Σαφές μήνυμα ότι η εκλογική αναμέτρηση θα είναι κρίσιμη, γιατί ο ελληνικός λαός θα κληθεί να επιλέξει ποιος θέλει να αναλάβει το τιμόνι της διακυβέρνησης της χώρας σε μία περίοδο ιδιαίτερα δύσκολη όσον αφορά τη διαχείριση των αλλεπάλληλων, παράλληλων και παγκόσμιας εμβέλειας κρίσεων, που πλέον ξεσπάνε η μία μετά την άλλη, απέστειλε υπουργός Εθνικής Άμυνας, Νίκος Παναγιωτόπουλος,με συνέντευξη του στην εφημερίδα «Παραπολιτικά»
«Θεωρώ ότι θα σκεφθεί ορθολογικά και θα αποφασίσει σωστά. Σε κάθε περίπτωση, η Νέα Δημοκρατία κατεβαίνει σε αυτές τις εκλογές με στόχο να είναι το πρώτο κόμμα και να σχηματίσει κυβέρνηση», ανέφερε ο κ. Παναγιωτόπουλος.
Ο ίδιος σημείωσε ότι δεν θα απέκλειε «το σενάριο κυβερνήσεως συνεργασίας αν δεν προκύψει αυτοδύναμη λύση από την πρώτη Κυριακή» και πρόσθεσε: «Επειδή, όμως, εκτιμώ ότι οι όποιες διερευνητικές λάβουν χώρα μετά την πρώτη Κυριακή δεν θα τελεσφορήσουν, πρέπει να έχουμε οπωσδήποτε ρεαλιστικά κατά νου ότι θα προκύψουν και επαναληπτικές εκλογές».
«Σε κάθε περίπτωση θεωρώ ότι οι επαναληπτικές εκλογές θα πρέπει να αποδώσουν στη χώρα κυβέρνηση, διότι -όπως σας είπα- η συγκυρία είναι δύσκολη, η κρίση σε επίπεδο γεωπολιτικό έχει απολύτως διεθνή διάσταση και η χώρα είναι ανάγκη να κυβερνηθεί από στιβαρά χέρια», επεσήμανε.
Ο υπουργός Εθνικής Άμυνας υπογράμμισε ότι «μετά τους φονικούς σεισμούς στην Τουρκία και την τραγωδία που συνέβη εκεί, οι παραβιάσεις έχουν σχεδόν εκμηδενιστεί και οι υπερπτήσεις έχουν μηδενιστεί».
«Αυτή η πασιφανής αλλαγή συμπεριφοράς», συνέχισε, «δημιουργεί κάποιο περιθώριο αισιοδοξίας για συνολικότερη βελτίωση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Για να θεωρήσουμε ότι αυτό έχει συμβεί, όμως, θα πρέπει να δούμε και κάποια στοιχεία, ότι η συμπεριφορά αυτή είναι μόνιμη και σταθερή. Διατηρώ επιφυλάξεις για το ότι η Τουρκία έχει όντως αλλάξει τη στρατηγική της στόχευση και ότι στο πλαίσιο αυτό συντελείται αυτή η αλλαγή συμπεριφοράς, πλην όμως οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι οι εντάσεις έχουν πέσει πολύ και το κλίμα είναι αρκετά καλύτερο».
«Ασφαλώς και οι δίαυλοι επικοινωνίας με τον ομόλογό μου, τον Χουλούσι Ακάρ, είναι ανοιχτοί. Ήταν ανοιχτοί πάντοτε, άλλωστε. Είχαμε την ευκαιρία να ανταλλάξουμε μηνύματα και να μιλήσουμε τηλεφωνικά κατά το διάστημα που πέρασε. Δεν θα απέκλεια, μάλιστα, κατά το προσεχές διάστημα, ασφαλώς πριν από τις εκλογές, να υπάρξει και μία επίσκεψή μου στις σεισμόπληκτες περιοχές μαζί του, ασφαλώς κατόπιν συνεννόησης με τον πρωθυπουργό», συμπλήρωσε.
Σχετικά με τις θέσεις της χώρας στα ελληνοτουρκικά, ο κ. Παναγιωτόπουλος ανέφερε ότι «είμαστε σταθεροί στις θέσεις μας, πιστεύουμε στον διάλογο, δεχόμαστε ότι υπάρχουν διαφορές. Και ευελπιστούμε ότι υπάρχουν περιθώρια συνεννόησης, χωρίς όμως να κάνουμε καμία έκπτωση στα κυριαρχικά μας δικαιώματα και στα εθνικά μας δίκαια».
Επίσης, ξεκαθάρισε ότι «η Ελλάδα θα συνεχίσει να στηρίζει στρατιωτικά την Ουκρανία, στο μέτρο, όμως, των δυνατοτήτων να παρέχει αμυντικό εξοπλισμό που δεν αποδυναμώνει με κανένα τρόπο και καθ’ οιαδήποτε περίπτωση την αμυντική μας διάταξη». Υπενθύμισε, δε, ότι «είναι σε εκκρεμότητα η ολοκλήρωση παράδοσης των τεθωρακισμένων οχημάτων παλαιάς σοβιετικής κατασκευής, των BMP δηλαδή, μένουν δέκα από αυτά να παραδοθούν στις ουκρανικές Ένοπλες Δυνάμεις. Στο πλαίσιο της ανταλλαγής που κάναμε με τους Γερμανούς, όπου ανταλλάσσοντας τα BMP παίρνουμε τα πιο σύγχρονα και πιο κατάλληλα για τις δικές μας Ένοπλες Δυνάμεις Marder γερμανικής κατασκευής».
