Το καμπανάκι ήχησε την εβδομάδα που μας πέρασε στο κτήριο του Χρηματιστηρίου Αθηνών στη Λεωφόρο Αθηνών και για μια στιγμή ο χρόνος έμοιαζε να συμπυκνώνεται. Στην αίθουσα, υπουργοί, τραπεζίτες, θεσμικοί παράγοντες και άνθρωποι της κεφαλαιαγοράς παρακολουθούσαν ένα γνώριμο σκηνικό αλλά αυτή την φορά φορτισμένο με ένα διαφορετικό ιστορικό βάρος.
Η Alpha Bank συμπληρώνει 100 χρόνια αδιάλειπτης παρουσίας στο Χρηματιστήριο Αθηνών, έναν αιώνα στον οποίο η πορεία της διασταυρώθηκε με όλες τις μεγάλες καμπές της ελληνικής οικονομίας. Το καμπανάκι δεν σηματοδοτούσε απλώς την έναρξη μιας ακόμη συνεδρίασης, αλλά τη συνέχεια ενός θεσμικού δεσμού που άντεξε στον χρόνο.
Για να καταλάβει κανείς τι σημαίνει αυτή η συνέχεια, πρέπει να γυρίσει πίσω, έναν αιώνα πριν. Στην Αθήνα του 1925 η πρωτεύουσα βρίσκεται τότε σε κατάσταση βαθιάς μετάβασης. Η Μικρασιατική Καταστροφή και η ανταλλαγή πληθυσμών έχουν μεταμορφώσει τη δημογραφία της πόλης, μέσα σε λιγότερο από μία δεκαετία, ο πληθυσμός του λεκανοπεδίου σχεδόν τριπλασιάζεται. Από περίπου 290.000 κατοίκους το 1920, ξεπερνά τους 800.000 το 1928. Πρόσφυγες εγκαθίστανται σε νέες συνοικίες όπως η Νέα Σμύρνη και η Νέα Ιωνία, ενώ η πόλη επεκτείνεται γρήγορα και συχνά άναρχα. Το κέντρο γύρω από τη Σταδίου και την Πανεπιστημίου γίνεται πυρήνας εμπορίου και οικονομικής δραστηριότητας, την ώρα που οι πρώτες πολυκατοικίες αλλάζουν σταδιακά την όψη της Αθήνας.
Μέσα σε αυτό το ασταθές αλλά δυναμικό περιβάλλον, η εισαγωγή στο Χρηματιστήριο Αθηνών στις 2 Νοεμβρίου 1925 των μετοχών της τότε Τράπεζας Ελληνικής Εμπορικής Πίστεως αποκτά ξεχωριστή σημασία. Η κίνηση αυτή δεν ήταν απλώς χρηματοοικονομική, σήμαινε επιλογή διαφάνειας, θεσμικής παρουσίας και δημόσιας λογοδοσίας.
Μια ιστορία που ξεκινά από το 1879
Η ιστορία ωστόσο είχε ξεκινήσει πολύ νωρίτερα. Το 1879 στην Καλαμάτα με τον Εμπορικό Οίκο Ι.Φ. Κωστοπούλου και στη συνέχεια με τη δημιουργία της Τράπεζας Καλαμών και τη μετεξέλιξή της σε τραπεζικό οργανισμό με εθνικό αποτύπωμα. Από την περιφέρεια προς την πρωτεύουσα, από το εμπόριο στη συστηματική τραπεζική δραστηριότητα, η πορεία αυτή ακολούθησε την ίδια την πορεία της ελληνικής οικονομίας. Οι δεκαετίες που ακολούθησαν δοκίμασαν την αντοχή της οικονομίας και της Τράπεζας. Η Μεγάλη Ύφεση, ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και η Κατοχή δημιούργησαν συνθήκες γεμάτες προκλήσεις για το τραπεζικό σύστημα. Η Τράπεζα Ελληνικής Εμπορικής Πίστεως κατόρθωσε να επιβιώσει, αποτελώντας τη μοναδική μικρή τράπεζα της εποχής που διατήρησε τη λειτουργία της. Μετά τον πόλεμο ξεκίνησε κυριολεκτικά από το μηδέν.Το 1948, η επαναφορά της διανομής μερίσματος δεν ήταν απλώς οικονομικό γεγονός, αλλά μήνυμα επιστροφής στην κανονικότητα και την ανάπτυξη. Για έξι δεκαετίες έως το 2008, η συνέπεια αυτή θα αποτελέσει σταθερό χαρακτηριστικό της σχέσης της με την επενδυτική κοινότητα.
