«Ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει…μεγάλο ρεαλισμό, προτείνοντας σήμερα να δίνεται σύνταξη στους ομογενείς από Αλβανία και τ. Σοβιετική Ένωση με 15 χρόνια διαμονής. Θα μπορούσε να προχωρήσει και περαιτέρω και δεν το έκανε. Να προτείνει για παράδειγμα να δίνεται σύνταξη με 5 χρόνια διαμονής και 1 χρόνο ασφάλισης ! Πραγματικά αυτοσυγκρατηθήκατε ! Επισημαίνω για μια ακόμα φορά ότι είστε το ίδιο κόμμα που ενώ σήμερα προτείνετε εθνική σύνταξη με 15 χρόνια διαμονής, το 2016 εσείς οι ίδιοι θεσπίσατε αυτό να γίνεται με 40 χρόνια διαμονής. Σήμερα στο συγκεκριμένο ζήτημα είστε απολογούμενοι. Θα πρέπει να εξηγήσετε στους ομογενείς μας γιατί φέρατε αυτή την απαράδεκτη ρύθμιση την οποία εμείς διορθώνουμε, υλοποιώντας τη δέσμευση του πρωθυπουργού». Αυτό ανέφερε ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων Κωστής Χατζηδάκης σήμερα, κατά τη συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής του πολυνομοσχεδίου του Υπουργείου Εσωτερικών που περιλαμβάνει –μεταξύ άλλων- και τη ρύθμιση για την εθνική σύνταξη των ομογενών.
Όπως εξήγησε, «Η κυβέρνηση τροποποιεί τη ρύθμιση του «νόμου Κατρούγκαλου» που έθετε ως προϋπόθεση για πλήρη εθνική σύνταξη στους ομογενείς από την Αλβανία και την πρώην Σοβιετική Ένωση 40 χρόνια διαμονής στην Ελλάδα, μια προϋπόθεση που δεν μπορούσε να εκπληρωθεί, αφού τα σύνορα άνοιξαν μετά το 1990. Στο πλαίσιο αυτό, προωθείται διάταξη με την οποία διευκολύνεται η απονομή πλήρους εθνικής σύνταξης στους ομογενείς αυτούς, κατά τρόπο που αίρει την αδικία της προηγούμενης ρύθμισης που είχε θεσπιστεί το 2016 επί ΣΥΡΙΖΑ. Πιο συγκεκριμένα, με την προτεινόμενη διάταξη από 1η Ιανουαρίου 2022 θα απαιτούνται 30 αντί για 40 χρόνια διαμονής, για να λάβουν πλήρη εθνική σύνταξη οι ομογενείς από την Αλβανία και την πρώην Σοβιετική Ένωση. Ταυτόχρονα, θα αναπροσαρμοστεί προς τα πάνω η εθνική σύνταξη που λαμβάνουν. Μέχρι τώρα αυτή υπολογιζόταν σε σχέση με το πόσο υπολείπονταν τα χρόνια της διαμονής τους από τα 40 χρόνια, ενώ στο εξής θα υπολογίζεται με βάση τα 30 χρόνια. Για παράδειγμα, αν κάποιος ομογενής κατά τη συνταξιοδότησή του είχε 20 χρόνια στην Ελλάδα θα έπαιρνε το 50% της εθνικής σύνταξης. Από τώρα και στο εξής θα λαμβάνει τα 2/3. Αντίστοιχα αν κάποιος είχε 30 χρόνια διαμονής, με το «νόμο Κατρούγκαλου» θα έπαιρνε τα 3/4 της εθνικής σύνταξης, ενώ με τη δική μας ρύθμιση θα τη λάβει ολόκληρη. Αυτή είναι η διαφορά και το κατανοούν και οι ομογενείς, όπως κατανοούν και την πολιτική υποκρισία της αξιωματικής αντιπολίτευσης», τόνισε ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων.
Ο κ. Χατζηδάκης προανήγγειλε επίσης από το βήμα της Βουλής τη χορήγηση επιδόματος ανασφάλιστων υπερηλίκων στους ομογενείς το αμέσως επόμενο διάστημα. «Είναι δέσμευσή μας και θα προχωρήσουμε», υπογράμμισε.
Αναφερόμενος τέλος στο θέμα της ασφαλιστικής ικανότητας (πρόσβαση σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη) των ελεύθερων επαγγελματιών, ο κ. Χατζηδάκης εξήγησε ότι «Πέρυσι λόγω κορωνοϊού δώσαμε επέκταση ασφαλιστικής ικανότητας σε όλους. Αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί, καθώς πρέπει να επιστρέψουμε βαθμιαία στην κανονικότητα. Φέραμε μια ρύθμιση που καλύπτει πάνω από 8 εκατ. ασφαλισμένους. Επειδή όμως δεν υπήρχε επαρκές διάστημα για να εξοφλήσουν τα χρέη τους οι ελεύθεροι επαγγελματίες προς τον ΕΦΚΑ και για να μην δημιουργούνται προβλήματα, καταθέσαμε ρύθμιση που προβλέπει ότι οι μη μισθωτοί ασφαλισμένοι του Φορέα λαμβάνουν κατ΄ εξαίρεση, ασφαλιστική ικανότητα από την 1η Μαρτίου 2022 έως 31 Μαΐου 2022, ανεξαρτήτως οφειλών προς τον ΕΦΚΑ και πλήρωσης προϋποθέσεων εκ μέρους τους. Πρέπει όμως να δουν τι θα κάνουν με τις οφειλές τους στο μεταξύ, να τις ρυθμίσουν όπως γινόταν και τα προηγούμενα χρόνια. Παράλληλα, με μια ακόμη διευκολυντική ρύθμιση, η ασφαλιστική ικανότητα των μη μισθωτών παρατείνεται έως τις 28 Φεβρουαρίου 2023, με τον όρο είτε να έχουν καταβάλει εντός του 2021, είτε να καταβάλουν εντός του τρέχοντος έτους στον ΕΦΚΑ ποσό που αντιστοιχεί στην ετήσια εισφορά για παροχές σε είδος και χρήμα, σύμφωνα με την ασφαλιστική κατηγορία που είχαν επιλέξει για το 2021.
«Δεν ζητάμε δηλαδή από τους συγκεκριμένους ασφαλισμένους να αποπληρώσουν όλες τις οφειλές τους, αλλά να καταβάλουν τις εισφορές του 2021. Πρόκειται για μια δίκαιη ρύθμιση που ισορροπεί μεταξύ της ανάγκης λήψης ενός μέτρου που να λαμβάνει υπόψη τις ειδικές συνθήκες που δημιουργήθηκαν λόγω της πανδημικής κρίσης, αλλά και της ανάγκης να επανέλθουμε σταδιακά στην κανονικότητα, όπως συμβαίνει σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες», κατέληξε ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων.