Για την παρέμβαση στα τιμολόγια ρεύματος, το Κυπριακό και το κλίμα προσέγγισης μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας, τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά και την υποψηφιότητα της Άννας Διαμαντοπούλου για την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ μίλησε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Παύλος Μαρινάκης, στον ραδιοφωνικό σταθμό talk 9,89.
«Υπάρχει ένας διαχωρισμός της χονδρικής τιμής και της λιανικής τιμής ρεύματος. Στη λιανική τιμή, δηλαδή, οι τιμές τις οποίες βλέπουν οι καταναλωτές, τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις, η Ελλάδα είναι κατά πολύ κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και εδώ και έξι, και μάλλον επτά μήνες, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, έχουν επιστρέψει στις τιμές προ κρίσης. Προ, δηλαδή, ενεργειακής κρίσης που είχαμε αυξημένες τιμές στο ρεύμα. Κληθήκαμε να δώσουμε δέκα δισεκατομμύρια ευρώ για να στηρίξουμε νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Τα πολύχρωμα τιμολόγια έχουν αποδώσει σε σημείο μείωσης τιμών, σε σχέση με τον Δεκέμβριο του ’23 και μεσοσταθμικά Ιανουάριο-Ιούνιο του ’24, έχουμε μείωση από 10 έως 15% στις τιμές του ρεύματος που βλέπουν οι πολίτες», εξήγησε ο κ. Μαρινάκης σχετικά με την παρέμβαση στο ρεύμα για τα τιμολόγια του Αυγούστου.
Επίσης, ανέφερε ότι «οι αυξημένες τιμές χονδρικής, οι οποίες αυξήσεις οφείλονται σε συγκεκριμένους παράγοντες που δεν αφορούν μόνο την Ελλάδα, αλλά την ευρύτερη γειτονιά μας, αν δει κανείς τον χάρτη, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, θα οδηγούσαν σε αυξημένα τιμολόγια τον Αύγουστο. Για να αποφύγουν, λοιπόν, οι καταναλωτές να πληρώσουν αυτές τις αυξήσεις, που φαίνεται ότι δεν θα είναι διαρκείς, το ξαναλέω, -το «φαίνεται» θα το βλέπουμε μήνα-μήνα, εφόσον υπάρξει ανάγκη και για επόμενη παρέμβαση, προφανώς θα το εξετάσουμε, αλλά οι προβλέψεις είναι για τον Αύγουστο, θα προβούμε σε αυτό το μέτρο του έκτακτου τέλους στις εταιρείες φυσικού αερίου, ούτως ώστε, από τα χρήματα αυτά να επιδοτηθεί κάθε πιθανή αύξηση στα τιμολόγια των καταναλωτών του Αυγούστου. Αυτό, λοιπόν, το κάνουμε άπαξ. Όμως, είμαστε εδώ για να παρακολουθούμε τις τιμές της χονδρικής κι εφόσον δούμε ότι αυτό το πρόβλημα επιμένει, γιατί φαίνεται ότι δεν είναι το διαρκές πρόβλημα το οποίο είχαμε πριν από ένα κι ενάμιση χρόνο, θα εξετάσουμε νέα παρέμβαση. Αυτήν τη στιγμή, όμως, δεν υπάρχει κάποιος λόγος ανησυχίας για κάτι παρατεταμένο, γιατί φαίνεται ότι η αιτία αυτής της αύξησης, οι αιτίες αυτής της αύξησης, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι δεν θα είναι μια αύξηση που θα κρατήσει».
