμπούσε και στην εδώ ζωή και στην επέκεινα. Κι αυτός ένας κανονικός τρελός, ο πιο τρελός άνθρωπος που γνώρισα ποτέ, ένας απρόσιτος με μάτια που δεν έβλεπαν εδώ, έτοιμος κάθε στιγμή να καταστρέψει τη ζωή, να τη ρεζιλέψει και να τη χάσει μέσα από τα χέρια του, για να τη λατρέψει το ίδιο βράδυ στη σκηνή, με ένα δόσιμο ακαταμάχητης τρυφερότητας και πάθους.
Είχα την περίεργη τύχη, 15χρονος, να δω την απόλυτη, σκληρή απογύμνωση και διαπόμπευσή του στο «Κούρεμα» στο ΖΟΟΜ της Πλάκας. Κόσμος ελάχιστος, ορκισμένων πρώην θαυμαστών του, που του πετούσε δεκάρικα και τον έβριζε, ενώ εκείνος, κουρεμένος, με μια εικόνα μέσου ανθρώπου περιέργως αποκρουστική στο ερωτευμένο με την τέχνη του ασυνείδητό μας, τραγουδούσε το «Εμείς του ‘60» και τους «Κωλοέλληνες» και έβαζε την Αρβανιτάκη με δυο όργανα να λέει αμέσως μετά το «Γεννήθηκα για να πονώ και για να τυραννιέμαι». Εκεί τον αγάπησα ακόμα πιο πολύ, δεν αισθάνθηκα καμιά «προδοσία» στην συμπεριφορά του. Αντίθετα, αισθάνθηκα μιαν αποτρόπαιη τιμιότητα. Έδειχνε στους ανθρώπους του ποιος ήταν και ποιος είχε γίνει, ποιοι ήταν στο όνειρό τους και ποιοι ήταν στον καθρέφτη τους. Και δεν ήταν καθόλου ωραίο αυτό. Κυρίως γιατί μέσα στη βίαιη αυτή πράξη τα τραγούδια του είχαν γίνει λίγο σαν δηλώσεις, σαν εκθέσεις ιδεών, μέσα σε όλα όσα είχε «κουρέψει» ήταν η ποιητική του απόλυτη ελευθερία.
Κι όμως και μέσα στο ύστερο έργο του, αυτό που έπεται του περίεργου αυτού «αποχαιρετισμού» στον νεανικό εαυτό του, υπάρχουν στιγμές που δεν γίνεται να συγκριθούν με τίποτε άλλο, κανενός άλλου. Η πρόζα στον «Μονομάχο», το «Φως στις 10 το πρωί» , ο «Χρονοποιός». Καθαρόαιμα, ουρανοπρεπή αριστουργήματα. Και φυσικά, καθόλου αταίριαστα με τη θυσία του.
Από μιαν άλλη «ευλογία που αγνοώ» τον έζησα πολύ κι από κοντά. Δουλέψαμε μαζί ολόκληρες σεζόν, μικρός συνοδοιπόρος του εγώ το ’96 στη «Σφεντόνα» και στην καλοκαιρινή του περιοδεία, καλεσμένος μου κι αυτός 3 σεζόν στην «Ταράτσα». Την 2η μάλιστα σεζόν του έδωσα τον χώρο για 6 Δευτέρες για να κάνει ό,τι πιο δικό του ήθελε. Μου λέει «Θα κάνω ό,τι πιο δικό μου: θα πω τραγούδια άλλων. Πάντα ήθελα να ήμουνα οι άλλοι. Ήταν όπως εγώ, αλλά ωραίοι». Κι έκανε ένα πρόγραμμα πραγματικά συγκινητικό, όπου τραγούδησε από Μάρκο σε Μίκη κι από Κραουνάκη σε Μάλαμα και Παπακωνσταντίνου με μια δική του, βραχνιασμένη παιδικότητα. «Όλα εκείνα που αγαπώ ειν’ αλλονών κι αλλιώς φαντάζουν».
