Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είδε ποτέ τον αγώνα για τη μεταμόρφωση του κόσμου ως ασήμαντη υπόθεση, αναφέρει μεταξύ άλλων ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος στο μήνυμά του για την Ανάσταση.
Ολόκληρο το μήνυμα για το Πάσχα του προκαθήμενου της Πρωτόθρονης Εκκλησίας έχει ως εξής:
«Τιμιώτατοι αδελφοί Ιεράρχαι και τέκνα εν Κυρίω αγαπητά,
Ευδοκία και χάριτι του πανδώρου Θεού διατρέξαντες τον δόλιχον της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής και διελθόντες εν κατανύξει την Εβδομάδα των Παθών του Κυρίου, ιδού, ευφραινόμεθα τη πανηγύρει της λαμπροφόρου Αναστάσεως Αυτού, δι’ ης ελυτρώθημεν εκ της του ‘Αδου τυραννίδος.
Η ένδοξος εκ νεκρών Έγερσις του Σωτήρος Χριστού είναι συνανάστασις σύμπαντος του γένους των βροτών και πρόγευσις της τελειώσεως των πάντων και της πληρώσεως της Θείας Οικονομίας εν τη επουρανίω Βασιλεία. Μετέχομεν εις το άφραστον μυστήριον της Αναστάσεως εν τη Εκκλησία, αγιαζόμενοι εν τοις ιεροίς αυτής μυστηρίοις και βιούντες το Πάσχα, «το πύλας ημίν του Παραδείσου ανοίξαν», όχι ως ανάμνησιν ενός γεγονότος του παρελθόντος, αλλά ως πεμπτουσίαν της εκκλησιαστικής ζωής, ως παρουσίαν του Χριστού αεί εν τω μέσω ημών, εγγύτερον εις ημάς από όσον ημείς οι ίδιοι εις τον εαυτόν μας. Το Πάσχα, οι ορθόδοξοι πιστοί ανακαλύπτουν τον αληθινόν των εαυτόν ως εν Χριστώ είναι, εντάσσονται εις την κίνησιν των πάντων προς τα Έσχατα, «εν χαρά ανεκλαλήτω και δεδοξασμένη» (Α΄ Πετρ. α΄, 8), ως «υιοί φωτός… και υιοί ημέρας» (Α΄ Θεσσ. ε΄, 5).
Κεντρικόν χαρακτηριστικόν της ορθοδόξου ζωής είναι ο αναστάσιμος παλμός της. Αστόχως απεκάλεσεν ο φιλόσοφος την ορθόδοξον πνευματικότητα «σκυθρωπήν» και «φθινοπωρινήν». Ευστόχως επαινείται υπό των Δυτικών το ανεπτυγμένον αισθητήριον των Ορθοδόξων δια το νόημα και το βιωματικόν βάθος της πασχαλίου εμπειρίας, χωρίς όμως η πίστις αυτή να λησμονή, ότι η πορεία προς την Ανάστασιν διέρχεται δια του Σταυρού. Δεν γνωρίζει η ορθόδοξος πνευματικότης τον ουτοπισμόν της Αναστάσεως χωρίς Σταυρόν, ούτε την απαισιοδοξίαν του Σταυρού χωρίς την Ανάστασιν.
Δια τον λόγον αυτόν, εις το ορθόδοξον βίωμα το κακόν δεν έχει τον τελευταίον λόγον εν τη ιστορία, ενώ η πίστις εις την Ανάστασιν λειτουργεί ως κίνητρον δια τον αγώνα εναντίον της παρουσίας εν τω κόσμω και των συνεπειών του, δρα ως ισχυρά μεταμορφωτική δύναμις.
