Ο πρωθυπουργός είπε κάτι περίπου αυτονόητο, μέσα σε πνεύμα αμοιβαίας συνεννόησης, ανέφερε ο υπουργός Επικρατείας Μάκης Βορίδης, μιλώντας στο ραδιοφωνικό σταθμό «Παραπολιτικά», σε συνέχεια όσων είπε για τα ελληνοτουρκικά ο Κυριάκος Μητσοτάκης σε συνέντευξή του στον ΣΚΑΪ.
Ο πρωθυπουργός προσδιόρισε, κατά πάγιο τρόπο, τις δύο διαφορές με την Τουρκία (ΑΟΖ, υφαλοκρηπίδα) και επανέλαβε τη γνωστή πρόταση προσφυγής στη Χάγη, σημείωσε επίσης ο υπουργός Επικρατείας. Αυτό που είπε ο πρωθυπουργός ήταν ότι «προφανώς όταν φέρνω μια συζήτηση για επίλυση διαφοράς και δέχομαι ότι αυτή αποτελεί διαφορά, το πνεύμα στη συζήτηση πρέπει να είναι πνεύμα επιλύσεως της διαφοράς».
Αντιθέτως, αν και οι δύο πλευρές προσέλθουν με τις αρχικές τους θέσεις και «κανείς δεν κάνει μισό πόντο πίσω, τότε τι πας να κάνεις;», διερωτήθηκε. Η άλλη θέση, συνέχισε, είναι να πει κανείς «δεν έχω να συζητήσω τίποτε, τα θέλω όπως τα θέλω εγώ».
Όμως, η θέση αυτή «ποτέ δεν ήταν θέση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής», υπογράμμισε ο υπουργός Επικρατείας. Ερωτηθείς δε, εάν ο ελληνοτουρκικός διάλογος ενδέχεται να προκαλέσει αντιδράσεις στο κυβερνών κόμμα, ο Μ. Βορίδης απάντησε ως εξής: «Αυτά (σ.σ. τα παραπάνω) έχουν ειπωθεί εκατό φορές. Πώς να υπάρξουν αντιδράσεις στην Νέα Δημοκρατία;».
Στο θέμα της ψήφου των αποδήμων, ο υπουργός δήλωσε 100% σύμφωνος με την πρόταση να δοθεί η δυνατότητα επιστολικής ψήφου στους κατοίκους του εξωτερικού, κάτι που θα αποτυπωθεί και σε ρύθμιση του Υπουργείου Εσωτερικών. Διευκρίνισε, ωστόσο, ότι τυχόν επέκταση της δυνατότητας και στους κατοίκους του εσωτερικού, είναι κάτι που θα απαιτούσε συνταγματική αναθεώρηση. Για το όριο του 5%, ο Μ. Βορίδης επανέλαβε, «δεν έχουμε συζητήσει κάτι, δεν μας έχει απασχολήσει κάτι».
Σε επόμενο ερώτημα αν το επιτελικό κράτος θέλει… λίφτινγκ, ο υπουργός Επικρατείας αντέτεινε ότι πρέπει να εφαρμοσθούν «με πολλή προσοχή» όσα ορίζονται από τις διατάξεις του επιτελικού κράτους. Εάν, μάλιστα, εφαρμοσθούν όλα, τότε δεν θα υπάρχει καμία αρρυθμία, εκτίμησε, με την ταυτόχρονη επισήμανση ότι «το επιτελικό κράτος είναι δαιμονοποιημένο, λίγοι έχουν διαβάσει το νόμο».
Για την πανεπιστημιακή αστυνομία και παρά τις δυσκολίες εφαρμογής, όπως είπε, εν τούτοις ο συγκεκριμένος θεσμός «λειτούργησε και έφερε αποτέλεσμα». Όπως είχε, εξάλλου, την ευκαιρία να εξηγήσει στη συνέχεια, οι προσδοκίες μπορεί να ήταν διαφορετικές, εν τούτοις από την πρώτη στιγμή η κυβέρνηση είχε πει για την πανεπιστημιακή αστυνομία πως θα είναι μια άοπλη, «ελαφρά» αστυνόμευση, επεσήμανε ο υπουργός Επικρατείας.
Με δύο, κατά βάση, αποστολές: Την εμπέδωση της κουλτούρας νομιμότητας αφενός, την πρόσκληση σε ένοπλους αστυνομικούς να παρέμβουν όταν αυτό κρίνεται αναγκαίο αφετέρου. Ο σκοπός της πανεπιστημιακής αστυνομίας ποτέ δεν ήταν η ποινική καταστολή, υπογράμμισε ακόμη και προσέθεσε ότι το αρμόδιο Υπουργείο κοιτά ζητήματα ανασχεδιασμού λειτουργίας της, με την ταυτόχρονη διευκρίνιση ότι θέματα εξοπλισμού στη φύλαξη των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων (κάμερες, τουρνικέ κ.α.) είναι μέρος της δράσης των πανεπιστημιακών Αρχών.