Απαντώντας σε διευκρινιστικές ερωτήσεις, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος σημείωσε ότι «το σταθερό τιμολόγιο δεν θα έχει αύξηση. Το σταθερό τιμολόγιο το συμφώνησε κάποιος 1/1/2024 και θα το έχει για τον χρόνο, τέλος πάντων, που είναι. Έναν χρόνο αν δεν κάνω λάθος. Άρα, εκεί δεν υπάρχει λόγος επιδότησης. Αυτός που έχει το μπλε τιμολόγιο δεν θα δει κάποια αύξηση. Άρα, χρειάζεται και κάποια επιδότηση». «Η ουσία ποια είναι; Γιατί αυτό πρέπει να κρατήσουν αυτοί που μας ακούνε. Ότι ο πολίτης, ο καταναλωτής, δεν θα πληρώσει, έστω και για έναν μήνα που μπορεί να υπάρξει θέμα, το παραπάνω ρεύμα, την παραπάνω, δηλαδή, χρέωση για ρεύμα, από αυτήν την οποία πλήρωνε στα προ κρίσης επίπεδα. Και έχουμε και λόγο να λέμε ότι αυτή η πολιτική αποδίδει, πρώτον γιατί στα πολύ δύσκολα βρήκαμε, και από υπερφορολόγηση και χωρίς να εκτραπούν τα δημοσιονομικά, δέκα δισ. δώσαμε, κύριε Ευγενίδη, και τώρα δεν κινηθήκαμε κατόπιν εορτής που λέει η αντιπολίτευση. Ενώ αποδίδει η πολιτική μας και για έξι, επτά μήνες έχουμε φθηνότερο ρεύμα, τον έναν μήνα που φαίνεται ότι δεν θα είχαμε φθηνότερο ρεύμα, ερχόμαστε να στηρίξουμε τους καταναλωτές», τόνισε.
Σχετικά με τις δηλώσεις του υπουργού Εθνικής Άμυνας, Νίκου Δένδια, από την Κύπρο και απαντώντας σε σχετική ερώτηση, ο κ. Μαρινάκης επεσήμανε: «Εγώ δεν βλέπω καμία υπονόμευση και δεν υπάρχει και κανένα απολύτως θέμα έκφρασης διαφορετικών θέσεων. Η ελληνική θέση είναι ξεκάθαρη. Διατυπώνεται από το σύνολο των μελών της κυβέρνησης, αλλά νομίζω και από το σύνολο των Ελλήνων πολιτών. Θα τη διατυπώσει και ο πρωθυπουργός σε μια ιστορικής σημασίας ομιλία του το Σάββατο στην Κύπρο, σε μια μέρα νομίζω που οι μνήμες, ειδικά για τους ανθρώπους που πέρασαν όλα όσα πέρασαν πριν από 50 χρόνια και ακόμα πολλοί εξ’ αυτών έχουν αγνοούμενους, μια μαύρη επέτειος, μια μαύρη μέρα μνήμης η 20η Ιουλίου και συνολικά όλες αυτές οι μέρες του 1974. Η ελληνική θέση είναι ξεκάθαρη. Η ιστορία δεν μπορεί να γραφτεί ξανά. Ελλάδα και Κύπρος, ένα έθνος, ζητάνε μια λύση η οποία θα κοιτάει στο μέλλον. Πάντοτε, όμως, μια λύση, η οποία θα είναι στο πλαίσιο των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών. Δεν μπορούμε να μιλάμε για μια λύση δύο κρατών. Μιλάμε για μια δικοινοτική, διζωνική Ομοσπονδία. Είναι ανάγκη η Κύπρος να σταματήσει να είναι η τελευταία διαιρεμένη χώρα με ένα μέρος της υπό κατοχή. Όλα αυτά έχουν διατυπωθεί σε όλα τα επίπεδα και από τον Έλληνα πρωθυπουργό και από τον υπουργό Εξωτερικών, κ. Γιώργο Γεραπετρίτη, με σαφήνεια και δεν νομίζω ότι υπάρχει και κανένα θέμα -επαναλαμβάνω- διατύπωσης διαφορετικών θέσεων. Εγώ αυτό που θα σας πω είναι ότι επειδή πήγα τις προηγούμενες μέρες στην Κύπρο και θα έχω και την ευκαιρία και την τιμή να είμαι μαζί με τον πρωθυπουργό το Σάββατο, χρειάζεται -το ξαναλέω- να κοιτάξουμε μπροστά. Εμείς πιστεύουμε στο θετικό κλίμα που υπάρχει με την Τουρκία. Θεωρούμε ότι έχει οφέλη. Όμως, προς Θεού, για να μην παρεξηγήσει κανείς, η Ελλάδα δεν πρόκειται να υποχωρήσει σπιθαμή από τα κυριαρχικά δικαιώματά της, από τις θέσεις της, δεν πρόκειται να μπει ποτέ σε συζήτηση για τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Έχουμε πίστη στον διάλογο, αλλά με ξεκάθαρες τις θέσεις της χώρας μας και εδώ η θέση η ελληνική είναι η θέση η κυπριακή, είναι η θέση η οποία υπαγορεύεται και από την ιστορική αλήθεια, αλλά είναι και μια θέση η οποία επιθυμεί πραγματικά μια λύση στο πλαίσιο που σας περιέγραψα».
