Ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας κ. Θόδωρος Σκυλακάκης μιλώντας σήμερα στο ραδιόφωνο του ΣΚΑΪ, τόνισε ότι για να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά το ζήτημα της πρόληψης των πυρκαγιών θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να υπάρξει γνώση και αξιολόγηση της έκτασης του προβλήματος, το οποίο ωστόσο επισήμανε ότι είναι διαχρονικό, δεδομένου ότι τα δάση προπαντός στην Αττική, έχουν μείνει χωρίς διαχείριση για πολλές δεκαετίες.
Ο κ. Θ. Σκυλακάκης αναφέρθηκε σε τρεις βασικούς παράγοντες που εντείνουν το πρόβλημα, οι οποίοι, όπως είπε, είναι η τεράστια καύσιμη ύλη που έχει συγκεντρωθεί στα δάση τα τελευταία 60 χρόνια, το κτίσιμο σπιτιών διάσπαρτα μέσα στα δάση, χωρίς πολεοδομική οργάνωση και συνεπώς χωρίς αντιπυρικό σχεδιασμό, καθώς και η κλιματική αλλαγή, η οποία έχει εξελιχθεί «σε κρίση χωρίς προηγούμενο». Τόνισε δε, ότι τα προσεχή χρόνια η κατάσταση, από πλευράς κλιματικής κρίσης, αναμένεται να επιδεινωθεί και θα απαιτηθεί συνδυασμός δυνάμεων για να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά, από Πολιτεία, Τοπική Αυτοδιοίκηση και πολίτες. «Πρέπει να καλύψουμε αδυναμίες πολλών δεκαετιών και η προσπάθεια οφείλει να είναι διαχρονική, αφού ξεπερνά τη μία ή τις δύο ή τις τρεις κυβερνήσεις. Παράλληλα, πρέπει να έχει μακροχρόνιο ορίζοντα για να οδηγήσει σε θετικό αποτέλεσμα» επισήμανε χαρακτηριστικά.
Μιλώντας για την πρόληψη πυρκαγιών, ο κ. Θ. Σκυλακάκης τόνισε ότι μετά τις πυρκαγιές του 2021 υπήρξε πλήρης αλλαγή πολιτικής, τονίζοντας ότι η κυβέρνηση μετέφερε τα κονδύλια από τις αναδασώσεις κατά 80% στην πρόληψη, με το πρόγραμμα Αntinero, «πρόγραμμα που αρχίζει και φέρνει αποτελέσματα» και αφορά δαπάνες άνω των 450 εκατ. ευρώ μόνο για έργα πρόληψης, τα οποία έχουν σε μεγάλο βαθμό προχωρήσει. Ωστόσο, όπως είπε, το πρόγραμμα αυτό παρά τις τεράστιες δαπάνες, καλύπτει στην Αττική και γενικότερα μόνο συγκεκριμένα σημεία, τα πιο επικίνδυνα. «Από τα περισσότερα δάση της Αττικής που μας έχουν μείνει, τα οποία είναι παλαιά, δεν έχει αφαιρεθεί η καύσιμη ύλη, ούτε έχουν υποστεί ποτέ αραιώσεις, αυτό ξεκινάει τώρα» επισήμανε.
Ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας αναφερόμενος στο πλαίσιο της δασικής μεταρρύθμισης υπογράμμισε ότι για πρώτη φορά έχουν παραγγελθεί και υλοποιούνται διαχειριστικές μελέτες για όλα τα δάση της Αττικής. «Μέχρι τώρα είχαμε μόνο μία, για το Πεντελικό, η οποία ολοκληρώθηκε και τώρα θα έχουμε για όλα. Θα δημιουργήσουμε υβριδικά σχήματα, δασικούς συνεταιρισμούς κατά κύριο λόγο, οι οποίοι μαζί με ιδιωτικές εταιρείες και μέσα από διαγωνισμούς που θα προκηρυχθούν από το τέλος του έτους-αρχές του επομένου, θα οδηγήσουν στη διαχείριση των δασών της Αττικής. Κάτι που σημαίνει ότι θα γίνονται σταθερά και μόνιμα αραιώσεις και καθαρισμοί. Αυτά δεν υπήρχαν. Είναι καινούργιες δράσεις, οι οποίες θα επεκταθούν και στην υπόλοιπη Ελλάδα».
