«Πολύ θετική εξέλιξη» χαρακτήρισε την επίτευξη συμφωνίας στα συμπεράσματα της Συνόδου Κορυφής για το μεταναστευτικό, μετά το πέρας της Συνόδου των 27, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης.
«Η ευρωπαϊκή πολιτική στο μεταναστευτικό ήρθε πιο κοντά στις ελληνικές θέσεις» τόνισε από τις Βρυξέλλες, μετά το τέλος των εργασιών της Συνόδου Κορυφής και ξεκαθάρισε ότι δρομολογείται ευρωπαϊκό πλαίσιο, σύμφωνα με το οποίο, όποιος δεν δικαιούται άσυλο θα πρέπει να επιστρέφει στη χώρα προέλευσης.
Παράλληλα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, διαχωρίζοντας τις απόψεις που διατύπωσε ο πρώην πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς, τις χαρακτήρισε σεβαστές και επιτέθηκε σε κόμματα που κινούνται δεξιά της ΝΔ, λέγοντας ότι οι «υπερπατριώτες σε μια πραγματική κρίση, θα ήταν οι πρώτοι που θα έβαζαν την ουρά στα σκέλια».
Αναλυτικά η συνέντευξη Τύπου του πρωθυπουργού:
Γεωργία Σκιτζή (ΕΡΤ): Κύριε Πρόεδρε, η διαχείριση του μεταναστευτικού προβλήματος εξελίσσεται σε μία δύσκολη εξίσωση, όπως φάνηκε και στη σημερινή Σύνοδο. Θέλω να σας ρωτήσω εάν στην προσυνάντηση στην οποία συμμετείχατε, που έγινε με την πρωτοβουλία της Ιταλίας, της Ολλανδίας και της Αυστρίας, υπήρχαν ενδεχομένως κάποια σημεία σύγκλισης; Ποια είναι τα βασικά σημεία στα οποία καταγράφονται διαφωνίες μεταξύ των χωρών;
Κι ένα τρίτο, αν μου επιτρέπετε, πόσο θεωρείτε ότι είναι αποδεκτό ένα ευρωπαϊκό πρόβλημα, το οποίο σαφέστατα έχει και μία ανθρωπιστική διάσταση, να μην αντιμετωπίζεται συλλογικά αλλά ενδεχομένως κάποια κράτη να θέτουν και τα δικά τους εθνικά χαρακτηριστικά; Σας ευχαριστώ.
Κυριάκος Μητσοτάκης: Καταρχάς, κα Σκιτζή, το γεγονός ότι καταφέραμε να πετύχουμε συμφωνία σχετικά με τα συμπεράσματα στο κεφάλαιο του μεταναστευτικού είναι μια πολύ θετική εξέλιξη.
Και, αν μου επιτρέπετε μια γενικότερη παρατήρηση, η Ελλάδα από το 2019 υπερασπίζεται μία αυστηρή αλλά δίκαιη μεταναστευτική πολιτική, δίνοντας μεγάλη έμφαση στην εξωτερική διάσταση της μετανάστευσης, δηλαδή στην προστασία των εξωτερικών συνόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Τα προβλήματα τα οποία αντιμετωπίζει σήμερα η Πολωνία, με την εργαλειοποίηση του μεταναστευτικού προβλήματος από τη Λευκορωσία και τη Ρωσία, η Ελλάδα τα αντιμετώπισε πρώτη -θέλω να θυμίσω- τον Μάρτιο του 2020. Οπότε δείχνουμε πλήρη συμπαράσταση σε μία χώρα η οποία αντιμετωπίζει αντίστοιχα προβλήματα.
Αυτά τα χρόνια, όμως, η πολιτική της Ευρώπης στο μεταναστευτικό άλλαξε και ήρθε πολύ πιο κοντά στις ελληνικές θέσεις. Αυτό αποτελεί πια ένα αυταπόδεικτο συμπέρασμα, το οποίο προκύπτει και από τα ίδια τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.
Η εξωτερική διάσταση της μετανάστευσης, η προστασία των ευρωπαϊκών συνόρων, το Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Άσυλο, αποτελούν επιτυχίες της Ευρώπης και είναι θέσεις οι οποίες είναι κοντά στις ελληνικές θέσεις.
Η Ευρώπη έχει πάρει μία απόφαση -είναι μία απόφαση η οποία, προφανώς, εξυπηρετεί και τα ελληνικά συμφέροντα- ότι δεν είναι δυνατόν να καθορίζουν οι διακινητές ποιος θα εισέρχεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Αυτό το οποίο ερχόμαστε τώρα να συμπληρώσουμε, ως επόμενο βήμα, είναι να δρομολογήσουμε ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο για τις επιστροφές. Διότι η επιχειρηματολογία μας θα είναι πλήρης μόνο αν πούμε ότι εμείς καθορίζουμε ποιος θέλει να μπει στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά όποιος δεν μπορεί και δεν έχει θέση στην Ευρώπη γιατί δεν δικαιούται άσυλο, πρέπει να επιστρέφει στη χώρα από την οποία προήλθε.
Αυτό ακριβώς είναι το αντικείμενο και της οδηγίας που δώσαμε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, να επεξεργαστεί γρήγορα νέα ευρωπαϊκή νομοθεσία γύρω από τα ζητήματα των επιστροφών.
Άρα, θεωρώ ότι η Ευρώπη με αργά αλλά σταθερά βήματα κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση και προς μία κατεύθυνση που εξυπηρετεί σίγουρα και τις ελληνικές θέσεις.
Σπύρος Μουρελάτος (ANT1): Κύριε Πρόεδρε, ήθελα να σας ρωτήσω για την ιταλική περίπτωση. Η Ιταλία δημιουργεί κέντρα φιλοξενίας στην Αλβανία. Εσείς εμφανιστήκατε στη συνέντευξή σας στους «Financial Times» σκεπτικός. Ήθελα να ρωτήσω, εάν άλλαζε η ευρωπαϊκή νομοθεσία θα ήσασταν σύμφωνος με μια τέτοια πρακτική; Τι αντιπροτείνετε εσείς αν θεωρείτε πως δεν είναι παραγωγικό το παράδειγμα της Ιταλίας; Τι αντιπροτείνετε για τις επιστροφές καθώς έχουμε δει ότι και στο δίπολο με την Τουρκία αυτό δεν λειτουργεί.
Κυριάκος Μητσοτάκης: Καταρχάς να ξεκαθαρίσουμε τι κάνει και τι δεν κάνει η Ιταλία, γιατί προφανώς κάθε χώρα έχει και τις δικές της ιδιαιτερότητες.
Είναι μια καινούργια, ενδιαφέρουσα, θα έλεγα, λύση -εγώ δεν την απέρριψα σε καμία περίπτωση- για τις περιπτώσεις εκείνες των μεταναστών οι οποίοι συλλέγονται σε διεθνή ύδατα -η Ελλάδα κατά τεκμήριο δεν έχει τέτοιου είδους ζητήματα- και των οποίων οι αιτήσεις ασύλου θα τύχουν επεξεργασίας, με βάση το ιταλικό δίκαιο, στην Αλβανία. Όμως, οι άνθρωποι αυτοί, τελικά, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο θα περάσουν πάλι μέσα από την Ιταλία.
Και ,να το τονίσω αυτό, είναι μια διμερής συμφωνία μεταξύ Ιταλίας και Αλβανίας. Δεν είναι μια απόφαση η οποία, σε αυτό το επίπεδο, έχει ευρωπαϊκή διάσταση.
Αυτό το οποίο έχει αξία, κ. Μουρελάτε, είναι ότι στην επιστολή της κυρίας von der Leyen, για τις επιστροφές υπάρχει μια φράση ότι «θα εξετάσουμε και καινοτόμες λύσεις». Και μέσα στις καινοτόμες λύσεις που μπορούν να εξεταστούν είναι και αυτή η ιδέα των κέντρων εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα οποία θα αποστέλλονται μετανάστες, των οποίων οι αιτήσεις ασύλου θα απορρίπτονται, εάν αυτοί δεν μπορούν να επιστραφούν κατευθείαν στις χώρες προέλευσής τους.