Στη συνέχεια και αναφορικά με τη χθεσινή επίθεση του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Παύλου Πολάκη στη γραμματέα της ΝΔ, Μαρία Συρεγγέλα, ο κ. Μαρινάκης έκανε της εξής αποτίμηση: «Νομίζω ότι αυτό το οποίο συνέβη χθες ήταν ο καλύτερος τρόπος για να πείσει κάποιον τι συμβαίνει τα τελευταία χρόνια με όλη αυτήν την ευρύτερη υποκρισία σχετικά με τον ΣΥΡΙΖΑ. Ήταν ο απόλυτος πολιτικός και όχι μόνο πολιτικός σουρεαλισμός. Τη στιγμή, δηλαδή, που έπαιρνε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, ως «συνήγορος», του κ. Πολάκη να ζητήσει συγγνώμη, την ίδια στιγμή, λίγα λεπτά πριν, ο κ. Πολάκης έκανε μια ανάρτηση που όχι απλώς δεν έπαιρνε αποστάσεις από την προχθεσινή του στάση, αλλά την ενίσχυε κιόλας με μεγαλύτερη ένταση. Δηλαδή, τη στιγμή που ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ ζητούσε συγγνώμη για τον Πολάκη, ο Πολάκης ζητούσε και τα ρέστα. Νομίζω ότι δεν χρειάζεται να πούμε πάρα πολλά. Νομίζω ότι αυτός ο χρονισμός και αυτή η αντίφαση τα λέει όλα. Δεν είναι η πρώτη φορά και από ό,τι φαίνεται δεν θα είναι και η τελευταία. Δύο πράγματα αναδεικνύονται από αυτήν την υπόθεση. Το πρώτο είναι ότι δεν είναι θέμα Πολάκη, είναι θέμα ΣΥΡΙΖΑ. Ο ΣΥΡΙΖΑ στην πραγματικότητα εκπροσωπεί αυτό το οποίο εκπροσωπεί ο κ. Πολάκης. Έχει δώσει ο κ. Πολάκης δεκάδες αφορμές. Το πρόβλημα δεν είναι δικό του πλέον, είναι πρόβλημα του ίδιου του κόμματος και με διαφορετικές ηγεσίες πλέον. Και το δεύτερο είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να πάρει διαζύγιο ούτε από τον Πολάκη ούτε από τη Novartis, γιατί μέσα σε λίγες μέρες, ο υποτιθέμενος νέος ΣΥΡΙΖΑ, με έναν νέο πρόεδρο, ο οποίος θα κόμιζε κάτι διαφορετικό, έχει βάλει πλάτη 100% στη σκευωρία Novartis και στις τακτικές που ακολουθήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια και έχει βάλει και πλάτη 100% στη ρητορική και στην ευρύτερη φιλοσοφία που εκπροσωπεί ο Παύλος Πολάκης. Άρα, επαναλαμβάνω, είναι λάθος να διαχωρίζουμε έναν βουλευτή και να λέμε ότι το πρόβλημα είναι αυτός».