Κι όμως , εμείς που γράψαμε ύστερα απ’ αυτόν, μάθαμε ότι είμαστε οι εαυτοί μας μέσα απ’ τα δικά του τραγούδια. Ήταν σαν κι αυτούς τους gamers που έχουνε φτάσει το παιχνίδι ως το τέλος και συναντάς τα χνάρια τους σε κάθε πίστα, και τους ρωτάς κάθε φορά πώς τα κατάφεραν. Όταν τον ρωτούσα, γινόταν ξαφνικά παιδί. Ήθελε, αίφνης, να μου τα χαρίσει όλα. Και πιστεύω το ίδιο θα έζησαν κι ένα σωρό «νέοι κανταδόροι», όπως υπέροχα αποκαλούσε τους νεαρούς συντρόφους του στους «Αχαρνής».
Διαφώνησα μαζί του; Μα φυσικά, πολλές φορές, όπως με όλους τους ανθρώπους που αγάπησα. Πολλά πράγματα στα οποία εκείνος έβλεπε μια ελπίδα, εγώ τα έβρισκα δυσοίωνα, κουμπωνόμουν. Δεν διανοήθηκα, όμως, ποτέ να τον κανιβαλίσω. Γιατί ήταν μια ιδιοφυΐα, ένας αληθινός καλλιτέχνης που έλεγε τη γνώμη του, πληρώνοντας το κόστος με τον ίδιο του τον θρόνο. Και γιατί το έργο του, το φωτεινό του έργο, δεν ήταν και δεν είναι μια εφήμερη γνώμη, δικιά του ή δικιά μας. Ήταν βγαλμένο απ’ το αίμα της καρδιάς, απ’ τον «ουρανό που αιμορραγεί» και «μας αθωώνει».
Έτυχε πριν δυο μέρες να αναρτήσω εδώ ένα κείμενο για τα 100χρονα του Μάνου Χατζιδάκι. Να, λοιπόν, που ο πανδαμάτωρ χρόνος με κάνει να αναρτώ δίπλα του ακριβώς ένα κείμενο για κείνον. Και είναι τόσο ωραία ταιριαστό να τους βλέπω ξανά δίπλα-δίπλα, τον έναν πλάι στον άλλον, όπως τους είδα κάποτε και ζωντανά. Και αυτή η κοινή ζωή που ένωσε κι εμένανε κι εσάς μ’ αυτούς τους δύο και μ’ όλους τους άλλους κρίκους της «χρυσής αλυσίδας» της μεταπολεμικής Ελλάδας, είναι αυτή που θα μου δώσει καύσιμα και για την υπόλοιπη ζωή, με τα σκοτάδια που μας κυκλώνουν, αυτά της ύπαρξης κι αυτά του πλανήτη, που ξεφορτώνεται τόσο εύκολα ό,τι τον έκανε για λίγο φωτεινό. Κι όμως, για να δανειστώ ξανά τα δικά του λόγια, «θα βρεθούμε κάποτε ξανά, με τα ίδια αυτά σώματα, με τα ίδια χαμόγελα», στο ίδιο τραπέζι, στο ίδιο περιβόλι. Και ο Διονύσης θα μας περιμένει εκεί, λυτρωμένος από τα βάρη της αρρώστιας μας, να «σμίξει παλιές κι αναμμένες τροχιές με το ροκ του μέλλοντός μας».
Γεια σου, ακριβέ κι αγαπημένε μου. Θα σου χρωστώ για πάντα όλο τον εαυτό μου -κι αυτόν που λέω πως έχω κι εκείνον που δεν ξέρω ακόμα».
