Σύμφωνα με το Helsenorge – την επίσημη ψηφιακή πύλη υγείας της Νορβηγίας – η απώλεια βάρους σε περιπτώσεις παχυσαρκίας μειώνει τον κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών παθησέων και διαβήτη, ενώ μειώνει και τη φθορά των αρθρώσεων.
Η απώλεια βάρους όμως μπορεί να επιβαρύνει το σώμα, ειδικά αν συμβεί γρήγορα. Μαζί με το λίπος, άλλωστε, χάνονται τόσο η μυϊκή όσο και η οστική μάζα.
Πώς η δίαιτα απειλεί μυική μάζα και υγεία των οστών
«Η οστική πυκνότητα των ενηλίκων φτάνει στα υψηλότερα επίπεδα γύρω στην ηλικία των 25 ετών. Στη συνέχεια πολλοί παράγοντες μπαίνουν στο παιχνίδι: Ορισμένοι είναι γενετικοί ενώ άλλοι συνδέονται με επιλογές του τρόπου ζωής», σημειώνει η Hanne Rosendahl-Riise, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Τμήμα Διατροφής του Πανεπιστημίου του Μπέργκεν και έμπειρη διαιτολόγος.
Όπως εξηγεί, μερικά επιπλέον κιλά δεν είναι απαραίτητα κακά για τον σκελετό. Το επιπλέον βάρος μπορεί να κάνει τα οστά πιο δυνατά, ενώ η απώλεια βάρους μπορεί να οδηγήσει σε προβλήματα: «Η οστική μάζα μειώνεται όταν πέφτει το βάρος». Στη χειρότερη περίπτωση, αυτό μπορεί να οδηγήσει σε οστεοπόρωση, η οποία αυξάνει τον κίνδυνο καταγμάτων.
Εάν η απώλεια βάρους συμβεί πολύ γρήγορα, επηρεάζει επίσης τους μύες του σώματος. Αντίθετα «είναι πιο εύκολο να διατηρήσετε τη μυϊκή μάζα με αργή απώλεια βάρους, ειδικά αν παραμείνετε σωματικά δραστήριοι κατά τη διάρκεια της διαδικασίας», διευκρινίζει η Rosendahl-Riise.
Τι κερδίζουμε όταν χάνουμε σταδιακά βάρος
Σε μια μελέτη που διεξήχθη στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ το 2020, οι ερευνητές εξέτασαν τις διαφορές μεταξύ της σταδιακής και της ταχείας απώλειας βάρους.
Οι ερευνητές πραγματοποίησαν συστηματική ανάλυση μελετών από διάφορες ιατρικές βάσεις δεδομένων.
Τα αποτελέσματά τους έδειξαν ότι η συνολική απώλεια βάρους ήταν σχεδόν η ίδια μεταξύ των δύο ομάδων. Ωστόσο, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η σταδιακή απώλεια βάρους οδήγησε σε μεγαλύτερη μείωση της λιπώδους μάζας και του ποσοστού σωματικού λίπους σε σύγκριση με όσους έχασαν βάρος fast track.
Επιπλέον, ο μεταβολικός ρυθμός – η ενεργειακή δαπάνη του σώματος κατά τη διάρκεια της ανάπαυσης και της νηστείας – «χάλασε» όταν τα άτομα έχασαν βάρος γρήγορα.
Η Rosendahl-Riise εξηγεί ότι ένας κακός μεταβολικός ρυθμός μπορεί να καταστήσει δύσκολο για τους ανθρώπους να διατηρήσουν την απώλεια βάρους με την πάροδο του χρόνου, σύμφωνα με το sciencenorway.no.
«Το σώμα θέλει να επαναφέρει το προηγούμενο βάρος του. Ο μεταβολισμός επιβραδύνεται για να εξοικονομήσει ενέργεια κατά τη διάρκεια της απώλειας βάρους, πράγμα που σημαίνει ότι το σώμα καίει συνολικά λιγότερη ενέργεια», λέει.
Εξηγεί περαιτέρω ότι συμβαίνουν και ορμονικές αλλαγές. Οι ορμόνες του κορεσμού μειώνονται, ενώ οι ορμόνες της πείνας αυξάνονται μετά την απώλεια βάρους. Αυτό μπορεί να δημιουργήσει ένα επίμονο αίσθημα πείνας ακόμη και μετά την απώλεια βάρους.
«Τα επίπεδα των ορμονών μπορεί να μην επανέλθουν ποτέ πλήρως στην κατάσταση που επικρατούσε πριν από τη δίαιτα», λέει η Rosendahl-Riise.
Η καθηγήτρια σημειώνει ότι η ταχεία απώλεια βάρους μπορεί επίσης να αυξήσει τον κίνδυνο εμφάνισης χολόλιθων (πέτρες στη χολή), ενώ η παρατεταμένη έλλειψη θρεπτικών συστατικών αποδυναμώνει το ανοσοποιητικό σύστημα. Ωστόσο, δεν είναι μόνο το σώμα που επηρεάζεται από τέτοιες γρήγορες αλλαγές.
Η Rosendal-Riise πιστεύει ότι η ταχεία απώλεια βάρους μπορεί επίσης να επηρεάσει αρνητικά την ψυχική υγεία.
«Η ταχεία απώλεια βάρους μπορεί να οδηγήσει σε κακές διατροφικές συνήθειες και σε ανθυγιεινή στάση απέναντι στο φαγητό», εξηγεί και προσθέτει: «Εάν κάποιος επανακτήσει το βάρος, μπορεί να βιώσει αρνητικά συναισθήματα που συμβάλλουν στην κακή εικόνα του σώματος».