Για τις κορβέτες του Πολεμικού Ναυτιού, ο κ. Παναγιωτόπουλος σημείωσε πως «υπάρχει ένας άτυπος ανταγωνισμός μεταξύ των δύο “φιναλίστ”, των Γάλλων και των Ιταλών». Εξήγησε ότι «και οι δύο προτάσεις ανταποκρίνονται στις ανάγκες του Πολεμικού Ναυτικού όπως αυτό τις προσδιορίζει», ενώ χαρακτήρισε τις προτάσεις «περίπου ισοδύναμες και ελκυστικές».
«Στην τελική απόφαση θα ληφθεί υπόψη αφενός το χρονοδιάγραμμα παράδοσης αφετέρου η δυνατότητα ναυπήγησης πλοίων σε ελληνικό ναυπηγείο», πρόσθεσε.
Για την ενίσχυση της Πολεμικής Αεροπορίας δήλωσε ότι «τις επόμενες μέρες θα παραληφθούν άλλα δύο Rafale, έτσι ώστε να συμπληρωθούν δύο εξάδες» ενώ «μέσα στο 2023 θα παραληφθεί και η 3η εξάδα ώστε να ανέβουμε στα δεκαοκτώ».
Όπως είπε, «του χρόνου απομένει η παράδοση της 4ης εξάδας έτσι ώστε να φτάσουμε στον τελικό αριθμό των 24 Rafale του χρόνου».
Όσον αφορά τα F-16 Viper, ο υπουργός Εθνικής Άμυνας τόνισε ότι «είναι ήδη σε εξέλιξη το πρόγραμμα της αναβάθμισης των πρώτων αεροσκαφών στις εγκαταστάσεις της ΕΑΒ. Ήδη έχουν παραδοθεί στην Πολεμική Αεροπορία τέσσερα και το πρόγραμμα εξελίσσεται -θα έλεγα- με ομαλούς και ικανοποιητικούς ρυθμούς. Τα συνολικά 83 F-16 που θα έχουν αναβαθμιστεί στην εκδοχή Viper, θα έχουνε παραδοθεί μέχρι το 2028, οπότε αναμένεται η έναρξη υλοποίηση παράδοσης για τα F-35, που είναι το επόμενο μεγάλο πρόγραμμα της Πολεμικής Αεροπορίας».
Αναφορικά με το ενδεχόμενο να μπει η Ελλάδα στη συμπαραγωγή των F-35, επεσήμανε: «Θεωρώ ότι οφείλουμε να το ζητήσουμε, αλλά είναι κάτι το οποίο πρέπει να διαπραγματευτούμε με την κατασκευάστρια εταιρεία και την αμερικανική κυβέρνηση ταυτόχρονα. Για ένα πρόγραμμα αυτής της εμβέλειας, πάντως, νομίζω ότι είναι υποχρέωσή μας να το κάνουμε».
Για το τραγικό πολύνεκρο σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη, ο κ. Παναγιωτόπουλος σχολίασε ότι «το εθνικό πένθος αλλά και ασφαλώς το πένθος των οικογενειών που χάσανε ανθρώπους τους δεν προσφέρονται ούτε για μικροκομματική εργαλειοποίηση ούτε για πολιτική εκμετάλλευση».
«Όποιος το κάνει αυτό», πρόσθεσε, «κάνει μέγιστο λάθος και επιτείνει το αρνητικό κλίμα στην ελληνική κοινωνία, το οποίο ήδη είναι βαρύ από το βαθύ πένθος». «Ασφαλώς και η πολιτική ευθύνη αναλήφθηκε στο ακέραιο, άλλωστε είχαμε και παραίτηση του αρμόδιου υπουργού, αλλά και ότι η δικαστική έρευνα φαίνεται ότι προχωράει με γοργούς ρυθμούς και φαίνεται, επίσης, ότι θα φτάσει σε όποιο βάθος χρειάζεται να φτάσει», υπογράμμισε.
«Η τραγωδία που έπληξε τη χώρα είναι ασφαλώς μεγάλη και η αντίδραση σε επίπεδο συναισθηματικό εύλογη και δικαιολογημένη απολύτως», ανέφερε ο κ. Παναγιωτόπουλος και κατέληξε: «Όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν, να κάνουμε τη συνολική αποτίμηση και να δούμε πώς θα πάμε μπροστά και πώς θα λύσουμε το πρόβλημα. Και νομίζω ότι αυτό θα είναι άλλο ένα στοιχείο που θα μετρήσει στην κρίση του εκλογικού Σώματος όσο πλησιάζουμε για τις εκλογές».