Καθοριστική καμπή υπήρξε η ανάληψη της διοίκησης, το 1972, από τον Γιάννη Σ. Κωστόπουλο (1938-2021). Εγγονός του ιδρυτή, θεωρείται ευρέως ο άνθρωπος που δημιούργησε τη σύγχρονη Alpha Bank. Υπό τη δική του ηγεσία, η Τράπεζα επενδύει συστηματικά στον τεχνολογικό και οργανωτικό εκσυγχρονισμό, υιοθετεί σαφές στρατηγικό όραμα και μετασχηματίζεται σε ολοκληρωμένο τραπεζικό όμιλο. Το σύνθημα «Μαζί» που καθιέρωσε ο ίδιος αποτυπώνει τη φιλοσοφία μιας σχέσης εμπιστοσύνης με την κοινωνία, τις επιχειρήσεις και τους πελάτες.
Στη σκυτάλη αυτής της διαδρομής αναφέρθηκε ο πρόεδρος της Alpha Bank, Δημήτρης Τσιτσιράγκος, υπογραμμίζοντας ότι στα 100 χρόνια παρουσίας στο Χρηματιστήριο Αθηνών και ιδίως τις τελευταίες δεκαετίες η Τράπεζα παρέμεινε σταθερά προσηλωμένη στις αξίες, τις αρχές και το όραμα του Γιάννη Κωστόπουλου. Όπως σημείωσε, τα αποτελέσματα αυτής της πορείας δεν προέκυψαν τυχαία, αλλά βασίστηκαν στη διαχρονική αφοσίωση και τη σκληρή δουλειά των ανθρώπων της Τράπεζας. Με σχεδιασμό, με προσεκτικές κινήσεις, με αναδιάρθρωση, οργανωτικές αλλαγές, τεχνολογικό εκσυγχρονισμό και διαρκή έμφαση στην εξυπηρέτηση του πελάτη, τόνισε, διαμορφώθηκε το σημερινό πρόσωπο της Alpha Bank ως σταθερού θεσμικού πυλώνα της ελληνικής οικονομίας.
Η είσοδος στη νέα χιλιετία σφραγίζεται από τη συγχώνευση με την Ιονική και Λαϊκή Τράπεζα και τη δημιουργία, το 2000, της σημερινής Alpha Bank. Ακολουθεί μια περίοδος ανάπτυξης και διεθνούς επέκτασης μέχρι τη μεγάλη δοκιμασία της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Η Alpha Bank διατηρεί τον πιο υγιή ισολογισμό και λαμβάνει τη μικρότερη κρατική ενίσχυση σε σύγκριση με το υπόλοιπο σύστημα ενώ το 2012 ενσωματώνει την Εμπορική Τράπεζα, ενοποιώντας δύο ιστορικές τραπεζικές διαδρομές.
Το σήμερα και το αύριο
Το σήμερα και το αύριο αποτυπώθηκαν στις τοποθετήσεις της διοίκησης. Ο διευθύνων σύμβουλος του Ομίλου Βασίλης Ψάλτης, που οδηγεί την τράπεζα με σταθερά και σχεδιασμένα βήματα στην νέα εποχή σημείωσε ότι το 2025 αποτελεί χρονιά κατά την οποία ωρίμασαν οι προσπάθειες των τελευταίων ετών, έπειτα από συστηματικό προγραμματισμό και σταθερή υλοποίηση στρατηγικών επιλογών. Η Alpha Bank, όπως ανέφερε έχει πλέον ξεκάθαρη στρατηγική κατεύθυνση, με έμφαση στην ενδυνάμωση των προϊόντων και των λύσεων προς τους πελάτες της όχι μόνο μέσω της παραδοσιακής πιστοδότησης, αλλά και μέσα από σύγχρονα χρηματοδοτικά εργαλεία που συνοδεύουν τις ελληνικές επιχειρήσεις στην εξωστρέφειά τους και τη δραστηριοποίησή τους στο εξωτερικό. Ιδιαίτερη αναφορά έκανε στα σχέδια της Τράπεζας στο πλαίσιο της στρατηγικής συνεργασίας με την UniCredit, τα οποία σηματοδοτούν την επόμενη φάση ανάπτυξης και ενισχύουν τον ευρωπαϊκό της ρόλο.
Έναν αιώνα μετά την πρώτη της εισαγωγή στο Χρηματιστήριο Αθηνών, η Alpha Bank παραμένει παρούσα στην καρδιά της ελληνικής κεφαλαιαγοράς. Όχι μόνο ως ιστορικό αποτύπωμα, αλλά ως ζωντανός οργανισμός που εξελίσσεται μαζί με την οικονομία της χώρας. Από την Αθήνα του 1925 στη σύγχρονη ευρωπαϊκή τραπεζική σκηνή, η διαδρομή συνεχίζεται με το βλέμμα σταθερά στραμμένο στο επόμενο κεφάλαιο.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