Αυτό είναι ακόμα μια ιδέα, δεν έχει τύχει επεξεργασίας. Επί της αρχής τη βρίσκω θετική. Και προφανώς όταν δούμε τις συγκεκριμένες προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής θα μπορούμε να τοποθετηθούμε.
Μαρία Ψαρά (STAR): Θα μου επιτρέψετε να κάνω ένα follow-up, μπορεί να έχετε απαντήσει: αν είστε υπέρ ή κατά των κλειστών κέντρων σε τρίτες χώρες για το μεταναστευτικό.
Τώρα, η ερώτησή μου αφορά τη συμφωνία Ευρωπαϊκής Ένωσης – Τουρκίας. Προβλέπονταν επιστροφές, αλλά δεν έγιναν ποτέ. Έχετε κάνει κάποια πρόταση για να αλλάξει αυτή η στάση της Τουρκίας;
Κυριάκος Μητσοτάκης: Είναι σωστό αυτό το οποίο επισημαίνετε. Έχω τονίσει πολλές φορές ότι έχει βελτιωθεί η συνεργασία μας με την Τουρκία στο επίπεδο του προσφυγικού-μεταναστευτικού, αυτό αφορά όμως την επιχειρησιακή διάσταση και την καλύτερη συνεργασία μεταξύ των κρατικών αρχών Ελλάδος και Τουρκίας και κυρίως την καλύτερη συνεργασία με το Λιμενικό.
Όμως έχετε δίκιο να επισημαίνετε ότι επιστροφές στην Τουρκία δεν γίνονται. Και θα πρέπει να γίνουν. Προφανώς αυτό είναι ένα ζήτημα το οποίο μας απασχολεί, το θίγουμε στην Τουρκία, δεν είμαστε μόνο εμείς αυτοί που το θίγουμε, και πιστεύω ότι είναι ένα ζήτημα στο οποίο πρέπει να επιμείνουμε.
Η Ελλάδα κάνει επιστροφές, αλλά θέλω να τονίσω ότι οι επιστροφές είναι μία δύσκολη διαδικασία συνολικά, όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Στατιστικά μόνο ένας στους πέντε από αυτούς που πρέπει να επιστρέψουν στις χώρες προέλευσης, τελικά επιστρέφουν.
Γ’ αυτό έχει τόσο μεγάλη σημασία το γεγονός ότι η Ευρώπη και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο έρχεται και αναγνωρίζει αυτό το πρόβλημα και λέει ουσιαστικά, για να το πω με πολύ απλά λόγια, ότι «αν δεν δικαιούσαι να μπεις στην Ευρώπη πρέπει να γυρίσεις».
Και αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να μπορέσουμε να στείλουμε ένα μήνυμα και στους διακινητές αλλά και σε αυτούς που γνωρίζουν ότι δεν δικαιούνται άσυλο, ότι αν έρθουν στην Ευρώπη έχουν αυξημένες πιθανότητες να επιστρέψουν στην χώρα από την οποία ήρθαν.
Είναι μία απολύτως σωστή πολιτική. Η Ελλάδα επέμενε πολλά χρόνια σε αυτή τη διάσταση, την οποία τονίζω ότι ερχόμαστε να συμπληρώσουμε με συμφωνίες νόμιμης μετανάστευσης, διμερείς, όπως αυτές που κάνει η Ελλάδα. Αλλά εκεί πάλι, τους όρους με τους οποίους θα έρθει κάποιος οικονομικός μετανάστης τους καθορίζουμε εμείς και όχι οι διακινητές.
Αν μπεις παράνομα στην Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να υπάρχει τρόπος να γυρίσεις πίσω στη χώρα από την οποία ξεκίνησες. Για να το πω πολύ απλά και πολύ απλοϊκά θα έλεγα, αυτό είναι το νόημα της νέας προσπάθειας που πρέπει να κάνουμε ως Ευρωπαϊκή Ένωση. Η οποία πρέπει να συμπληρώσει και νομοθετικά, όπως ξέρετε, το Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Άσυλο, καθώς το κεφάλαιο αυτό το είχαμε αφήσει εκτός των ευρωπαϊκών συζητήσεων.
Μαρία Ψαρά (STAR): (Ομιλία μακριά από το μικρόφωνο)
Κυριάκος Μητσοτάκης: Όπως σας είπα, δεν είμαι επί της αρχής αντίθετος σε καμία καινοτόμα πρόταση και πρέπει να τις εξετάσουμε, πρέπει να «σκεφτούμε έξω από το κουτί». Έχουμε πρόβλημα σήμερα ως Ευρώπη. Έχουμε ένα πρόβλημα το οποίο πρέπει να το αντιμετωπίσουμε.
Και θέλω να θυμίσω ότι πολλά από αυτά τα οποία λέγαμε εμείς πριν από τέσσερα, πέντε χρόνια, φάνταζαν τότε πολύ ξένα. Όταν εμείς είπαμε, τον Μάρτιο του 2020, «αναστέλλουμε προσωρινά τη διαδικασία χορήγησης ασύλου, γιατί δεχόμαστε μία υβριδική απειλή από την Τουρκία», κάποιοι μας στραβοκοίταξαν. Πολλοί δικαιωματιστές έλεγαν «τι είναι αυτά τα οποία κάνετε τώρα;».
Τώρα που η Πολωνία έχει το ίδιο πρόβλημα, όλοι σπεύδουν να τη στηρίξουν. Άρα, η Ευρώπη έχει έρθει πιο κοντά στις εθνικές θέσεις στο ζήτημα του μεταναστευτικού.
Γιάννης Καντέλης (ΣΚΑΙ): Θα ήθελα να σας πάω σε μία άλλη διάσταση των ελληνοτουρκικών, διότι στις 8 Νοεμβρίου θα βρίσκεται στην Αθήνα ο κ. Fidan και θα διερευνήσει με τον κ. Γεραπετρίτη κατά πόσο οι δύο χώρες μπορούν να συμφωνήσουν στο πλαίσιο του διαλόγου, αν μπορούν να καταλήξουν σε ένα συνυποσχετικό για τη Χάγη για τη βασική διαφορά που έχουμε, για τις θαλάσσιες ζώνες. Και θα ήθελα να μου πείτε πόσο αισιόδοξος είστε γι’ αυτή την πορεία της συζήτησης.
Και ένα σχόλιο, σας παρακαλώ, διότι την ίδια στιγμή υπάρχουν φωνές στη χώρα που μιλούν για «ξεπουλήματα», που μιλούν για «πακέτο Κύπρου και Αιγαίου». Μάλιστα, σε αυτές τις φωνές ήρθε να προστεθεί και αυτή του πρώην Πρωθυπουργού, του κ. Σαμαρά.
Κυριάκος Μητσοτάκης: Καταρχάς, επιτρέψτε μου να κάνω μία διάκριση μεταξύ των απόψεων του κ. Σαμαρά και των υπόλοιπων φωνών που ακούγονται γύρω από τα ζητήματα αυτά.
Για τον κ. Σαμαρά, θα πω ότι οι απόψεις του είναι σεβαστές. Θέλω να θυμίσω, ήταν τέως Πρωθυπουργός, ήταν άνθρωπος ο οποίος συναντήθηκε με τον κ. Erdoğan και επί διακυβέρνησης του κ. Σαμαρά και με Υπουργό τον κ. Βενιζέλο γινόντουσαν και διερευνητικές επαφές. Απλά για να υπενθυμίσω λίγο τι συνέβαινε εκείνη την περίοδο.
Τώρα, όμως, αφήνω στην άκρη αυτό το θέμα. Διαπιστώνω ότι υπάρχουν πολλές εξαιρετικά ακραίες φωνές στην Ελλάδα, από κόμματα τα οποία βρίσκονται στα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας και από διάφορα μέσα μαζικής ενημέρωσης, τα οποία περίπου κατηγορούν την κυβέρνηση, εμένα, τον Υπουργό Εξωτερικών, ότι είμαστε «μειοδότες», γιατί κάνουμε τι; Γιατί συζητάμε με την Τουρκία;
Αναρωτιέμαι: πού ήταν όλοι αυτοί οι υπερπατριώτες όταν εμείς προστατεύαμε τα σύνορα της Ελλάδος στον Έβρο; Πού ήταν όλοι αυτοί οι υπερπατριώτες όταν εμείς επεκτείναμε τα χωρικά ύδατα στα 12 μίλια στο Ιόνιο; Όταν υπογράφαμε την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη με την Αίγυπτο, δημιουργώντας κυριαρχικά δικαιώματα με τη βούλα, με το νόμο; Πού ήταν όλοι αυτοί οι υπερπατριώτες όταν αγοράζαμε τις Belh@rra, τα Rafale; Όταν κάναμε την παραγγελία για τα F-35;
Έχω μιλήσει και στο παρελθόν για «πατριώτες της φακής». Και, εν πάση περιπτώσει, σήμερα η Ελλάδα είναι σε θέση να συζητά με την Τουρκία πολιτισμένα, αλλά και σε μία θέση πολύ πιο ισχυρή απ’ ό,τι ήταν το 2019. Και το ότι το συζητάμε δεν σημαίνει ότι συμφωνούμε. Ούτε ξεπουλάμε, ούτε προδίδουμε κανέναν.
Η χώρα έχει πληρώσει πολύ ακριβά στην ιστορία της αυτή την ακραία ρητορική, η οποία δεν υπηρετεί τελικά τα εθνικά συμφέροντα και σίγουρα δεν κομίζει και καμία ουσιαστική εναλλακτική στο τραπέζι.
Η Ελλάδα, λοιπόν, και σε αυτό στηρίζω απόλυτα τον Υπουργό Εξωτερικών, θα εξακολουθεί να συνομιλεί με την Τουρκία, όπως το έχουμε ήδη κάνει. Έχω συναντηθεί έξι φορές με τον κ. Erdoğan. Αυτό δεν σημαίνει ότι έχουμε συμφωνήσει ή ότι είμαστε κοντά σε μία συμφωνία για τα ζητήματα των θαλασσίων ζωνών, ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας.
Έχουμε πολύ δρόμο ακόμα να διανύσουμε για να φτάσουμε σε αυτό το σημείο, αλλά ήθελα να δώσω αυτή τη λίγο πιο εκτεταμένη απάντηση προς όλους αυτούς οι οποίοι θεωρούν τους εαυτούς τους πιο πατριώτες από ότι είμαστε όλοι εμείς. Υποψιάζομαι ότι σε μία πραγματική κρίση θα ήταν οι πρώτοι που θα έβαζαν την ουρά στα σκέλια.
Νίκος Αρμένης (ΑΠΕ – MEGA): Κύριε Πρόεδρε, η ακρίβεια εξακολουθεί να πιέζει νοικοκυριά και επιχειρήσεις, ειδικά με τους λογαριασμούς του ηλεκτρικού ρεύματος. Θέλω να ρωτήσω αν συζητήσατε το θέμα της ανταγωνιστικότητας ή το αφήσατε για το άτυπο Συμβούλιο της Βουδαπέστης, δεδομένου ότι είχατε στείλει πρόσφατα κι αυτή την επιστολή στην κα von der Leyen, όπου επισημάνατε τις μεγάλες στρεβλώσεις στη χονδρική αγορά ενέργειας σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Κυριάκος Μητσοτάκης: Η επιστολή αυτή είχε αποτέλεσμα, διότι πια υπάρχει στα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου μια παράγραφος η οποία δίνει σαφή εντολή στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να διερευνήσει τις στρεβλώσεις που παρατηρήθηκαν στην αγορά ενέργειας, όχι μόνο στην Ελλάδα, σε όλη τη Νοτιοανατολική Ευρώπη, για δύο μήνες το περασμένο καλοκαίρι.
Είναι στρεβλώσεις οι οποίες δεν εξηγούνται εύκολα, που έχουν να κάνουν με τον εξαιρετικά περίπλοκο τρόπο που είναι δομημένη η ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας. Είναι, όμως, πολύ παράξενο, όχι για κάποιες ώρες ή για κάποιες μέρες, αλλά για δύο μήνες μία ολόκληρη περιοχή της Ευρώπης -δεν αναφέρομαι μόνο στην Ελλάδα- να πληρώνει τιμές ρεύματος πολύ υψηλότερες από την υπόλοιπη Ευρώπη, σε μία υποτίθεται ενιαία αγορά, χωρίς να έχουν αυξηθεί οι τιμές του φυσικού αερίου.
Άρα, το αίτημά μας έγινε δεκτό από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και αναμένουμε άμεσα τις προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί αυτή η στρέβλωση.
Γιώργος Παπακωνσταντίνου (Action24): Καλησπέρα, κ. Πρόεδρε. Θα παραμείνω στο πεδίο της οικονομίας. Σήμερα δημοσιοποιήθηκαν από την ΕΛΣΤΑΤ τα αναθεωρημένα στοιχεία για την πορεία του ΑΕΠ. Εκεί φαίνεται ότι η αρχική εκτίμηση αναθεωρείται προς τα πάνω, το ΑΕΠ αυξάνεται κατά 5 δισεκατομμύρια και εξίσου αυξάνονται και οι επενδύσεις. Και θέλω να σας ρωτήσω τι σηματοδοτούν αυτά τα στοιχεία για την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης, για τον οικονομικό της σχεδιασμό, αν τον αλλάζουμε ή πόσες παραπάνω ευκαιρίες δημιουργούνται; Σας ευχαριστώ.
Κυριάκος Μητσοτάκης: Θα ανησυχούσα αν συνέβαινε το ανάποδο. Όπως ξέρετε, η ΕΛΣΤΑΤ σε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα προχωρά σε μία συνολική αναθεώρηση των οικονομικών στοιχείων, συμπεριλαμβανομένου και του ΑΕΠ. Και είναι πολύ ενθαρρυντικό το γεγονός ότι τα τελικά στοιχεία του ΑΕΠ δείχνουν ότι η ανάπτυξη την οποία πέτυχε η κυβέρνησή μας ήταν ακόμα υψηλότερη από αυτή την οποία γνωρίζαμε, όπως τουλάχιστον είχε αποτυπωθεί από τα προηγούμενα στοιχεία.
Δεν αλλάζει κάτι στην οικονομική μας πολιτική, απλά τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώνουν ότι η ελληνική οικονομία έχει μία ισχυρή αναπτυξιακή δυναμική, ότι αυτή η αναπτυξιακή δυναμική δεν τροφοδοτείται μόνο από την κατανάλωση, όπως συνέβαινε συχνά στο παρελθόν, αλλά σημαντικό ρόλο σε αυτή τη δυναμική παίζουν και οι επενδύσεις.
Και θα έλεγα ότι είναι μια επιβεβαίωση της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης και σίγουρα ένα ενθαρρυντικό μήνυμα, το οποίο, τελικά, επειδή αλλάζει όλη η βάση του ΑΕΠ, θα αποτυπωθεί και στους δείκτες, όπως ο δείκτης του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ, αλλά και σε όλα τα στατιστικά δεδομένα τα οποία λαμβάνουν υπόψη το κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Αν αυξάνεται αυτό προφανώς βελτιώνεται συνολικά η θέση της χώρας, και συγκριτικά με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, σε όλους αυτούς τους δείκτες.
Ολόκληρη η συνέντευξη Τύπου του Κυριάκου Μητσοτάκη στις Βρυξέλλες: