Τα θέματα της οικονομίας τίθενται στο επίκεντρο της συνέντευξης του υπουργού Επικρατείας, Άκη Σκέρτσου, στην «Αυγή της Κυριακής». Ξεκινώντας, αναλυτικά, από τα θέματα φορολογίας, «υλοποιούμε την προεκλογική μας δέσμευση να καταργήσουμε το τέλος επιτηδεύματος – μάλιστα το κάνουμε νωρίτερα σταδιακά από το 2024- αυξάνοντας ταυτόχρονα τη φορολογική συμμόρφωση, όπως επανειλημμένα ορίσαμε ως προαπαιτούμενο», ανέφερε.
Όπως διευκρίνισε, «δεν υπάρχει ούτε πρέπει να γίνεται στοχοποίηση της συγκεκριμένης επαγγελματικής κατηγορίας. Δεν είναι καθ’ έξιν φοροφυγάδες οι ελεύθεροι επαγγελματίες. Τους κανόνες του παιχνιδιού τούς θέτει πάντα το κράτος και οι πολίτες προσαρμόζονται σε αυτούς. Αν έχουμε αφήσει τρύπες φοροδιαφυγής είναι ευθύνη της πολιτείας που το επιτρέψαμε διαχρονικά να συμβαίνει, ευθύνη της πολιτείας και να το διορθώσει».
Σύμφωνα με τον κ. Σκέρτσο, «την ευρωπαϊκή ταυτότητα, που επικαλούνται ορισμένοι και από την αντιπολίτευση, δεν την επιλέγουμε α λα καρτ. Το σύστημα που εισηγούμαστε δεν αποτελεί κάποια καινοτομία. Έτσι φορολογούνται οι ελεύθεροι επαγγελματίες και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως στη Γαλλία και στην Ιταλία. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης γκρινιάζουν για τη φοροδιαφυγή όμως δεν εισφέρουν καμία απολύτως ρεαλιστική εναλλακτική πρόταση για την αντιμετώπισή της».
«Πρακτικά κλείνουμε τρύπες του φορολογικού συστήματος χωρίς να αυξάνουμε φόρους αλλά επιβάλλοντας μία πιο δίκαιη συμμετοχή στα φορολογικά βάρη με βάση τα πραγματικά εισοδήματα του κάθε πολίτη. Με εξαιρέσεις ώστε να αποφευχθούν αδικίες, όπως η εξαίρεση των νέων επιχειρηματιών, των ΑμεΑ ή των κατοίκων μικρών κοινοτήτων, ενώ πάντα υπάρχει η δυνατότητα αμφισβήτησης της εύλογης αμοιβής καθώς το τεκμαρτό εισόδημα είναι μαχητό», πρόσθεσε.
«Είμαστε ανοιχτοί σε τεκμηριωμένες προτάσεις βελτίωσης των ρυθμίσεων αλλά η βασική φιλοσοφία τους δεν πρόκειται να αλλάξει. Είναι ζήτημα φορολογικής δικαιοσύνης και είναι απορίας άξιο πώς η αντιπολίτευση συμβιβάζεται με μία κοινωνικά άδικη πραγματικότητα που καταγράφει περίπου 500.000 συμπολίτες μας, οι οποίοι επιλέγουν το ελεύθερο επάγγελμα και δηλώνουν χαμηλότερο ετήσιο εισόδημα από αυτό των υπαλλήλων τους με κατώτατο μισθό», σημείωσε ο υπουργός Επικρατείας.
Κληθείς, εξάλλου, να σχολιάσει την κριτική ότι το νέο φορολογικό νομοσχέδιο θέτει στο στόχαστρο τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις τόνισε: «Άλλη μία παρανόηση – ηθελημένη ή μη – εκ μέρους της αντιπολίτευσης. Οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις έχουν ωφεληθεί από τις πολιτικές αυτής της κυβέρνησης, από τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών και της φορολογίας εισοδήματος, τα κίνητρα και τις ενισχύσεις που παρέχουμε για τον ψηφιακό και πράσινο μετασχηματισμό τους ώστε να είναι πιο παραγωγικές, ανθεκτικές και εξωστρεφείς. Αν δεν συνέβαινε αυτό, να είστε σίγουροι πως θα είχε καταγραφεί στις κάλπες η αποδοκιμασία τους».
«Χρειάζεται μία εθνική συμφωνία και συμμαχία για τον περιορισμό της φοροδιαφυγής. Δεν πρέπει να ξεχνάμε τις ιδιαιτερότητες της χώρας: Το υψηλό δημόσιο χρέος που – παρά το πανευρωπαϊκό ρεκόρ που καταγράψαμε στους ρυθμούς μείωσής του – πρέπει να συνεχίζει να πέφτει εφαρμόζοντας μία πολιτική δημοσιονομικής υπευθυνότητας. Έχουμε υψηλές αμυντικές δαπάνες λόγω της γεωγραφική μας θέσης και των προκλήσεων στα σύνορά μας, υψηλή δαπάνη συντάξεων λόγω της εθνικής δημογραφίας μας με έναν πληθυσμό που γερνάει. Μόνον έτσι θα μπορέσουμε να αυξήσουμε τις δαπάνες στη δημόσια υγεία και τη δημόσια παιδεία», επεσήμανε ο κ. Σκέρτσος.
Έριξε, δε, το γάντι στην αντιπολίτευση, υποστηρίζοντας πως «απέναντι σε όλες αυτές τις μεγάλες εθνικές προκλήσεις μάς λέει μόνο ποιους φόρους θα κόψει, ξεχνάει να μας πει ποιους φόρους θα αυξήσει ώστε να μη γυρίσουμε ξανά σε δημοσιονομικά ελλείμματα και χρέη. Όσο για τη θέση του νέου αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ για οριζόντια απαλλαγή των ελεύθερων επαγγελματιών των εισοδημάτων έως 10.000 ευρώ, δείχνει πόση απόσταση χωρίζει πλέον τον ΣΥΡΙΖΑ από δήθεν καταστατικές του αρχές, όπως η φορολογική δικαιοσύνη».
Στο μέτωπο της ακρίβειας αναγνώρισε εν πρώτοις «πόσο δύσκολη είναι η καθημερινότητα πολιτών εξαιτίας τής -κατά κύριο λόγο- εισαγόμενης ακρίβειας. Γι’ αυτό άλλωστε προσθέτουμε συνεχώς μέτρα στη φαρέτρα μας για να στηρίξουμε τα ελληνικά νοικοκυριά και πρωτίστως τους πιο ευάλωτους. Θυμίζω το “Καλάθι του νοικοκυριού”, το “Market pass” -που τόσο λοιδορήθηκαν από την αντιπολίτευση- και τώρα τη “Μόνιμη Μείωση τουλάχιστον 5% των Τιμών” που εφαρμόζεται σε σχεδόν 650 προϊόντα».
Όμως, «προφανώς δεν λύνουν το πρόβλημα αλλά είναι μία σημαντική ανακούφιση για τον οικογενειακό προϋπολογισμό. Οι αυξήσεις αντιμετωπίζονται, επίσης, με ελέγχους και πρόστιμα. Δεν έχουμε κανένα πρόβλημα να συγκρουστούμε με εταιρείες κολοσσούς. Το κάναμε πρόσφατα. Κανένα κερδοσκοπικό παιχνίδι στην πλάτη των καταναλωτών, είναι το μήνυμά μας», υπογράμμισε.
Στην ερώτηση πώς απαντά η κυβέρνηση στις κατηγορίες περί «πάρτι απευθείας αναθέσεων», ο υπουργός Επικρατείας ανέφερε: «Σύμφωνα με το Κεντρικό Ηλεκτρονικό Μητρώο Δημοσίων Συμβάσεων, από το 2020 έως το 2022 δόθηκαν 18,5 δισ. με ανοιχτούς διαγωνισμούς και 6,7 δισ. με απευθείας αναθέσεις οι οποίες είχαν να κάνουν κυρίως με την πανδημία, έγιναν δηλαδή υπό πρωτοφανείς συνθήκες μεγάλων ελλείψεων και οξύτατου ανταγωνισμού στις διεθνείς αγορές για να καλυφθούν οι έκτακτες ανάγκες σε μάσκες, εξοπλισμό ΜΕΘ, εμβόλια, σελφ τεστ κ.λπ. Οι προμήθειες έγιναν υπό πλήρη νομιμότητα και με την έγκριση του Ελεγκτικού Συνεδρίου».
«Έχουμε αναγνωρίσει ότι διαχρονικά υπάρχει όντως μία κακή πρακτική με τις απευθείας δημόσιες αναθέσεις», σημείωσε και θύμισε ότι «επί ΣΥΡΙΖΑ, στη διετία 2018-2019, από σύνολο 10 δισ. απευθείας αναθέσεων μόλις τα 2,1 δόθηκαν με ανοιχτούς διαγωνισμούς, το 80% δηλαδή ήταν απευθείας αναθέσεις σε μία περίοδο χωρίς παγκόσμιες κρίσεις. Σε κάθε περίπτωση, έχουμε δεσμευτεί να θεσπίσουμε νέο πλαίσιο για τις αναθέσεις και τις δημόσιες προμήθειες».
Τέλος, για την υπόθεση των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων επανέλαβε «κάτι που έχει ειπωθεί δημοσίως πολλές φορές από τα πλέον επίσημα χείλη, του πρωθυπουργού: Ό,τι έπρεπε να κάνουμε πολιτικά και κοινοβουλευτικά, το κάναμε. Η πράγματι πολύ σοβαρή αυτή υπόθεση είναι στα χέρια της δικαιοσύνης, μάλιστα στον ανώτατο βαθμό που θα την κρίνει. Συζήτηση με διαρροές δεν τιμά κανέναν».