Εις την ορθόδοξον αυτοσυνειδησίαν δεν υπάρχει χώρος δια συνθηκολόγησιν απέναντι εις το κακόν, δι’ αδιαφορίαν περί της πορείας των ανθρωπίνων πραγμάτων. Αντιθέτως, η συμβολή εις την μεταμόρφωσιν της ιστορίας έχει θεολογικήν βάσιν και υπαρξιακόν έρεισμα και εκτυλίσσεται χωρίς τον κίνδυνον ταυτίσεως της Εκκλησίας με τον κόσμον. Ο Ορθόδοξος πιστός έχει συνείδησιν της αντιθέσεως μεταξύ της εγκοσμίου πραγματικότητος και της εσχατολογικής τελειότητος και δεν είναι δυνατόν να παραμείνη αδρανής απέναντι εις τας αρνητικότητας.
Δια τον λόγον αυτόν, η Ορθόδοξος Εκκλησία δεν είδε ποτέ τον αγώνα δια μεταμόρφωσιν του κόσμου ως ασήμαντον υπόθεσιν. Η πασχάλιος πίστις έσωζε την Εκκλησίαν τόσον από την εσωστρέφειαν και την κλειστότητα, όσον και από την εκκοσμίκευσιν.
Εις το Πάσχα των ορθοδόξων συμπυκνούται ολόκληρον το μυστήριον και ο υπαρξιακός πλούτος της ευσεβείας μας. Το «εξεθαμβήθησαν» των Μυροφόρων, όταν, «εισελθούσαι εις το μνημείον είδον νεανίσκον… περιβεβλημένον στολήν λευκήν» (Μαρκ. ιστ΄, 5), χαρακτηρίζει το μέγεθος και την ουσίαν της εμπειρίας της πίστεως ως βιώσεως υπαρξιακού συγκλονισμού. Το «εκθαμβείσθαι» δηλώνει ότι ο άνθρωπος ευρίσκεται ενώπιον ενός μυστηρίου, το οποίον βαθαίνει, όσον το προσεγγίζει, κατά το λεχθέν, ότι η πίστις μας «δεν είναι πορεία από το μυστήριο στη γνώση, αλλά από τη γνώση στο μυστήριο».Ενώ η άρνησις του μυστηρίου συρρικνώνει υπαρκτικώς τον άνθρωπον, ο σεβασμός ανοίγει εις αυτόν την πύλην του ουρανού.
Η πίστις εις την Ανάστασιν είναι η βαθυτάτη και ακραιφνεστάτη έκφρασις της ελευθερίας μας ή μάλλον η γέννησις αυτής ως εκουσίας αποδοχής της υψίστης θείας δωρεάς της κατά χάριν θεώσεως. Η Ορθόδοξος Εκκλησία, ως «βιωμένη Ανάστασις», είναι ο χώρος της «αληθεστάτης ελευθερίας», η οποία εις την χριστιανικήν ζωήν είναι θεμέλιον, οδός και προορισμός. Η Ανάστασις του Χριστού είναι ευαγγέλιον ελευθερίας, δωρεά ελευθερίας και εχέγγυον της «κοινής ελευθερίας» εις την «αιώνιον βιοτήν» της Βασιλείας του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Με αυτά τα αισθήματα, τιμιώτατοι αδελφοί και πεφιλημένα τέκνα, έμπλεοι της πεπληρωμένης χαράς της μετοχής εις την «κοινήν των όλων πανήγυριν», λαβόντες φως εκ του ανεσπέρου φωτός και δοξάζοντες Χριστόν τον αναστάντα εκ νεκρών και ανατείλαντα πάσι την ζωήν, μεμνημένοι δε κατά την πανέορτον ταύτην «κλητήν και αγίαν ημέραν», πάντων των εν περιστάσεσιν αδελφών, δεόμεθα του «πατήσαντος θανάτω τον θάνατον» Κυρίου και Θεού της ειρήνης, όπως ειρηνεύη τον κόσμον, καταυγάζη τα διαβήματα ημών προς παν έργον αγαθόν και Αυτώ ευάρεστον, αναφωνούντες τον πανευφρόσυνον ύμνον «Χριστός Ανέστη»!
Φανάριον, ‘Αγιον Πάσχα ,βκδʹ
† Ο Κωνσταντινουπόλεως
διάπυρος προς Χριστόν Αναστάντα
ευχέτης πάντων υμών»