Αναφερόμενος στον καθαρισμό των οικοπέδων τόνισε ότι φέτος ήταν η πρώτη φορά που υπήρξε πολύ μεγάλη προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση, αφού μόνο στην περιοχή που επλήγη υπήρξαν 80.000 καθαρισμένα οικόπεδα, «ένας πρωτοφανής αριθμός, ο οποίος έπαιξε μεγάλο ρόλο στο να περιοριστεί η ζημιά από την πρόσφατη πυρκαγιά στην βορειοανατολική Αττική, η οποία ήταν από τις πιο δύσκολες που έχουμε ποτέ αντιμετωπίσει, όχι από πλευράς καταστροφών– που ήταν πολύ λιγότερες από άλλες πυρκαγιές-, αλλά από πλευράς ταχύτητας εξάπλωσής της λόγω των δυνατών ανέμων», όπως είπε.
Παραμένοντας στο θέμα του καθαρισμού των οικοπέδων και στον νέο κανονισμό αντιπυρικής προστασίας, ο κ. Θ. Σκυλακάκης τόνισε ότι τα όποια προβλήματα εμφανίστηκαν είχαν να κάνουν με το γεγονός ότι «ξαφνικά κάναμε πράγματα που δεν γίνονταν για δεκαετίες», ενώ αναφερόμενος στην Τοπική Αυτοδιοίκηση επαίνεσε την προσπάθεια του Δήμου Διονύσου, ο οποίος παρότρυνε τους δημότες του να δημιουργήσουν ζώνες άμυνας γύρω από τα σπίτια τους, παρότρυνση στην οποία αυτοί ανταποκρίθηκαν. Όπως είπε μάλιστα, το 10% περίπου όλων των καθαρισμών που έγιναν στη χώρα γύρω από τα σπίτια (κανονισμός αντιπυρικής προστασίας κατοικιών), έγινε στο Διόνυσο, κάτι που βοήθησε στον περιορισμό των επιπτώσεων της πρόσφατης πυρκαγιάς. «Υπήρξε για πρώτη φορά μία συλλογική αντίδραση και όχι μόνο μία κυβερνητική αντίδραση, ενώ και οι εθελοντές δούλεψαν πολύ αποτελεσματικά σε αυτήν την πυρκαγιά» είπε.
Όσον αφορά στις ζημιές από την πρόσφατη πυρκαγιά στην βορειοανατολική Αττική, ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας επισήμανε ότι ήταν μεν σημαντικές, όχι όμως τόσο στο υψηλό δάσος, αφού από τα 100.000 στρέμματα που κάηκαν συνολικά, υψηλό δάσος αφορούσαν τα 10.000 στρέμματα. «Οι άλλες περιοχές που επλήγησαν ήταν περισσότερο θαμνώδεις και βραχώδεις, που σημαίνει ότι είναι περιοχές με πολύ ταχύτερη περίοδο ανάκαμψης, αφού αλλιώς ανακάμπτει ο θάμνος, αλλιώς ανακάμπτει το υψηλό δάσος. Το υψηλό δάσος κάνει δεκαετίες να ανακάμψει» επισήμανε χαρακτηριστικά.
Όσον αφορά στα συμπεράσματα που προέκυψαν από την πρόσφατη πυρκαγιά στη βορειοανατολική Αττική, ο κ. Θ. Σκυλακάκης τόνισε ότι η βασική αδυναμία που προέκυψε ήταν το θέμα των ρεμάτων, τα οποία αποδείχθηκε ότι λειτουργούν σαν “υπερμεταδότες φωτιάς”, όχι μόνο εκτός αστικού ιστού αλλά και εντός του. «Αυτό δεν υπήρχε στο παρελθόν, με την έννοια ότι η βλάστηση ήταν πολύ πιο “αντιπυρική” μέσα στο ρέμα όταν δεν είχαμε τόσο ξηρούς και θερμούς χειμώνες. Αυτός είναι και ο λόγος που στα Προεδρικά Διατάγματα που αφορούσαν στο πως πρέπει να γίνει η διαχείριση ενός ρέματος -παρά το γεγονός ότι αυτά είναι εξαιρετικά λεπτομερή από τις δεκαετίες του ’90 και του 2000-, δεν υπάρχει καμία πρόνοια αντιπυρικής προστασίας. Ωστόσο, τώρα ετοιμάζουμε νέα αντιπυρική μελέτη κατ’ αρχήν και στη συνέχεια νέο πρόγραμμα για την αντιπυρική διαχείριση των ρεμάτων».
Αναφερόμενος εξάλλου στο πρόγραμμα διαχείρισης δασών στην Αττική, που είναι πολύ πιο σημαντικό από τον απλό καθαρισμό, ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας τόνισε ότι κάποιος πρέπει να έχει την ευθύνη να φροντίζει τα δάση σε μόνιμη βάση. «Θα πρέπει κάποιος να εφαρμόζει τις αραιώσεις, δηλαδή όταν μεγαλώνει καινούριο δάσος να μην υπάρχουν δέκα δέντρα στο τετραγωνικό, να υπάρχει αυτό που λέει η διαχειριστική μελέτη, αυτή που έχουμε φτιάξει και που έχει εγκριθεί από την δασική υπηρεσία. Παράλληλα με τις αραιώσεις, θα υπάρχει συνεχής καθαρισμός, απομάκρυνση των σπασμένων κλαδιών και των νεκρών δέντρων, αυτών δηλαδή που λειτουργούν ως προσάναμμα. Διαχείριση σημαίνει ότι θα υπάρχει μόνιμη συντήρηση αντιπυρικών ζωνών και οδικού δικτύου. Η βιομάζα που συγκεντρώνεται, ενώ έως τώρα δεν αξιοποιείται, θα λειτουργεί σαν ένας οικονομικός πόρος (με τη σωστή διαχείριση είτε ως ξύλο είτε ως απλή βιομάζα) που επιστρέφει πίσω στο δάσος διότι αμείβεται δι’ αυτής ο διαχειριστής μαζί και με μία σημαντική επιδότηση που θα δίνουμε σε αυτόν ανάλογα με το πόση βιομάζα βγάζει από το δάσος. Αυτό που περιγράφω έχει εμπλοκή του ιδιωτικού τομέα, ο οποίος αναλαμβάνει να υλοποιήσει τις σχετικές διαχειριστικές μελέτες με τη μέγιστη δυνατή αποτελεσματικότητα και να κάνει και πολύ σημαντικές οικονομικές επενδύσεις στα εργαλεία και στις μεθόδους απομάκρυνσης αυτής της βιομάζας».
Εστιάζοντας στις δράσεις προστασίας των σπιτιών που βρίσκονται σε δάση, που ξεκίνησαν φέτος, ο κ. Θ. Σκυλακάκης τόνισε ότι θα πρέπει να γίνει ένας προσεκτικός υπολογισμός του πως εφαρμόστηκαν. «Θα πρέπει να βάλουμε πολύ πιο λεπτομερώς βαθμούς επικινδυνότητας, δεν έχουν όλες οι περιοχές τον ίδιο βαθμό επικινδυνότητας. Παράλληλα θα ιεραρχήσουμε το τι πρέπει να κάνει ο πολίτης με μεγαλύτερη ακρίβεια, με μεγαλύτερη λεπτομέρεια, για να μπορούμε να μειώσουμε και το δικό του κόστος». Στο ίδιο πλαίσιο, ανέφερε ότι ήδη η Πολιτεία διαθέτει περισσότερα από 20.000 δενδρύλλια (μεγαλωμένα) στους Δήμους, τα οποία θα πρέπει να μπουν το ταχύτερο στον αστικό και περιαστικό περιβάλλον. Παράλληλα, αναφέρθηκε και σε ένα νέο ειδικό πρόγραμμα που προετοιμάζεται άμεσα και θα ανακοινωθεί το προσεχές διάστημα, το οποίο αφορά στην αποκατάσταση των κήπων των σπιτιών στις πληγείσες περιοχές, «για να αισθανθούν οι άνθρωποι που επλήγησαν, όσο γίνεται πιο γρήγορα κάποια ανακούφιση».