Μάλιστα, κληθείς να δώσει εξηγήσεις για το κατά πόσο η ΝΔ δεν έχει κινηθεί ανάλογα στην περίπτωση του κ. Κυριαζίδη, ίσως και του κ. Κυρανάκη, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος υπογράμμισε: «Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ένα έτοιμο αφήγημα να απαντήσει, το οποίο νομίζω ότι δεν το ακούει κανένας και αυτό φαίνεται και από την πορεία του κόμματος αυτού των τελευταίων πέντε ετών. Αλλά, προσέξτε, επειδή πρέπει να μιλάμε με την πραγματικότητα, ο κ. Κυριαζίδης βγήκε άμεσα, ζήτησε συγγνώμη και αποκατέστησε αυτό που είπε άμεσα. Δεν έκανε ανάρτηση την επόμενη μέρα να ζητήσει τα ρέστα. Και δεν είναι μόνο η περίπτωση Κυριαζίδη. Πόσες φορές ο πρωθυπουργός και πρόεδρος της ΝΔ σε ζητήματα συμπεριφορών -ας μην το επαναλάβουμε, είχαμε ένα τέτοιο που απασχόλησε λογικά την κοινή γνώμη πριν από λίγες εβδομάδες- πήρε ακαριαίες αποφάσεις; Έχει διαγράψει βουλευτές από την ΚΟ και από όλα τα όργανα του κόμματος, έχει απομακρύνει αυθημερόν μέλη της κυβέρνησης, έχει αλλάξει υποψηφιότητες για αυτοδιοικητικές εκλογές. Έχει πάρει αποφάσεις, έχει κάνει πράξεις. Η λέξη κλειδί εδώ είναι οι πράξεις. Και η διαφορά των πράξεων από τα μεγάλα λόγια νομίζω ότι είναι ξεκάθαρη και πολύ μεγάλη. Άρα, ας μην προσπαθεί ο ΣΥΡΙΖΑ με ανόητους συμψηφισμούς που καταρρίπτονται από την ίδια την πραγματικότητα να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αυτό το οποίο συνέβη τις προηγούμενες μέρες από τον βουλευτή του. Και βέβαια εδώ ανοίγει και ένα ευρύτερο θέμα, επειδή είναι πολύ της μόδας τον τελευταίο καιρό η συζήτηση για μια ενιαία Κεντροαριστερά και ένα ενιαίο μέτωπο. Έχω πει πολλές φορές ότι δεν είναι δικό μου θέμα να παραστήσω τον ειδικό, δεν ανήκω σε αυτόν τον χώρο. Αλλά κάθε ένας ο οποίος συμμετέχει σε αυτόν τον διάλογο, που είναι ένας διάλογος που αφορά ευρύτερα τους πολίτες και ευρύτερα την επόμενη μέρα της χώρας, γιατί η χώρα χρειάζεται πράγματι μια ισχυρή αντιπολίτευση, όταν ένας από τους πόλους αυτής της υποτιθέμενης σύνθεσης που είναι ο ΣΥΡΙΖΑ ταυτίζεται με αυτήν τη λογική και αυτήν τη ρητορική, πρέπει να απαντάει κάθε φορά αν όταν μιλάει για ένα ενιαίο μέτωπο αναφέρεται και στον ΣΥΡΙΖΑ. Καλώς ή κακώς αυτός είναι ο ΣΥΡΙΖΑ».
Ολοκληρώνοντας τη ραδιοφωνική συνέντευξή του, ο κ. Μαρινάκης είπε για την υποψηφιότητα της κ. Διαμαντοπούλου στο ΠΑΣΟΚ ότι είναι μία εσωκομματική διαδικασία και είναι απολύτως σεβαστή. «Είναι απόφαση των μελών του ΠΑΣΟΚ. Εγώ δεν πιστεύω πολύ σε αυτές τις ταμπέλες. Εγώ θεωρώ ότι οι κυβερνήσεις και αντιστοίχως οι αντιπολιτεύσεις κρίνονται από την ουσία των πολιτικών που εφαρμόζουν ή στην περίπτωση της αντιπολίτευσης αντιπροτείνουν και πόσο μετρήσιμες και αποτελεσματικές είναι για τη ζωή των πολιτών. Πόσο καλύτερα, δηλαδή, μπορούμε να κάνουμε τα πράγματα, πόσες δουλειές έχουμε δημιουργήσει. Πόσο καλύτερα αμειβόμενες είναι αυτές και πόσο θα μπορούμε να προχωρήσουμε τον στόχο μας για 1.500 μέσο μισθό και 950 κατώτατο, πόσο καλύτερα θα είναι τα νοσοκομεία, πόσα παραπάνω λεωφορεία θα έχουμε. Μια σειρά από ζητήματα που και χθες έθιξε ο πρωθυπουργός στη συνέντευξή του και αφορούν τους πολίτες. Ο κόσμος θέλει λύσεις από την κυβέρνηση και βελτίωση, γιατί το να γίνουν όλα παράδεισος από τη μια μέρα στην άλλη δεν γίνεται, λύσεις και βελτίωση από μια κυβέρνηση και σοβαρή αντιπρόταση, μετρημένη, κοστολογημένη από την αντιπολίτευση. Και γι’ αυτό θα κριθούμε όλοι», κατέληξε.