Άλκηστις Πρωτοψάλτη: Ένα δημόσιο «ευχαριστώ»
Τον δικό της αποχαιρετισμό αποτύπωσε με συγκίνηση και η ‘Αλκηστις Πρωτοψάλτη: «Διονύση μου καλλιτέχνη μου !!! Τι βόμβα έσκασε στη ψυχή μου μόλις προσγειώθηκα στον Καναδά…Α-πι στευ-το !!! Τι να πρωτοθυμηθώ: τις παραστάσεις μας στην Πλάκα ,τη «Ρεζέρβα», τα τραγούδια της, το στούντιο, τις πρόβες, τις συζητήσεις, το «Μυστικό Τοπίο» στο Μέγαρο … Την πρώτη εθελοντική συναυλία για το 2004 και τη τελετή λήξης, το δημόσιο «ευχαριστώ» σου για τη συναυλία του φορτηγού στον κορωνοϊό (που κατάλαβες αμέσως γιατί το έκανα) και ήσουν ο ΜΟΝΟΣ με θάρρος από όλο τον καλλιτεχνικό «κόσμο» που πήρε θέση. Δεν θα ξεχάσω τη φωνή σου, τις συμβουλές, το τεράστιο χιούμορ σου, την αστείρευτη εξυπνάδα σου, το πηγαίο ταλέντο σου, τα μοναδικά σου τραγούδια που στολίζουν τις συναυλίες μας … ‘Αφησες Τεράστια Παρακαταθήκη. Σε Ευχαριστώ για ό,τι έζησα μαζί σου, κόσμημα στην ψυχή μου. Λυπάμαι αφάνταστα που δεν θα σε αποχαιρετήσω … ούτως ή άλλως δεν μου αρέσουν οι αποχαιρετισμοί με κόσμο.
Θα ζεις στη καρδιά μου
Σαν το παράπονο στη φράση
εδώ και τώρα ….
Διονύση μου αγαπημένε …
Νιόνιο μου …
Και έτσι ας καίνε οι λαμπάδες
Στα μονοπάτια στα βουνά
Και εσύ πάντα θα επιστρέφεις κάθε στιγμή
ΠΑΝΤΟΤΙΝΑ
‘Αδεια μου αγκαλιά ….»
Μέγαρο Μουσικής: Κάθε του εμφάνιση ήταν μια γιορτή δημιουργίας και στοχασμού
«Με βαθιά συγκίνηση», αποχαιρετά και το Μέγαρο Μουσικής τον Διονύση Σαββόπουλο, «τον μεγάλο δημιουργό που με το έργο και την παρουσία του καθόρισε το ελληνικό τραγούδι για περισσότερες από έξι δεκαετίες. Στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών είχαμε τη χαρά και την τιμή να συνεργαστούμε μαζί του σε ξεχωριστές στιγμές -από το εμβληματικό Σαββόραμα και και το «Μάνος Χατζιδάκις… τώρα», μέχρι τη δυναμική συνάντησή του με την Ελένη Βιτάλη στο «Σήκω ψυχή μου, δώσε ρεύμα», το νοσταλγικό «Στο Woodstock εγώ -ήμουν εδώ» στον Κήπο του Μεγάρου, και βέβαια το συγκινητικό αφιέρωμα «Γεννήθηκα στη Σαλονίκη», όπου αναμετρήθηκε με το ίδιο του το έργο με συμφωνικό ήχο και χορωδία. Κάθε του εμφάνιση στο Μέγαρο ήταν μια γιορτή δημιουργίας και στοχασμού -ένας διάλογος ανάμεσα στη μουσική και το κοινό, γεμάτος αλήθεια, χιούμορ και ευαισθησία. Με τη χαρακτηριστική του ευγένεια και τη γνήσια καλλιτεχνική του παρουσία, ο Σαββόπουλος μετέτρεπε τη σκηνή σε χώρο ζεστασιάς, επικοινωνίας και βαθιάς συγκίνησης. Η τελευταία του παρουσία στο Μέγαρο, στις αρχές του 2025, για την παρουσίαση της αυτοβιογραφίας του «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα», έμελλε να είναι και η τελευταία μας συνάντηση. Μια βραδιά γεμάτη συγκίνηση, μνήμη και φως -όπως και ο ίδιος. Ο Διονύσης Σαββόπουλος αφήνει πίσω του ένα έργο που ανήκει σε όλους μας. Στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών τον αποχαιρετούμε με ευγνωμοσύνη και σεβασμό. Εκφράζουμε τα θερμά μας συλλυπητήρια στην οικογένειά του και στους ανθρώπους που στάθηκαν κοντά του σε όλη του τη διαδρομή. Η σκέψη μας είναι μαζί τους, με αγάπη και εκτίμηση για τον άνθρωπο και τον καλλιτέχνη που χάσαμε. Καλό ταξίδι, Διονύση -ευχαριστούμε για τη μουσική, τις λέξεις και τη ματιά σου στον κόσμο».
ΓΑΚ: Τεκμήρια λογοκρισίας του «Ζεϊμπέκικου»
Την εποχή της χούντας και της λογοκρισίας, από την οποία δεν γλύτωσε το εμβληματικό τραγούδι του Σαββόπουλου «Ζεϊμπέκικο», θυμούνται τα Γενικά Αρχεία του Κράτους, τα οποία αναρτούν και τα σχετικά τεκμήρια: «Ο Διονύσης Σαββόπουλος εμφανίστηκε στη μουσική σκηνή της χώρας τη δεκαετία του 1960 και, κυρίως, την περίοδο της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Ο Σαββόπουλος, συνδυάζοντας με έναν δικό του τρόπο την ελληνική παραδοσιακή μουσική με το δυτικό ροκ, μίλησε για ζητήματα που απασχολούσαν την αναδυόμενη στον δημόσιο και πολιτικό βίο νεολαία. Την περίοδο της χούντας τα τραγούδια του Σαββόπουλου εκφράζουν τη νεανική κουλτούρα και την κουλτούρα της ελεύθερης έκφρασης και της αντίστασης απέναντι στη ζοφερή πραγματικότητα της δικτατορίας. Ο Σαββόπουλος, όπως και οι υπόλοιποι καλλιτέχνες, έπρεπε να προσπελάσουν το ψαλίδι της λογοκρισίας. Τα τεκμήρια της ανάρτησης αφορούν τη λογοκρισία του εμβληματικού τραγουδιού του Σαββόπουλου «Ζεϊμπέκικο» από την επιτροπή λογοκρισίας της Γενικής Γραμματείας Τύπου και Πληροφοριών το αρχείο της οποίας βρίσκεται στην Κεντρική Υπηρεσία των ΓΑΚ».
Μουσείο Αλέκος Φασιανός: Ας κρατήσουν οι χοροί, Νιόνιο
Το Μουσείο Αλέκος Φασιανός αποχαιρετά κι εκείνο με τη σειρά του τον Διονύση Σαββόπουλο, «έναν καλλιτέχνη που μοιράστηκε με τον Αλέκο Φασιανό όχι μόνο βαθιά φιλία, αλλά και το ίδιο όραμα για την Ελλάδα, την ομορφιά, την αλήθεια και τη μαγεία της ζωής. Οι συναντήσεις τους ήταν γεμάτες γέλιο, μουσική και χρώμα. Η τέχνη τους, η ζωντανή κληρονομιά τους, είναι η πιο φωτεινή τους ανάμνηση. Ας κρατήσουν οι χοροί, Νιόνιο. Στο ατελιέ του Αλέκου, η μελωδία σου θα αντηχεί πάντα».
Ο Διονύσης Σαββόπουλος ήταν ένας από τους βασικούς διαμορφωτές της σύγχρονης ελληνικής τέχνης. Συνθέτης, στιχουργός και πρωτεργάτης της σχολής των Ελλήνων τραγουδοποιών που χαρακτήρισε τη γενιά του και δημιούργησε «σχολή» στο τραγούδι με τον ευρηματικό και ανατρεπτικό του στίχο καθώς και με τους μουσικούς συγκερασμούς του και τις εμπνευσμένες παραγωγές του, ο Δ. Σαββόπουλος με την δημιουργική του παρουσία επηρέασε καταλυτικά όλα τα ρεύματα και τις μουσικές τάσεις.
