Αυξάνεται η πρόσκαιρη κάθειρξη από τα 15 στα 20 έτη για τα εγκλήματα που έχουν μείζονες εθνικές και κοινωνικές προεκτάσεις, όπως είναι ο εμπρησμός δάσους, σύμφωνα με το οριστικό κείμενο του νομοσχεδίου του υπουργείου Δικαιοσύνης για τις τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα, την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας.
Όπως αναφέρει το «ΘΕΜΑ» θα επιβάλλονται χρηματικά πρόστιμα από 1.000 έως 1.500 ευρώ -υπό τη μορφή δικαστικών εξόδων- στους δικομανείς και εθνικούς μηνυτές, οι οποίοι καθ’ έξιν και κατ’ επάγγελμα ή από δόλο υποβάλλουν ανακριβείς ή αβάσιμες μηνύσεις οι οποίες μπαίνουν στο αρχείο, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα να επιβαρύνονται οι ρυθμοί απονομής της Δικαιοσύνης. Παράλληλα, στις ποινικές δίκες, ο αριθμός των αναβολών περιορίζεται σε μία μόνο, ανεξάρτητα από τον αριθμό των διαδίκων.
Μία από τις καινοτομίες του νομοσχεδίου είναι ότι η ποινή για την απόπειρα βιασμού, που είναι σήμερα τα 8 έτη, θα ανέρχεται πλέον στα 20 έτη. Την ίδια στιγμή θεσπίζεται γενικό ακαταδίωκτο για τους δασκάλους, καθηγητές, γιατρούς κ.ά. που καταγγέλλουν περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας τα οποία υποπίπτουν στην αντίληψή τους κατά την άσκηση του επαγγέλματός τους.
Με άλλα λόγια, υποχρεούνται πλέον οι επαγγελματίες επιστήμονες να καταγγέλλουν τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας που υποπίπτουν στην αντίληψή τους, ενώ παράλληλα θα προστατεύονται από κακόβουλες μηνύσεις που θα κατατίθενται εις βάρος τους.
Την Τρίτη, θα αναρτηθεί σε δημόσια διαβούλευση το νομοσχέδιο για την «Τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας». Το νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης αποσκοπεί στην αποτελεσματικότερη εξυπηρέτηση τόσο της πρόληψης του εγκλήματος όσο και του σωφρονιστικού χαρακτήρα της ποινής μέσω της έκτισής της, ενώ παρέχει εναλλακτικούς τρόπους μετατροπής της ποινής σε χρηματική ή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας.
Η κυβέρνηση από την πρώτη στιγμή, δηλαδή από τις προγραμματικές δηλώσεις της, είχε επισημάνει ότι η ελληνική κοινωνία ταλανίζεται από αυτό που ονομάζουμε «μικρομεσαία εγκληματικότητα», η οποία παραμένει στην πραγματικότητα ατιμώρητη. Ετσι, έθεσε στις προτεραιότητές της την αναγκαιότητα αλλαγών στον Ποινικό Κώδικα, οι οποίες υλοποιούνται τώρα από τον υπουργό Δικαιοσύνης Γιώργο Φλωρίδη.
Εκτιση μέρους της ποινής έως τρία έτη
Αναλυτικότερα, οι ποινές φυλάκισης έως ένα έτος θα μπορούν να αναστέλλονται αν οι αμετάκλητες καταδίκες στο Ποινικό Μητρώο δεν υπερβαίνουν το ένα έτος.
Οι ποινές φυλάκισης άνω του ενός έτους και μέχρι δύο έτη θα εκτίονται πρωτίστως με εναλλακτικούς τρόπους. Δηλαδή με τη μετατροπή των ποινών σε χρηματικές ή κοινωφελή εργασία. Αντίθετα, οι ποινές φυλάκισης μέχρι τριών ετών θα μπορούν να εκτίονται μερικώς σε σωφρονιστικό κατάστημα (από έναν μέχρι έξι μήνες) και το υπόλοιπο της ποινής να αναστέλλεται.
Από την επικαιρότητα αντλείται ένα παράδειγμα για να γίνουν κατανοητά τα νέα μέτρα που προβλέπει το εν λόγω νομοσχέδιο. Συγκεκριμένα, ο 23χρονος από τη Συρία, ο επονομαζόμενος και «δράκος των Εξαρχείων», μέσα σε τρία χρόνια είχε συλληφθεί 5 φορές. Συγκεκριμένα: 1) Στις 18 Οκτωβρίου 2020 για κλοπή στη Βορειονατολική Αττική, 2) στις 12 Νοεμβρίου 2020 για κλοπή στον Αγιο Παντελεήμονα, 3) στις 22 Νοεμβρίου 2021 στα Εξάρχεια για ναρκωτικά, 4) στις 31 Δεκεμβρίου 2021 για εμπρησμό και εξύβριση και 5) στις 24 Ιανουαρίου 2022 για κλοπή στους Αγίους Θεοδώρους.
Ο 23χρονος, ένα χρόνο πριν, τον Αύγουστο του 2022, είχε συλληφθεί και προφυλακίστηκε για απόπειρα βιασμού μιας 75χρονης. Επειδή με τον Ποινικό Κώδικα του ΣΥΡΙΖΑ η απόπειρα βιασμού δεν θεωρούνταν κακούργημα ο Σύρος αφέθηκε ελεύθερος με περιοριστικούς όρους μετά από 12 μήνες, καθώς δεν έγινε η δίκη του, όπως προβλέπει ο νόμος.
Σε ό,τι αφορά τα κακουργήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας, και συγκεκριμένα το αδίκημα της απόπειρας βιασμού, το δικαστήριο θα μπορεί πλέον να επιβάλλει την ποινή που προβλέπεται για το ολοκληρωμένο έγκλημα (δηλαδή για τον βιασμό) και όχι υποχρεωτικά μειωμένη ποινή όπως ισχύει σήμερα. Αρα η μέγιστη ποινή κάθειρξης για απόπειρα βιασμού που είναι σήμερα 8 έτη θα είναι πλέον 20 έτη. Κατά συνέπεια, το μέγιστο όριο προσωρινής κράτησης για δράστη απόπειρας βιασμού θα είναι 18 και όχι 12 μήνες.
Αυστηροποίηση για τους εμπρησμούς
Με το νομοσχέδιο επέρχεται ο εξορθολογισμός των ποινικών κυρώσεων για σοβαρά εγκλήματα με μείζονες εθνικές και κοινωνικές προεκτάσεις. Ετσι, η μέγιστη ποινή της πρόσκαιρης κάθειρξης αυξάνεται από τα 15 στα 20 έτη για όλα τα κακουργήματα.
Ομως, αυστηροποιούνται οι ποινικές κυρώσεις για συγκεκριμένα αδικήματα υψηλής κοινωνικής απαξίας, όπως είναι ο εμπρησμός δάσους. Ετσι, εφόσον το μέγιστο όριο κάθειρξης αυστηροποιείται για όλα τα κακουργήματα από τα 15 στα 20 έτη, αυτό συμπαρασύρει προς το αυστηρότερο την υφ’ όρον απόλυση (ως προς τον χρόνο παραμονής στη φυλακή).
Σε κάθε περίπτωση, για την απόλυση με όρους θα απαιτείται πλέον «ουσιαστική αξιολόγηση της πρόγνωσης επαναληψιμότητας της πράξης και της κοινωνικής επικινδυνότητας του δράστη σε σχέση με τη βαρύτητα του εγκλήματος από το Δικαστικό Συμβούλιο και όχι απλά η συνδρομή των τυπικών προϋποθέσεων έκτισης μέρους της ποινής όπως ισχύει σήμερα». Ακόμη, η αιτιολόγηση του βουλεύματος του Δικαστικού Συμβουλίου που θα κρίνει αιτήματα για υφ’ όρον απόλυση πρέπει να έχει θεμελιωμένο το κριτήριο που συνδέεται με τη βαρύτητα του εγκλήματος και τα ατομικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά του καταδικασθέντος.
Επιπρόσθετα, προβλέπονται κυρώσεις για την προστασία της Ποινικής Δικαιοσύνης από εκείνους που με καταχρηστική και παρελκυστική άσκηση των δικαιωμάτων τους παρακωλύουν την ταχύτητα απονομής της Δικαιοσύνης.
Στο πνεύμα αυτό αυξάνεται το ποσό των επιβλητέων εξόδων προς εκείνους που με δόλο υποβάλλουν καταχρηστικά ανακριβείς ή προδήλως αβάσιμες μηνύσεις. Οι κυρώσεις αυτές περιλαμβάνουν τους εθνικούς μηνυτές και τους δικομανείς, οι οποίοι κατ’ επάγγελμα υποβάλλουν αφειδώς μηνύσεις που κρίνονται αβάσιμες και αρχειοθετούνται, αλλά ωστόσο επιβαρύνουν αισθητά τη Δικαιοσύνη. Οι χρηματικές ποινές, υπό τη μορφή δικαστικών εξόδων για τις μηνύσεις που θα τίθενται στο αρχείο ως αβάσιμες, θα είναι από 1.000 έως 1.500 ευρώ σε βάρος των μηνυτών.
Στον ίδιο κύκλο των τροποποιήσεων του νομοσχεδίου του Γιώργου Φλωρίδη προβλέπεται η απεμπλοκή του ποινικού δικονομικού συστήματος από άσκοπες δικονομικές ενέργειες με σκοπό την επιτάχυνση των διαδικασιών επεξεργασίας και εκδίκασης των υποθέσεων, αλλά και απονομής της Ποινικής Δικαιοσύνης.
Στο πλαίσιο επιτάχυνσης των ρυθμών της χωλαίνουσας Δικαιοσύνης προβλέπεται αφενός να γίνεται η αρχειοθέτηση προδήλως αβάσιμων μηνύσεων με συνοπτική αιτιολογία και αφετέρου ο αριθμός των αναβολών στις ποινικές δίκες, για κάθε αιτία, περιορίζεται σε μία, ανεξαρτήτως του αριθμού των διαδίκων.
Ενισχύεται η αρμοδιότητα των ολιγομελών δικαστικών συνθέσεων και περιστέλλεται η διαδικασία των δικαστικών συμβουλίων με σκοπό την αποδέσμευση του αριθμού δικαστών από πολυμελείς συνθέσεις. Η ρύθμιση αυτή αποσκοπεί στην επιτάχυνση των ποινικών δικών, καθώς θα μπορεί να διεξάγεται παράλληλα μεγαλύτερος αριθμός. Απλοποιούνται και ελαστικοποιούνται οι προϋποθέσεις υπαγωγής των υποθέσεων σε εξωδικαστικούς θεσμούς όπως είναι αυτός της ποινικής διαπραγμάτευσης.
Επίσης, με το νομοσχέδιο επανέρχεται η δυνατότητα επιβολής από το δικαστήριο του μέτρου της δικαστικής απέλασης. Δηλαδή της άμεσης απομάκρυνσης από τη χώρα -μετά την έκτιση της ποινής τους- αλλοδαπών οι οποίοι καταδικάστηκαν για κακουργηματικού χαρακτήρα αδικήματα. Η περίπτωση αυτής της απέλασης είχε καταργηθεί με το νέο Ποινικό Κώδικα του ΣΥΡΙΖΑ.
Αντιμετώπιση ενδοοικογενειακής βίας
Το δεύτερο κεφάλαιο του νομοσχεδίου του κ. Φλωρίδη αφορά την ενδοοικογενειακή βία, τα θύματα της οποίας αυξάνονται στη χώρα μας με γοργούς ρυθμούς, ειδικά μετά τους περιορισμούς που είχαν επιβληθεί κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Το συγκεκριμένο φαινόμενο έχει λάβει διαστάσεις επιδημίας στην Ελλάδα, ενώ την ίδια στιγμή καθημερινά όλο και περισσότερες τέτοιες υποθέσεις απασχολούν τα δικαστήρια.
Με το δεύτερο σκέλος του εν λόγω νομοσχεδίου που αφορά την αντιμετώπιση της ενδoοικογενειακής βίας διασφαλίζεται η προστασία του θεσμού της οικογένειας, της ανηλικότητας και των θυμάτων, κυρίως γυναικών, που πλήττονται από συμπεριφορές ενδοοικογενειακής βίας. Στο πνεύμα της πρόληψης αλλά και απάλειψης του φαινομένου δημιουργείται κατάλληλο υποστηρικτικό περιβάλλον για τα θύματα μέσω της ενίσχυσης των δημόσιων και ιδιωτικών δομών που τους παρέχουν οικονομική και ψυχολογική στήριξη.
Το νομοσχέδιο συμπεριλαμβάνει στο προστατευτικό πλαίσιο της ενδοοικογενειακής βίας κάθε μορφή βίας ή απειλής σε βάρος προσώπου που δέχεται τις υπηρεσίες φορέα παροχής κοινωνικής μέριμνας στον οποίο ο δράστης εργάζεται. Θεσπίζεται το γενικό ακαταδίωκτο για τους επαγγελματίες επιστήμονες οι οποίοι υποχρεούνται πλέον να καταγγέλλουν κάθε περιστατικό που περιέρχεται στην αντίληψή τους.
Συγκεκριμένα, θεσπίζεται ειδική υποχρέωση καταγγελίας για τους επαγγελματίες που αντιλαμβάνονται κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας. Παράλληλα, προβλέπεται η προστασία των καταγγελλόντων από κακόβουλες μηνύσεις που υποβάλλονται εις βάρος τους. Η νέα αυτή διάταξη αφορά δασκάλους, καθηγητές, γιατρούς, ψυχιάτρους, ψυχολόγους, κοινωνικούς λειτουργούς, νοσηλευτές και το ειδικό επιστημονικό προσωπικό.