Η καινοτομία πρέπει να στηριχθεί και ο ασθενής πρέπει να βρίσκει το φάρμακό του όταν το έχει ανάγκη. Αυτή είναι η μία παράμετρος. Η άλλη έχει να κάνει με την βιωσιμότητα του συστήματος υγείας. Οι ανθρώπινες ανάγκες αυξάνονται και οι πόροι είναι περιορισμένοι. Αυτά τα δύο στοιχεία πρέπει να συγκεραστούν, διότι σε διαφορετική περίπτωση τα συστήματα δεν θα είναι βιώσιμα.
Αυτό ήταν το συμπέρασμα σε ημερίδα που διοργάνωσε το Ινστιτούτο Φαρμακευτικής Έρευνας και Τεχνολογίας (ΙΦΕΤ), με τη συμμετοχή του υπουργού υγείας Άδωνι Γεωργιάδη και εκπροσώπων της φαρμακευτικής αγοράς.
Όλες οι μελέτες μέχρι τώρα δείχνουν ότι η ταχύτητα πρόσβασης των ασθενών στην Ελλάδα στα καινοτόμα φάρμακα είναι λίγο πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ, είπε ο υπουργός. Σημείωσε ότι «βασική αρχή είναι να πηγαίνει το φάρμακο που πρέπει, στον ασθενή που πρέπει» και όχι να είναι η κατάσταση ανεξέλεγκτη διότι τότε ο προϋπολογισμός δεν θα έφτανε.
Αναφερόμενος στον ΙΦΕΤ είπε ότι συμβαίνει το εξής οξύμωρο. Από την μία πλευρά αν κρίνουμε τις δαπάνες του ΙΦΕΤ ανά ΑΜΚΑ καταγράφεται μείωση 20%, από την άλλη η δαπάνη είναι αυξημένη διότι έχουμε τους διπλάσιους ΑΜΚΑ που εξυπηρετούνται μέσω ΙΦΕΤ. Ο υπουργός εξήγησε ότι η αύξηση προκύπτει από τις νέες θεραπείες και απευθυνόμενος στις εταιρίες ξεκαθάρισε ότι δεν επιθυμεί οι υποχρεωτικές επιστροφές να γίνουν εργαλείο διάκρισης. Η προσπάθεια μας είπε, το clawback να μπει σε κάποια όρια διότι είναι «αδιανόητο το ύψος που έχει φτάσει».
Μέσω ΙΦΕΤ κάποιες εταιρίες γλιτώνουν rebate και το clawback και το φορτώνουν σε άλλες και αυτό «δεν με βρίσκει σύμφωνο. Το θεωρώ μεγάλη στρέβλωση του συστήματος».
Μίλησε και για ένα τριετές μνημόνιο που θα γίνει μέσα στο 2024 με τις φαρμακευτικές εταιρίες, ώστε να γνωρίζουν ποιο είναι το περιβάλλον στο οποίο δραστηριοποιούνται.
Η διευθύνων σύμβουλος του ΙΦΕΤ Ελευθερία Τοκατλίδη ανέφερε ότι το ΙΦΕΤ δραστηριοποιείται κυρίως στην παραγωγή, εισαγωγή και διάθεση φαρμακευτικών προϊόντων, τα οποία δεν κυκλοφορούν στην Ελληνική αγορά από ιδιωτικές φαρμακευτικές επιχειρήσεις, πλην όμως κρίνονται ως απολύτως απαραίτητα για την θεραπεία των ασθενών και την προστασία της δημόσιας υγείας.
Σημείωσε ότι η αύξηση της δαπάνης του ΙΦΕΤ εμπεριέχει μια αντίφαση, διότι μιλάμε για εισαγωγή καινοτόμων φαρμάκων που είναι ακριβά.
Η δαπάνη το 2020 ήταν 126 εκατ. ευρώ και το 2023 έφθασε τα 266 εκατ. ευρώ με αυξητική τάση, διότι υπάρχουν νέες διαγνώσεις και ζήτηση για εξειδικευμένες θεραπείες.
Από την πλευρά της φαρμακοβιομηχανίας ο πρόεδρος του ΣΦΕΕ Ολύμπιος Παπαδημητρίου ανέφερε ότι η πρόσβαση των ασθενών στο φάρμακο «είναι καλή αλλά ανορθόδοξη», διότι σημαντικό κομμάτι φαρμάκων έρχεται στη χώρα μέσω ΙΦΕΤ και αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να το δούμε.
Επανέλαβε την πρόταση του ΣΦΕΕ για συστηματική καταγραφή της αποτελεσματικότητας των φαρμάκων και αναφέρθηκε σε έξι άξονες για την Εθνική Στρατηγική για τα Σπάνια Νοσήματα.
Επένδυση σε πρόληψη και έγκαιρη διάγνωση, αναβάθμιση Κέντρων Εμπειρογνωμοσύνης Σπανίων Νοσημάτων, πρόσβαση σε νέες θεραπείες, στήριξη κλινικών μελετών, ενημέρωση και εκπαίδευση των γιατρών και δημιουργία πλατφόρμας διαλόγου.