Η διαδρομή του μεγάλου συνθέτη
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, στις 2 Δεκεμβρίου 1944. Έχοντας ρίζες από την Κωνσταντινούπολη και την Φιλιππούπολη, δέχτηκε σε νεαρή ηλικία επιρροές από μια πιο ανατολίτικη κουλτούρα. Μεγαλώνοντας, αποφάσισε να φοιτήσει στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, στο τμήμα της Νομικής. Πολύ γρήγορα όμως, συνειδητοποίησε πως κάτι τέτοιο ούτε τον εξέφραζε ούτε τον γέμιζε. Έτσι, το 1963 ανακοίνωσε στους γονείς του πως θα εγκαταλείψει τις σπουδές του και θα ασχοληθεί πιο σοβαρά με τη μουσική και μετακόμισε στην Αθήνα. Γνώρισε μεγάλη επιτυχία από τις πρώτες ημέρες του ως μουσικός και σύντομα έγινε πολύ δημοφιλής στην Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό.
Το 1963 πρωτοπαρουσίασε τραγούδια που ερμήνευε ο ίδιος σε στίχους και μουσική δική του. Τα τραγούδια του συνιστούν τομή για την ελληνική μουσική γιατί καθιέρωσαν στα νεότερα χρόνια ένα παμπάλαιο είδος που πριν από τον Σαββόπουλο ήταν ακατάτακτο και αταξινόμητο, συγχρονίζοντας έτσι το αίσθημα της ελληνικής παραδοσιακής τραγουδοποιίας με τα σύγχρονα παγκόσμια μουσικά ρεύματα. Οι ερμηνείες και οι ενορχηστρώσεις του θεωρούνται μοναδικές και αξεπέραστες, ενώ τραγούδια του όπως τα «Φορτηγό», «Περιβόλι του τρελλού», «Μπάλλος», «Βρώμικο ψωμί», «Ρεζέρβα» και «Τραπεζάκια έξω» όσα χρόνια κι αν περάσουν, παραμένουν άφθαρτα και πάντοτε επίκαιρα. Επίσης, επέλεξε από την αρχή της καριέρας του να σκηνοθετεί ο ίδιος τις παραστάσεις του που έγιναν σημεία αναφοράς τόσο για τη θεατρικότητά τους όσο και για τους χώρους όπου παρουσιάστηκαν. Ο Σαββόπουλος ανακάλυπτε χώρους που είχαν άλλη χρήση, δημιουργούσε μουσικές σκηνές και τις διαμόρφωνε όπως εκείνος οραματιζόταν.
Ιστορικές είναι για την Ελλάδα η συναυλία του στο Ολυμπιακό Στάδιο της Αθήνας το 1983 (το στάδιο όπου μετέπειτα έγιναν οι τελετές των Ολυμπιακών αγώνων του 2004 στις οποίες πρωτοστάτησε) και το καλοκαίρι του 2017 στο Καλλιμάρμαρο Παναθηναϊκό Στάδιο με την συμμετοχή εξήντα χιλιάδων θεατών. Τα τραγούδια του ερμηνεύονται στις συναυλίες πολλών ομοτέχνων του, διδάσκονται στα ελληνικά σχολεία, κυκλοφορούν μελέτες για το έργο του και στίχοι του διδάσκονται μεταφρασμένοι στα ιταλικά από την έδρα Ελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Sapienza της Ρώμης.
Αυτοδίδακτος και προικισμένος δημιουργός, εκπληκτικός περφόρμερ και αφηγητής, ο Σαββόπουλος εξέδωσε 14 κύκλους τραγουδιών σε δίσκους βινυλίου και ακτίνας, καθώς και ζωντανές ηχογραφήσεις εμφανίσεών του. Όλοι οι δίσκοι του κυκλοφορούν και στο εξωτερικό, παντού όπου υπάρχει ελληνισμός. Ταξίδεψε πολύ και έγραψε μουσική για τα θέατρα της Αθήνας, για την Επίδαυρο αλλά και για τον κινηματογράφο όπου κέρδισε βραβείο μουσικής για το Happy Day το 1976 αλλά αρνήθηκε να το παραλάβει. Παρουσίασε στη δισκογραφία, ως μουσικός παραγωγός, νεότερους και πρωτοεμφανιζόμενους συναδέλφους του. Εξέδωσε 5 βιβλία με στίχους, παρτιτούρες και κείμενά του. Τον Δεκέμβριου του 2003 κυκλοφόρησε την επιτομή του συνόλου των στίχων του, καθώς και δύο βιβλία αφιερωμένα στη ζωή και το έργο του από τον Κώστα Μπλιάτκα και τον Δημήτρη Καράμπελα. Είχε κατά καιρούς δικές του σειρές εκπομπών, τόσο στην τηλεόραση όσο και στο ραδιόφωνο. Μία από αυτές ήταν και το «Ζήτω το ελληνικό τραγούδι».
O Διονύσης Σαββόπουλος στην ομιλία του κατά την τελετή αναγόρευσης του σε επίτιμο διδάκτορα του Τμήματος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, στην αίθουσα Τελετών του ΑΠΘ, τον Νοέμβριο του 2017, αναφέρθηκε στη γέννηση του, μέσα στα «Δεκεμβριανά του 1944», όπου ένας ΕΛΑΣιτης με μια μοτοσικλέτα με καλάθι μετέφερε στο μαιευτήριο την ετοιμόγεννη, κυοφορούσα αυτόν, μητέρα του και στο πώς, ως νήπιο, πριν ακόμη αντιληφθεί το νόημα των λέξεων που άκουγε στο ραδιόφωνο, ένοιωθε τη μουσικότητά τους.
«Η μουσική των λέξεων με επισκέφθηκε πριν από τις λέξεις, τότε δεν άκουγα παρά φωνήματα, τη σημασία των οποίων κατάλαβα σιγά – σιγά αργότερα …ποτέ μου δεν έγραψα στίχους χωρίς μουσική, ούτε ξέρω πώς να το κάνω αυτό…. γράφω μουσική και στίχο σχεδόν ταυτόχρονα και μέσα μου προπορεύεται λιγάκι η μουσική και ο ρυθμός… Στη δουλειά μου, οι στίχοι και η μουσική είναι ένα. Και εάν υπάρχει ποίηση σε αυτά που κάνω, αυτά δεν βρίσκονται μόνο στα λόγια, αλλά στο τραγούδι, εν τω συνόλω….’Ακουγα εντελώς διαφορετικά είδη μουσικής, μόνο που με τα χρόνια, ένας εσωτερικός θα έλεγα κρυφός, τεχνίτης τα σμίλευε, ένωνε τα διάφορα είδη δημιουργώντας ένα αμάγαλμα μια καινούργια μορφή. Ούτε εγώ ο ίδιος πια δεν ξέρω να ξεχωρίσω στα τραγούδια μου, ποιο είναι το λαϊκό στοιχείο, ποιό το ελαφρύ, ποιο το έντεχνο, ποιο το παλιό και πιο το νέο»» είχε αναφέρει ο γνωστός τραγουδοποιός.
Από τις πρώτες του δουλειές «Φορτηγό» και «Περιβόλι του τρελλού» ο Σαββόπουλος ξεχωρίζει για το καθαρά προσωπικό και πρωτότυπο ύφος με το οποίο επιχειρεί να ανανεώσει, νοηματικά και μουσικά το ελληνικό τραγούδι. Το 1971 κυκλοφορεί το LP «Ο Μπάλλος» – όπου το ομώνυμο κομμάτι διάρκειας 18 λεπτών καλύπτει όλη την πρώτη πλευρά του δίσκου 33 στροφών. Το 1972 κυκλοφορεί ο δίσκος «Το Βρώμικο Ψωμί», από το οποίο ξεχωρίζουν η δωδεκάλεπτη «Μαύρη Θάλασσα», το «Ζεϊμπέκικο», «Η Δημοσθένους λέξις», το «Έλσα σε φοβάμαι» και ο «Αγγελος εξάγγελος», δηλαδή το τραγούδι του Μπομπ Ντίλαν, «The wicked messenger» σε μετάφραση και διευρυμένη διασκευή του Σαββόπουλου.
Τον Σεπτέμβριο του 1983, ο Διονύσης Σαββόπουλος γιορτάζοντας τα 20 του χρόνια στο ελληνικό τραγούδι μετέτρεψε το Ολυμπιακό Στάδιο σε συναυλιακό χώρο. Η συναυλία που συγκέντρωσε πάνω από εκατόν πενήντα χιλιάδες άτομα αποτελούσε την κορύφωση της περιοδείας «20 χρόνια δρόμος» που ξεκίνησε τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς και αποτυπώθηκε λίγο αργότερα και δισκογραφικά. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησαν τα «Τραπεζάκια έξω», με τραγούδια που έμειναν διαχρονικά και προμετωπίδα τους το περίφημο «Ας κρατήσουν οι χοροί».
Το 1997 ο Διονύσης Σαββόπουλος βρήκε πάλι τον τρόπο να ταρακουνήσει τα νερά της ελληνικής μουσικής σκηνής, παρουσιάζοντας ένα άλμπουμ αφιέρωμα στους μεγάλους εκείνους καλλιτέχνες που θαύμαζε και τον ενέπνευσαν στην (μέχρι τότε) τριαντάχρονη πορεία του: Πρώτα απ’ όλα, στον Bob Dylan και στο Lucio Dalla, αλλά και στον Nick Cave, τον Lou Reed, τον Van Morisson, τους Cream, τους Jethro Tull, τους Spencer Davis Group, τους Talking Heads και τους Quicksilver Messenger Service. Συνολικά δώδεκα τραγούδια φιλοξένησε στο «Ξενοδοχείο» του ο Σαββόπουλος, έχοντας δίπλα του μια All Star μπάντα, απαρτιζόμενη από Γιάννη Σπάθα (κιθάρες και μαντολίνο), τον Σταύρο Λάντσια (πλήκτρα και κρουστά), τη «Γιώτη Κιουρτσόγλου (μπάσο), όπως και μια παρέα εκλεκτών τραγουδιστών για τα φωνητικά (Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Ορφέας Περίδης, Αλκίνοος Ιωαννίδης, Νίκος Πορτοκάλογλου, Αργύρης Μπακιρτζής, Νίκος Ζιώγαλας, Ελένη Τσαλιγοπούλου, Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, Διονύσης Τσακνής, κ.ά.) και από κοντά τους πιο εκλεκτούς session μουσικούς των ελληνικών στούντιο.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος καταπιάστηκε με τον «Πλούτο» του Αριστοφάνη , ως μουσικοσυνθέτης, το καλοκαίρι του 1985 στην παράσταση του Εθνικού Θεάτρου, σε σκηνοθεσία Λούκα Ρονκόνι, στην Επίδαυρο. Το Ιούλιο του 2013 επανέρχεται με το ίδιο έργο στο αργολικό θέατρο αναλαμβάνοντας τη σκηνοθεσία, αλλά και τον πρωταγωνιστικό ρόλο πάνω σε δική του, νέα μετάφραση.
Ηταν πολιτικά ενεργός σε όλη τη σταδιοδρομία του στη μουσική. Κατά τη διάρκεια της Χούντας φυλακίστηκε δύο φορές για τις πολιτικές του πεποιθήσεις, τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 1967. Για την περίοδο που βρισκόταν στη φυλακή είχε δηλώσει: «Έχω μείνει σε ένα κελί για πάρα πολύ καιρό. Μπορεί βέβαια να ήμουν στενεμένος, αλλά ένα φως μέσα μου έγραφε τραγούδια. Το τραγούδι “Δημοσθένους λέξις” γράφτηκε εκεί. Μάλιστα ο πρώτος τίτλος του τραγουδιού ήταν “Εμβατήριο για μετέωρο φυλακισμένο”. Ανακάτεψα εκ των υστέρων τον Δημοσθένη για να ξεγελάσω τηλογοκρισία. Τους δούλεψα κανονικά! Δεν με επηρέασε η στενότης ή ο περιορισμός, πετούσα μέσα μου. Πάντα έφερνα εκείνο που συνέβη τότε και το ζούσα στο τώρα. Δεν πήγαινα στο παρελθόν. Έφερνα το παρελθόν στον παρόντα χρόνο».
Με το βιβλίο του «Γιατί τα χρόνια τρέχουν», εκδόσεις Πατάκη, 2024, ο Σαββόπουλος θα τιμήσει τα ογδόντα του χρόνια αφηγούμενος το πώς από τροβαδούρος για «τα παιδιά με τα μαλλιά και με τα μαύρα ρούχα» μετατράπηκε σε εθνικό βάρδο.
Με την αυτοβιογραφία του απευθύνεται, μεταξύ άλλων, και σε εκείνους τους οποίους δυσαρέστησε κατά καιρούς ή και σε όσους τον πίκραναν για να πει σε όλους «νερό κι αλάτι». Έχοντας πια περάσει στην αιωνιότητα, ο Διονύσης Σαββόπουλος ανακαλεί τη δεκαετία του 1960 και τη Μεταπολίτευση για να φτάσει μέχρι την ωριμότητά του. Όπως γράφει, «αυτό που λέμε Σαββόπουλος δεν υπάρχει. Ο Σαββόπουλος είναι ένας ρόλος που τον έπλασα σιγά σιγά με τα χρόνια: Ο τύπος με τα στρόγγυλα γυαλιά, τις τιράντες, αργότερα το γενάκι, που βγαίνει στη σκηνή, φτιάχνει αυτά τα τραγούδια, κάνει σχόλια και λέει ιστορίες. Είναι ο “Σάββο”, όπως τον έλεγε ο συγχωρεμένος ο Τάσος Φαληρέας. Είναι ένας άλλος. Εγώ είμαι εγώ. Χώνομαι πολλές φορές μέσα σ’ εκείνον τον άλλο. Δικός μου είναι. Χωρίς εμένα θα ήταν αέρας κοπανιστός.
Τώρα όμως τον χρειάζομαι, γιατί μεγάλωσα και θα ’θελα να δω πώς ήμουν πιτσιρίκος, πώς φέρθηκα στον επαγγελματικό μου βίο, πώς ήμουν σαν σύζυγος, πατέρας και παππούς, κι ακόμα πώς ήμουν σαν πολίτης, σαν φίλος και σαν γιος. Σ’ αυτά είναι καλός ο Σάββο».
Ας μην ξεχνάμε πως το 2025 συμπληρώθηκαν 50 χρόνια από την τηλεοπτική προβολή του ντοκιμαντέρ «Χαίρω πολύ Σαββόπουλος», από την ΕΙΡΤ σε παραγωγή Cinetic (Παπαστάθης–Χατζόπουλος) και σε σκηνοθεσία Λάκη Παπαστάθη. Ήταν μια προσπάθεια να συστηθεί στο τηλεοπτικό κοινό της χώρας ο Σαββόπουλος. Ο Λάκης Παπαστάθης, με την υποστήριξη της ομάδας Cinetic στην παραγωγή, σκηνοθέτησε ένα ντοκιμαντέρ στο οποίο καταγράφονται σημαντικές ερμηνείες, αλλά και ιδιαίτερα κινηματογραφικά στοιχεία ενδεικτικά της μουσικής και αισθητικής τόσο του Σαββόπουλου όσο και του Παπαστάθη. Το ανακάλυψαν τους τελευταίους μήνες του 2024 και τις αρχές του 2025, ο σκηνοθέτης Ηλίας Γιαννακάκης και οι άνθρωποι του Αρχείου της ΕΡΤ και προβλήθηκε στις 14 Μαΐου 2025, στο αίθριο του Μουσείου Μπενάκη / Πειραιώς 138, παρουσία του Δ. Σαββόπουλου.
Ήταν παντρεμένος με την Άσπα Αραπίδoυ με την οποία απέκτησαν δύο γιους, τoν Κoρνήλιo και τoν Ρωμανό.
Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ

