Κορονοϊός και όσφρηση.

Η όσφρηση είναι μια πολύ σημαντική αίσθηση με την οποία αντιλαμβανόμαστε τις οσμές του περιβάλλοντος και είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αίσθηση της γεύσης.


Οι οσμηρές ουσίες εισέρχονται στη ρινική κοιλότητα είτε με την εισπνοή μέσω του αέρα είτε με τη μάσηση από τη στοματική κοιλότητα, και διεγείρουν λεπτές νευρικές ίνες της περιοχής αυτής. Στη συνέχεια το μήνυμα της μυρωδιάς μεταδίδεται στον εγκέφαλο, όπου γίνεται η αντίληψη του ερεθίσματος της κάθε διαφορετικής μυρωδιάς και γεύσης, η επεξεργασία του συναισθήματος που προκαλείται από τη μυρωδιά, αλλά και η καταγραφή στη μνήμη. Έτσι η αίσθηση της όσφρησης συνδέεται με τις αναμνήσεις μας, μας βοηθά στην αναγνώριση των γεύσεων αλλά και μας προστατεύει, ανιχνεύοντας τις δυσάρεστες ή επικίνδυνες οσμές.

Οποιαδήποτε κατάσταση προκαλεί βλάβη σε μια ή περισσότερες από τις δομές που συμμετέχουν στην παραπάνω διαδικασία μπορεί να προκαλέσει διαταραχή στην όσφρηση.

Οι πιο συχνές μορφές διαταραχών την όσφρησης είναι:

  • Η υποσμία όπου έχουμε ελαττωμένη οσφρητική ικανότητα.
  • Η παροσμία που χαρακτηρίζεται από την λανθασμένη αντίληψη οσμών, δηλαδή αλλοίωση στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε ένα γνωστό οσφρητικό ερέθισμα το οποίο μπορεί να ήταν αρχικά ευχάριστο και πλέον να το αντιλαμβανόμαστε ως απωθητικό.
  • Η ανοσμία που χαρακτηρίζεται από την ολική απώλεια της όσφρησης.

Οι πιθανές αιτίες είναι πολυάριθμες και ποικίλουν σε σοβαρότητα αλλά και στο είδος και τη διάρκεια της διαταραχής όσφρησης που μπορούν να προκαλέσουν. Παροδική υποσμία ή ανοσμία για παράδειγμα, προκαλούν η αλλεργική ρινίτιδα, οι ρινοκολπίτιδες, οι ρινικοί πολύποδες, απλές ιογενείς λοιμώξεις όπως το κοινό κρυολόγημα, κ.α.


Η απώλεια ή μείωση της όσφρησης αποτελεί ένα πολύ συχνό σύμπτωμα κυρίως στους ασθενείς με ήπια συμπτώματα Covid-19. Από πρώιμες ευρωπαϊκές επιδημιολογικές μελέτες φαίνεται ότι σχεδόν το 90% των ασθενών που νόσησαν από κορονοϊό παρουσίασαν ανοσμία ή υποσμία, τις περισσότερες φορές σε συνδυασμό με διαταραχές της γεύσης. Φαίνεται, επίσης, οτι η ανοσμία αποτελεί ειδικό σύμπτωμα της νόσου και όχι απλώς συνέπεια της βουλωμένης μύτης όπως στις κοινές ρινίτιδες.

Η διαταραχή διαρκεί περίπου τρείς εβδομάδες στο μεγαλύτερο ποσοστό των περιπτώσεων, όμως περίπου 15% των ασθενών δεν είχαν ανακτήσει πλήρως την όσφρηση τους μετά από τρείς μήνες. Το 95% των ασθενών είχε πλήρη αποκατάσταση της όσφρησης έξι μήνες μετά τη λοίμωξη. Μελέτες δείχνουν οτι σχεδόν οι μισοί ασθενείς με Covid-19 που παρουσίασαν ανοσμία, αναπτύσσουν στη συνέχεια παροσμία. Η επιπλοκή αυτή μπορεί να παρουσιαστεί από δύο εως και εξι μηνες μετά τη λοίμωξη, είτε μόνη της είτε σε συνδυασμό με άλλες εκδηλώσεις (long- Covid syndrome).


Η διάγνωση των διαταραχών όσφρησης πραγματοποιείται από τον ειδικό Ωτορινολαρυγγολόγο με λήψη αναλυτικού ιστορικού, πλήρη κλινική εξέταση και ενδοσκοπικό έλεγχο της ρινός, του ρινοφάρυγγα, του φάρυγγα και του λάρυγγα καθώς και έλεγχο των εγκεφαλικών συζυγιών. Η αξιολόγηση του είδους της διαταραχής γίνεται με ειδικά οσφρητικά τεστ.

Η θεραπευτική προσέγγιση των διαταραχών της όσφρησης εξαρτάται από το αίτιο που τις έχει προκαλέσει. Σε επίμονες περιπτώσεις μετά από νόσο Covid- 19, η οσφρητική επανεκπαίδευση (οσφρητική φυσιοθεραπεία) που βασίζεται στην ενδογενή ικανότητα αναγέννησης του οσφρητικού επιθηλίου έχει πολυ θετικά αποτελέσματα, ενώ είναι απλή μέθοδος με μικρό κόστος και χωρίς παρενέργειες.

Κοροπούλη Μαρία- Δήμητρα

Χειρουργός Ωτορινολαρυγγολόγος Ενηλίκων- Παίδων


https://diagnosistherapy.wixsite.com/mkoropouli-orl

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *