Το μεγάλο επίτευγμα της Μεταπολίτευσης, ο ρόλος του Κωνσταντίνου Καραμανλή, η μεγάλη πολιτική αλλαγή του ‘81 που η χώρα άφησε οριστικά πίσω της το σκοτεινό εμφυλιοπολεμικό παρελθόν, η μεγάλη χαμένη ευκαιρία της οικονομίας, η αλλαγή της φυσιογνωμίας των μεγάλων κομμάτων που οδήγησε εν τέλει στη χρεοκοπία, αλλά και όλα όσα διαδραματίστηκαν το κρίσιμο διάστημα του 2015 μέχρι και την έξοδο από τα μνημόνια από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ είναι τα κεντρικά σημεία στο εκτενές άρθρο του Αλέξη Τσίπρα για τη συμπλήρωση 50 χρόνων από την Μεταπολίτευση που δημοσιεύθηκε στην σελίδα του Ινστιτούτου Αλέξη Τσίπρα
Ολόκληρο το άρθρο:
Μισός αιώνας από τη Μεταπολίτευση, είναι χρόνος ικανός για μια σοβαρή αποτίμηση. Με τη σημείωση εκ των προτέρων, ότι η αναδρομή στο παρελθόν και πολύ περισσότερο η «αναδρομή στο μέλλον», φωτίζονται, συνειδητά ή μη, από συγκεκριμένη πολιτική και ιδεολογική γωνία.
Αναμφίβολα, η Μεταπολίτευση αποτέλεσε μια καθοριστική τομή, στη σύγχρονη ιστορία του τόπου μας. Και σήμερα που κλείνουμε μισό αιώνα, χρόνο ικανό για συμπεράσματα, είναι νομίζω μια καλή αφορμή για συλλογικό προβληματισμό, κριτική και αυτοκριτική, αναδρομή σε όσα πετύχαμε, στα λάθη αλλά και στις ευκαιρίες που χάσαμε.
Το πιο μεγάλο επίτευγμα της Μεταπολίτευσης, είναι κάτι που συνήθως όταν το έχουμε το υποτιμούμε. Το ότι οδήγησε σε μια μακρά περίοδο σταθερότητας, πολιτικής ομαλότητας, ειρηνικής εναλλαγής στην πολιτική εξουσία με την ψήφο του λαού, που ποτέ άλλοτε δεν έζησε η πατρίδα μας από την ίδρυση του ελληνικού κράτους.
Η νομιμοποίηση της πολιτικής δράσης των ηττημένων του εμφυλίου, η κατάργηση των πιστοποιητικών κοινωνικών φρονημάτων και των κάθε είδους διακρίσεων, οι ελεύθερες εκλογές, η κατάργηση του θρόνου, άνοιξαν το δρόμο στην ικανοποίηση του προδικτατορικού λαϊκού αιτήματος για γνήσιο κοινοβουλευτισμό, χωρίς απροσχημάτιστα αντιδημοκρατικές επεμβάσεις. Έστω όχι απόλυτα, αφού προφανώς οι εξωτερικές παρεμβάσεις, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, δεν έλειψαν και είναι ένα ζήτημα αν στο σημερινό κόσμο θα μπορούσαν να λείψουν σε μια χώρα, που όπως η Ελλάδα διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην γεωπολιτικά εύθραυστη περιοχή μας. Ωστόσο, μπήκε οριστικά τέλος -κι αυτό δεν είναι καθόλου λίγο- στην εξωθεσμική ωμότητα του μετεμφυλιακού συστήματος εξουσίας και των ανακτόρων, που οδήγησε για δεκαετίες σε πολιτικά και ανθρώπινα δράματα.
Και αυτό οφείλουμε να το επισημάνουμε, γιατί αυτή η εξέλιξη δεν ήταν αυτονόητη, ούτε επιφανειακή, αν και είχε στοιχεία συμβιβασμού που δεν ικανοποίησαν τις πιο ριζοσπαστικές αντιδικτατορικές δυνάμεις. Αξίζει όμως η σύγκριση με την αντίστοιχη στιγμή μετάβασης στη Χιλή, όπου η πολιτική αλλαγή έγινε υπό την αιγίδα του δικτατορικού καθεστώτος, χωρίς το στοιχείο της κάθαρσης, με αποτέλεσμα να παραμείνει για πάρα πολλά χρόνια ατελής. Και ο βασικός λόγος, που στην Ελλάδα είχαμε μια μετάβαση ρήξης με το παλιό καθεστώς, είναι το γεγονός ότι η μεταπολίτευση θεμελιώθηκε επάνω στα καταστατικά τραύματα της τραγωδίας της Κύπρου, αλλά και της εξέγερσης και σφαγής του Πολυτεχνείου.
Χωρίς να παραγνωρίζουμε διόλου τον κρίσιμο ρόλο πολιτικών προσώπων και ιδιαίτερα του Κωνσταντίνου Καραμανλή, δηλαδή την αποφασιστική και ευέλικτη πολιτική διαχείριση εκ μέρους τους, που από τα πάνω επέβαλαν μια ουσιαστική πολιτική και πολιτειακή μετάβαση, δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να υποτιμούμε το ρόλο του λαϊκού παράγοντα. Το κλίμα της περιόδου, είναι απολύτως βέβαιο ότι διαμορφώθηκε τόσο από το Πολυτεχνείο, όσο και από την τραγωδία της Κύπρου. Και ήταν ένα κλίμα τόσο εκρηκτικό, που οποιαδήποτε προσπάθεια μετάβασης χωρίς τομές με το δικτατορικό καθεστώς, αλλά και με το μετεμφυλιακό καθεστώς που οδήγησε στη δικτατορία, θα ήταν καταδικασμένη αργά ή γρήγορα να έρθει αντιμέτωπη με τη λαϊκή οργή. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο, που η μεταπολίτευση έφερε μια πλημμυρίδα δημοκρατίας, συμμετοχής και ενεργοποίησης των πολιτών στα κοινά, σε όλα τα επίπεδα. Από τα πολιτικά κόμματα και τις διαδηλώσεις, μέχρι τα συνδικάτα και την πολιτισμική δημιουργία. Το σύνθημα Ψωμί-Παιδεία-Ελευθερία, νομίζω αποδίδει εύστοχα αυτό ακριβώς το κλίμα, που για χρόνια επηρέαζε τις πολιτικές αποφάσεις και εξελίξεις.
Από την άποψη αυτή, είναι αληθές ότι η μεταπολίτευση είχε τη σφραγίδα των ιδεών της ευρύτερης Αριστεράς. Και το ωστικό κύμα τους ήταν αυτό ακριβώς που οδήγησε στο δεύτερο μεγάλο σταθμό, μετά το 1974: Στο 1981.
1981, η μεγάλη αλλαγή
Το 1981 ολοκληρώθηκε το μετέωρο βήμα της μεταπολίτευσης. Οι ηττημένοι του εμφυλίου και μεγάλα τμήματα του πληθυσμού που παρέμεναν αποκλεισμένα από τη πολιτική ζωή, έγιναν ορατά και απέκτησαν δικαιώματα. Αναγνωρίσθηκε η Εθνική Αντίσταση. Θεσμοθετήθηκαν συνδικαλιστικές ελευθερίες. Ανασυγκροτήθηκε το κοινωνικό κράτος. Ιδρύθηκε το ΕΣΥ. Εκσυγχρονίστηκε το οικογενειακό δίκαιο. Καταργήθηκε η έδρα στα πανεπιστήμια. Ενισχύθηκε η δημόσια Παιδεία.
Με την πολιτική αλλαγή του 81, η χώρα είχε μπροστά της μια μεγάλη ευκαιρία, όχι μόνο να αφήσει οριστικά πίσω της το σκοτεινό εμφυλιοπολεμικό παρελθόν, αλλά και να κάνει βήματα στη προοπτική ενός στέρεου και βιώσιμου εκσυγχρονισμού. Ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε την πολιτική ευφυία και την αδιαμφισβήτητη ικανότητα, να εκφράσει το μεγάλο λαϊκό κύμα της αλλαγής, αλλά και την τύχη, να κυβερνά τα πρώτα χρόνια ουσιαστικά δίχως αντίπαλο, και σε μια περίοδο θετικού οικονομικού κύκλου για την Ελλάδα και την Ευρώπη. Γεγονός που του έδινε τη δυνατότητα να συνδυάσει μεγάλες θεσμικές τομές, με σημαντικές πρωτοβουλίες στήριξης της κοινωνικής πλειοψηφίας και αναδιανομής προς όφελος της μεσαίας τάξης και των λαϊκών στρωμάτων.
Και κατάφερε πράγματι μεγάλες θεσμικές τομές. Ενίσχυσε το εισόδημα της μεσαίας τάξης και των – όπως ο ίδιος τους χαρακτήρισε- μη προνομιούχων Ελλήνων. Ενέταξε στην οικονομία και το πολιτικό γίγνεσθαι μεγάλο μέρος Ελλήνων, που ήταν αποκομμένοι, λόγω είτε της ταξικής, είτε της πολιτικής τους καταγωγής. Έδωσε νέα υπόσταση, έκταση και βάθος στο κοινωνικό κράτος. Αλλά αυτό που δεν επιχείρησε και δεν κατάφερε, ήταν να θέσει τις βάσεις για την αλλαγή του παραγωγικού υποδείγματος.
Η χώρα συνέχισε στην πεπατημένη της δεκαετίας του εξήντα, που αργά ή γρήγορα άρχισε να εξαντλείται. Με ατμομηχανή της ανάπτυξής της, την αντιπαροχή και τις κατασκευές. Και με έναν πρωτογενή τομέα, που μετά την ένταξη στην Ε.Ε, άρχισε να εθίζεται στη λογική των αποσυνδεμένων από την παραγωγή ευρωπαϊκών επιδοτήσεων, που ευνόησαν τελικά την παραοικονομία και την καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων, αντί να επενδυθούν στην παραγωγική ανασυγκρότηση και ανανέωση της χώρας.
Παρόλα αυτά όμως, όσα συνέβησαν τη δεκαετία του 80 είχαν θετικό πρόσημο, έστω με αστερίσκους. Όσα ακολούθησαν από το 90 και μετά, ήταν αυτά που έθεσαν σε διακινδύνευση τη μεταπολιτευτική συνθήκη της κοινωνικής σταθερότητας. Άνοιξαν το δρόμο σε μια οδυνηρή χρεοκοπία και για πρώτη φορά μετά τον πόλεμο, στο γενικευμένο αίσθημα ότι οι επόμενες γενιές θα ζήσουν χειρότερα από τις προηγούμενες. Ενώ εξέθρεψαν την πολιτική και θεσμική αναξιοπιστία, που αποτελεί χαρακτηριστικό της χώρας και της δημοκρατίας μας μέχρι σήμερα.
Οικονομία, η μεγάλη χαμένη ευκαιρία
Σήμερα, πενήντα χρόνια μετά, μπορούμε χωρίς καμιά αμφιβολία να πούμε, ότι το πιο προβληματικό πεδίο του απολογισμού της μεταπολίτευσης, με βαρύτατες κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις, είναι αυτό της οικονομίας. Αν κάνουμε μια απλή αναδρομή στα μεγέθη της οικονομικής μας ανάπτυξης, θα δούμε ότι ο μέσος ετήσιος ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης των 50 αυτών χρόνων, δεν ξεπέρασε το 1,3%. Αδύναμος, απογοητευτικός και αθροιστικά πολύ χαμηλότερος από το μεταπολεμικό ρυθμό. Γεγονός που αποδεικνύει, ότι το μεταπολεμικό υπόδειγμα ανάπτυξης εξαντλήθηκε χωρίς να αντικατασταθεί από ένα νέο και βιώσιμο.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η χώρα να μείνει πίσω από μια σειρά ευρωπαϊκές χώρες, που την αντίστοιχη περίοδο αξιοποίησαν καλύτερα τις ευκαιρίες ανάπτυξης και ευημερίας που τους δόθηκαν. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός, ότι το 1974 το κατά κεφαλήν εισόδημα της Ελλάδας ήταν υψηλότερο, από αυτό της Ισπανίας, της Πορτογαλίας ακόμα και της Ιρλανδίας. Πολύ πριν την κρίση που οδήγησε στην επιτροπεία και τα μνημόνια, ήταν ήδη χαμηλότερο από αυτά της Ισπανίας και της Ιρλανδίας. Σήμερα είναι κατώτερο όχι μόνο από της Πορτογαλίας, αλλά το κατώτερο στην ευρωζώνη. Και ανταγωνιζόμαστε μόνο με χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ.
Ταυτόχρονα, οι χρόνιες παθογένειες του πελατειακού κράτους, της εκτεταμένης διαφθοράς, των αδύναμων θεσμών διογκώθηκαν, και αποτέλεσαν τις κύριες αιτίες για τη μεγαλύτερη οικονομική κρίση σε ευρωπαϊκό έδαφος μετά τον πόλεμο. Με αποτέλεσμα σήμερα η χώρα μας να έχει τη μοναδική οικονομία της Ευρώπης, της οποίας οι πολίτες έχουν χάσει τόσο μεγάλο μέρος της αγοραστικής τους δύναμης από τις αρχές του 21ου αιώνα.
Με την έννοια αυτή, η μεταπολίτευση μπορεί να αντιμετωπιστεί και ως μία μεγάλη χαμένη ευκαιρία. Μπήκαμε στην Ευρώπη, αλλά δε γίναμε Ευρώπη. Η πραγματική σύγκλιση δεν ήρθε ποτέ.
Ποιος ευθύνεται για τη χρεοκοπία;
Πολλοί είπαν ότι οδηγηθήκαμε στη μεγάλη κρίση και τη χρεοκοπία το 2009, εξαιτίας της αποτυχίας της μεταπολίτευσης, των αξιών και της κουλτούρας της.
Θέλησαν να μεταβιβάσουν την ευθύνη από το πολιτικό σύστημα και τις κυβερνήσεις του, στους πολίτες που έμαθαν να διεκδικούν μια καλύτερη ζωή και να έχουν υψηλότερες προσδοκίες. Ήθελαν, είπαν, να ζουν πάνω από τις δυνατότητές τους. Άρα, αν υπάρχει ευθύνη, αυτή είναι συλλογική, γιατί «μαζί τα φάγαμε».
Πρόκειται για μια σκόπιμη και άτεχνη απόπειρα μετάθεσης ευθυνών από το πολιτικό προσωπικό και τα κόμματα που κυβέρνησαν τη χώρα και την οδήγησαν στη χρεοκοπία, στους πολίτες που ψήφισαν και στήριξαν αυτό το πολιτικό προσωπικό κι αυτά τα κόμματα. Οι λαοί έχουν αναμφίβολα ευθύνη για τις επιλογές τους, αλλά τις επιλογές που κάθε φορά «μπαίνουν στο τραπέζι» τις διαμορφώνουν οι πολιτικές δυνάμεις και κυρίως αυτές που βρίσκονται σε θέσεις κυβερνητικής ευθύνης.
Η αλήθεια, λοιπόν, δεν είναι ότι οι αξίες της Μεταπολίτευσης οδήγησαν στη χρεοκοπία. Το αντίθετο: Στη χρεοκοπία οδηγηθήκαμε εξαιτίας της σταδιακής εγκατάλειψης των αξιών της Μεταπολίτευσης. Οι αιτίες της κρίσης έγκεινται στο γεγονός ότι, με ευθύνη κυρίως των δύο κομμάτων που κυβέρνησαν τη χώρα τα 45 από τα 50 αυτά χρόνια και καθ’ όλη τη διάρκεια πριν τη κρίση, οικοδομήθηκε ένα κράτος πελατειακό, πλαδαρό, σε μεγάλο βαθμό διεφθαρμένο και κυρίως αναποτελεσματικό.
Και δεν προδόθηκαν μόνο οι αξίες της Μεταπολίτευσης. Τα δύο κόμματα του μεγάλου και εξόχως ανταγωνιστικού, μέχρι το 2009, δικομματισμού εγκατέλειψαν στην πορεία ακόμη και τις δικές τους ιδεολογικές και πολιτικές αρχές. Έπαψαν να είναι κόμματα με συνεκτική ιδεολογία και σαφείς διαφορές. Στο όνομα του ανταγωνισμού τους για την εξουσία, ήταν σε θέση να υποσχεθούν και να κάνουν οτιδήποτε μπορούσε να προσελκύσει ψηφοφόρους. Το αποτέλεσμα ήταν να αλλοιωθεί η φυσιογνωμία τους και να αποτελέσουν στην ουσία τα δύο πρόσωπα της ίδιας πολιτικής αντίληψης και πρακτικής.
Από το 1990 και μετά, πρώτο το ΠΑΣΟΚ μετατοπίστηκε σταδιακά από τον πυρήνα του σοσιαλδημοκρατικού του αφηγήματος. Αν η καρδιά του σοσιαλδημοκρατικού αφηγήματος βρίσκεται στο περίφημο πρόγραμμα της Ερφούρτης, του Γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, που έθεσε ως στόχο ένα ισχυρό κοινωνικό κράτος πρόνοιας για την εργατική τάξη, με πόρους από την αναδιανομή του εισοδήματος που ένα προοδευτικό φορολογικό σύστημα με αποκλειστικά άμεσους φόρους θα διασφαλίζει, τότε σίγουρα δεν αποτελεί υπερβολή η παραπάνω παραδοχή. Καθώς η χώρα ακόμη και τα χρόνια της επίπλαστης ευημερίας, των μεγαλεπήβολων στόχων, της Ολυμπιάδας και της χρηματιστηριακής ευφορίας, είχε μια οικονομία που στηριζόταν σε πήλινα πόδια, αφού είχε από καιρό πάψει να παράγει αλλά και να εξασφαλίζει επαρκή δημόσια έσοδα.
Από την άλλη και η ΝΔ μετατοπίστηκε αισθητά από την παραδοσιακή συντηρητική της ταυτότητα, που είχε ως χαρακτηριστικό τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση. Αυτό γίνεται φανερό αν αναλογιστούμε ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε διακριθεί από την επιμονή του στη διατήρηση δημοσιονομικών πλεονασμάτων τη περίοδο 53-63, ώστε μέσω αυτών να έχει δημοσιονομικό χώρο για δημόσιες επενδύσεις, αλλά και αργότερα την περίοδο 74-80, όταν διαχειρίστηκε με σχετική επιτυχία δυο πετρελαϊκές κρίσεις.
Η Αριστερά, την περίοδο του μεγάλου και ανταγωνιστικού δικομματισμού, δεν είχε κυβερνητικές ευθύνες. Θα ήταν άδικο να της αποδοθεί ευθύνη για το πελατειακό κράτος και τη διόγκωσή του. Για τις χιλιάδες των προσλήψεων στις ΔΕΚΟ που γίνονταν μέχρι να θεσμοθετηθεί ο ΑΣΕΠ, με κριτήριο το πράσινο ή το γαλάζιο κομματικό διαβατήριο. Ωστόσο, αν της αναλογεί μια ευθύνη, είναι ότι και αυτή στο λόγο και τις διεκδικήσεις της έδειχνε να παραγνωρίζει εντελώς τους κινδύνους των μακροοικονομικών ανισορροπιών. Και ιδιαίτερα την περίοδο πριν την κρίση φάνηκε να υιοθετεί το λανθασμένο αφήγημα της δήθεν θωρακισμένης οικονομίας.
Η οικονομία τελικά όχι μόνο δεν ήταν θωρακισμένη αλλά ήταν, όπως αποδείχθηκε, εξαιρετικά ευάλωτη. Αυτό αποτυπωνόταν ξεκάθαρα στην επιδείνωση των δίδυμων ελλειμάτων -του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και του δημοσιονομικού ισοζυγίου, από το 2004 και μετά. Οι εισαγωγές ήταν πολύ μεγαλύτερες από τις εξαγωγές. Και οι δαπάνες μεγαλύτερες από τα έσοδα. Αυτές ήταν οι δύο βασικές αιτίες που οδήγησαν στην οικονομική κρίση.
Την οικονομική κρίση όμως συνόδεψε και η κοινωνική κρίση. Η ραγδαία διεύρυνση των ανισοτήτων και η διάρρηξη του κοινωνικού συμβολαίου της μεταπολίτευσης έγινε προφανώς με εμφατικό τρόπο την περίοδο των μνημονίων. Οι πρώτες ρωγμές ωστόσο στην εξίσωση της ευημερίας, φάνηκαν πολύ νωρίτερα. Με τη σταδιακή μεταβολή του ρόλου του κράτους στην οικονομία. Με τη μεταφορά στις Βρυξέλες της νομισματικής πολιτικής. Με τη σταδιακή συρρίκνωση δαπανών για την Υγεία, την Παιδεία, την κοινωνική ασφάλιση. Με τη μεταβολή της ισορροπίας ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό. Η δυναμική των αγορών και όχι το κράτος, άρχισε πια να αποτελεί τον καθοριστικό παράγοντα στην εξέλιξη της κοινωνικής ευημερίας. Οι θέσεις εργασίας που προσφέρονταν στους νέους άρχισαν να είναι επισφαλείς και χαμηλότερων απολαβών, σε σύγκριση με τις προηγούμενες περιόδους. Ενώ το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα της Ελλάδας, η ιδιοκατοίκηση, άρχισε να σχετίζεται περισσότερο με την κληρονομιά παρά με τη δυνατότητα των νέων να αγοράσουν την πρώτη τους κατοικία. Έτσι, για πρώτη φορά, πολύ πριν τη χρεοκοπία, άρχισε να εδραιώνεται η πεποίθηση ότι σπάει η κοινωνική εξίσωση ευημερίας που χαρακτήρισε το πρώτο μισό της μεταπολίτευσης. Και κέρδιζε έδαφος η αίσθηση ότι τα νέα παιδιά θα ζήσουν χειρότερα από τους γονείς τους.
Το κρίσιμο 2015
Στη σύντομη ανασκόπηση της Μεταπολίτευσης, το 2015 έχει προφανώς ιδιαίτερη θέση, διότι αποτέλεσε μια κρίσιμη, χωρίς υπερβολή, οριακή χρονιά για τη χώρα. Ο ΣΥΡΙΖΑ ανέλαβε τη διακυβέρνηση μετά από δύο διαδοχικά και αποτυχημένα προγράμματα διάσωσης, που έδιναν προτεραιότητα στη βίαιη δημοσιονομική προσαρμογή και όχι σε αναγκαίες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Με τη χώρα να έχει χάσει ως τότε, σε μόλις 4 χρόνια, το ένα τέταρτο του ΑΕΠ της. Με τα δημόσια ταμεία χωρίς αποθέματα όχι μόνο για να αποπληρωθούν οι ληξιπρόθεσμες οφειλές των τόκων και των χρεολυσίων, αλλά ούτε καν οι συντάξεις. Με σοβαρά συμπτώματα ανθρωπιστικής κρίσης σε σημαντικό μέρος του πληθυσμού. Και με την πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας εξαντλημένη από τη λιτότητα και εξαγριωμένη με το πολιτικό σύστημα.
«Δαμόκλειος σπάθη» πάνω από τη χώρα το 2015 δεν ήταν μόνο η πιθανότητα εξόδου της από την ευρωζώνη, αλλά και η πιθανότητα πλήρους κατάρρευσης του τραπεζικού συστήματος και κατ’ επέκταση μια ανεξέλεγκτη χρεοκοπία με ανυπολόγιστες οικονομικές, αλλά και κοινωνικές συνέπειες.
Το πολιτικό σύστημα και τα δύο μέχρι τότε κυβερνητικά κόμματα, που είχαν και την κύρια ευθύνη για τους χειρισμούς που οδήγησαν τη χώρα στη κρίση, την άφησαν τελικά αβοήθητη να πνιγεί από την οικονομική ασφυξία, στα χέρια όμως μιας νέας κυβέρνησης, της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Κάποιοι μάλιστα, αδιαφορώντας για τις συνέπειες στη χώρα, επένδυσαν στην οικονομική ασφυξία και στη προοπτική της χρεοκοπίας, ευελπιστώντας ότι έτσι θα κλείσει βίαια αλλά και σύντομα η «αριστερή παρένθεση.
Δεν υπάρχει βέβαια αμφιβολία, ότι σε συνθήκες ασφυκτικής πίεσης μέσα κι έξω από τη χώρα, oι «παιδικές ασθένειες» που κουβαλούσε μαζί του ο ΣΥΡΙΖΑ όταν ανέλαβε τη διακυβέρνηση, δεν ήταν ο καλύτερος πολιτικός σύμβουλος. Η πολλές φορές υπερβολική ρητορική, η επιλογή να μπει ο πήχης ψηλά, δίνοντας την εντύπωση μιας περίπου εύκολης λύσης στα σύνθετα προβλήματα που αντιμετώπιζε η χώρα, η εδραία τότε πεποίθηση ότι το δίκιο της Ελλάδας είναι τόσο εξόφθαλμο ώστε δεν μπορεί παρά να επικρατήσει, οδήγησαν σε κινήσεις που αποδείχτηκαν τουλάχιστον αναποτελεσματικές, και σε κάποιο βαθμό παρόξυναν την απροκάλυπτη εχθρότητα της συντηρητικής Ευρώπης για την Ελλάδα και τη νέα της κυβέρνηση. Το μάθημα από το πρώτο εξάμηνο ήταν σκληρό. Οι καλές προθέσεις και η αποφασιστικότητα από μόνες τους δεν αρκούν, οφείλουν να συνοδεύονται από το ρεαλισμό και τη σωστή εκτίμηση του συσχετισμού των δυνάμεων προκειμένου να αποδώσουν.
Το 2015, η Αριστερά μέσω του ΣΥΡΙΖΑ ήρθε για πρώτη φορά στη διακυβέρνηση της χώρας με ένα αφήγημα απελευθερωτικό, λυτρωτικό κατά κάποιο τρόπο, για την έξοδο από την κρίση, που ήταν όμως από κάποιες απόψεις απλοϊκό και έμοιαζε να υποβαθμίζει τις πραγματικές ευθύνες και αιτίες της κρίσης. Ένα αφήγημα που επέρριπτε τις ευθύνες περισσότερο στους Ευρωπαίους εταίρους και λιγότερο στις ελληνικές κυβερνήσεις.
Από την άλλη όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ, όσο και αν την πρώτη περίοδο δεν διέθετε εμπειρία στην άσκηση εξουσίας, ενώ στο εσωτερικό του υπήρχαν και δυνάμεις που ανοιχτά ζητούσαν τη ρήξη με την ΕΕ και το ευρώ ή φλέρταραν με τη ρητορική του λαϊκισμού, εν τέλει αποτέλεσε τη διέξοδο για τη διατήρηση της χώρας στα πλαίσια της δημοκρατικής κανονικότητας. Μετέτρεψε σε πολιτικό ρεύμα τη λαϊκή οργή και αγανάκτηση που διαφορετικά θα παρέμεναν «τυφλές» και το πιθανότερο είναι να είχαμε οδηγηθεί στην επέλαση ενός ακραίου κύματος αντιπολιτικής, με τη σφραγίδα του εθνικισμού και του ακροδεξιού αντιευρωπαϊσμού.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, λοιπόν, με όλες τις υπερβολές του εκείνη την εποχή, το πλεόνασμα ενθουσιασμού και το έλλειμα ρεαλισμού, αλλά και με τη γρήγορη και βίαιη ωρίμανσή του, μετέπειτα, υπήρξε το αναγκαίο δημοκρατικό ανάχωμα στο κύμα της ακροδεξιάς και της αντιπολιτικής. Απέτρεψε μια κοινωνική και πολιτική τραγωδία με ανυπολόγιστες συνέπειες. Και στο τέλος της ημέρας, το μεγάλο κατόρθωμά του είναι η έξοδος από την κρίση με την ελληνική κοινωνία όχι μόνο όρθια αλλά και σχεδόν στο σύνολό της πια συνειδητοποιημένη ότι η πιθανότητα μιας άτακτης χρεοκοπίας δεν ήταν ένα κόλπο ή μια μπλόφα, αλλά υπαρκτό εναλλακτικό σχέδιο των πιο συντηρητικών δυνάμεων στην Ευρώπη, που για τους δικούς τους λόγους είχαν ρίξει όλο τους το πολιτικό βάρος στη περίπτωση της Ελλάδας.
Η κορύφωση της κρίσης με το δημοψήφισμα τον Ιούλη του 15 δημιούργησε μια άνευ προηγουμένου δραματοποίηση, που έδωσε όμως τη δυνατότητα σε όλες τις πλευρές να κάνουν ένα βήμα πίσω. Στην ηγεσία της ΕΕ να αναμετρηθεί με τις ηθικές και πολιτικές της ευθύνες από μια πιθανή άτακτη χρεοκοπία χώρας του ευρώ και από την -για πρώτη φορά- αμφισβήτηση στην πράξη της συνοχής της ευρωζώνης. Αυτή η κορύφωση έκανε τελικά εφικτό να αμβλυνθούν οι αντιρρήσεις σειράς χωρών και να τεθεί επιτέλους πάνω στο τραπέζι ένα πρόγραμμα με επαρκή χρηματοδότηση, αρχή μέση και τέλος. Ένα πρόγραμμα που μπορούσε να καλύψει όλες τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας, κυρίως όμως ένα πρόγραμμα με ορίζοντα την αναγκαία αναδιάρθρωση του χρέους που ήταν το κλειδί για την επάνοδο της Ελλάδας στις αγορές. Και βεβαίως ένα πρόγραμμα με μία διαφορετική λογική, με ηπιότερη δημοσιονομική προσαρμογή, που έφερνε πρώτα τις μεταρρυθμίσεις και μετά τη προσαρμογή.
Από την άλλη, και για την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν καθόλου εύκολο να αποδεχτεί πριν τη κορύφωση του δημοψηφίσματος μια πολιτική έστω και ηπιότερης δημοσιονομικής προσαρμογής. Όσο όμως δεν υπήρχε καν στο τραπέζι διάδρομος εξόδου, έστω και δύσκολος, έστω και ανηφορικός, ήταν απολύτως παράλογος ο όποιος συμβιβασμός. Γιατί θα ήταν δίχως αντίκρισμα, δίχως διέξοδο. Αυτό για πρώτη φορά άλλαξε μετά τις δραματικές εξελίξεις του Ιούλη. Με δυο λόγια, αυτό που κάποιοι ονόμασαν υποτιμητικά «κωλοτούμπα», ήταν τελικά ο δύσκολος ελιγμός που απομάκρυνε όμως το καράβι από τα βράχια ή ακριβέστερα, ήταν η σωτηρία της χώρας από την άτακτη χρεοκοπία. Και αν δεν υπήρχαν δυνάμεις στη πλευρά των δανειστών με πολιτικές εμμονές, που επιχείρησαν πολλές φορές να τορπιλίσουν τόσο την προοπτική συμφωνίας, τον Ιούλη του 15, όσο και την επιτυχή υλοποίηση του προγράμματος από το 15 μέχρι το 18, σίγουρα η έξοδος από τη κρίση θα γινόταν με πολύ λιγότερες αναταράξεις και κοινωνικές συνέπειες.
Σε κάθε περίπτωση όμως η καθαρή έξοδος από τα μνημόνια, η επιστροφή στην ανάπτυξη και η βιώσιμη ρύθμιση του χρέους, είναι η μεγάλη επιτυχία της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Μια επιτυχία που στη θέση της θα ήταν μια τραγωδία χωρίς το συμβιβασμό μετά το δημοψήφισμα. Μια επιτυχία που δεν ήταν καθόλου αυτονόητο ότι θα επιτευχθεί, αν στα τρία χρόνια που ακολούθησαν δεν υπήρχε απόλυτη στοχοπροσήλωση και υψηλό αίσθημα εθνικής ευθύνης. Αν δηλαδή η εθνική ευθύνη δεν υπερτερούσε πάντα, σε όλες τις δύσκολες αποφάσεις, από το φόβο του πολιτικού κόστους. Στάση που αποτυπώθηκε άλλωστε και στο έτερο μεγάλο επίτευγμα της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, στη Συμφωνία των Πρεσπών, με την οποία διευθετήθηκε με αμοιβαία αποδεκτό τρόπο, μια μεγάλη και χρόνια διαφορά με τους βόρειους γείτονές μας. Μια Συμφωνία που με βάση τις εξελίξεις στο Ουκρανικό είναι βέβαιο ότι απέτρεψε ισχυρότατες πιέσεις και δυσμενείς εξελίξεις για τη χώρα μας, πιθανότητα την ίδια την ένταξη των γειτόνων μας στο ΝΑΤΟ με την τότε συνταγματική τους ονομασία, δηλαδή Δημοκρατία της Μακεδονίας. Και που στις μέρες μας, μετά την επικράτηση των ακραίων εθνικιστών στη Βόρεια Μακεδονία, ακόμη και οι εν Ελλάδι επικριτές της, αναγκάζονται να υιοθετήσουν την ορθότητά της, αφού πια διαρκώς επικαλούνται την αναγκαιότητα της εφαρμογής της.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη και η μαύρη κηλίδα της δημοκρατίας
Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν κατάφερε να γευτεί τους καρπούς των προσπαθειών της. Αντίθετα, μόλις αυτοί άρχισαν να ωριμάζουν, μια άλλη κυβέρνηση τους γεύτηκε. Παρά το υψηλό ποσοστό του 32% που διατήρησε στην ήττα της το 2019, δεν αποτέλεσε εξαίρεση στον κανόνα. Όποια κυβέρνηση κερδίζει ένα δύσκολο πόλεμο, συνήθως χάνει τις εκλογές.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη ήταν όχι μόνο η πρώτη μεταμνημονιακή κυβέρνηση, μετά από σχεδόν δέκα χρόνια, αλλά η πρώτη μετά την είσοδο της χώρας στην ΟΝΕ, που όχι μόνο δεν είχε καμία δημοσιονομική δέσμευση, αλλά χάρη στη ρήτρα διαφυγής από το Σύμφωνο Σταθερότητας που επέφερε η πανδημία, είχε τη δυνατότητα να δαπανήσει δίχως περιορισμούς για την αντιμετώπιση της πανδημικής κρίσης. Αλλά και να αντλήσει πόρους από το νεοσύστατο ευρωπαϊκό Ταμείο Ανθεκτικότητας και Ανάπτυξης. Αυτό της έδωσε τη δυνατότητα να δαπανήσει, σύμφωνα με τις δικές της εκτιμήσεις, πάνω από 60 δις ευρώ σε τέσσερα χρόνια. Η αντίθεση λοιπόν ανάμεσα στη κυβέρνηση της ΝΔ και αυτή του ΣΥΡΙΖΑ ήταν κάτι παραπάνω από προφανής. Η μια είχε την υποχρέωση να μαζέψει 40 δις για να βγει η χώρα από την κρίση χρέους και άλλη είχε τη δυνατότητα να μοιράσει πάνω από 60 δις σε αντίστοιχο χρονικό διάστημα.
Η οικονομία μετά την πανδημία πέρασε εκ νέου σε περίοδο ανάπτυξης και μάλιστα υψηλότερης από το μέσο όρο των χωρών της ευρωζώνης, αλλά σε συνθήκες ωστόσο πολύ υψηλού πληθωρισμού και συρρίκνωσης της αγοραστικής δύναμης και του πραγματικού μέσου μισθού. Την ίδια στιγμή οι γνωστές μακροοικονομικές ανισορροπίες που μας οδήγησαν στη κρίση, έκαναν εκ νέου την εμφάνισή τους. Πρώτον, το έλλειμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Δεύτερον, το επενδυτικό κενό, αφού οι επενδύσεις υπολείπονται εμφανώς του μέσου όρου των χωρών της ευρωζώνης, ενώ είναι μειωμένες ως ποσοστό του ΑΕΠ σχεδόν στο μισό από ότι πριν την κρίση. Ανισορροπίες που καταδεικνύουν ότι το παραγωγικό υπόδειγμα της ελληνικής οικονομίας εξακολουθεί να παρουσιάζει σημαντικές διαρθρωτικές ανεπάρκειες.
Ωστόσο ο μεγάλος ασθενής τη περίοδο της διακυβέρνησης Μητσοτάκη δεν είναι η οικονομία αλλά η θεσμική λειτουργία της Δημοκρατίας. Ασφυκτικός έλεγχος των Μέσων Ενημέρωσης με διάφορους τρόπους, από τους οποίους ο εντιμότερος η κατά το δοκούν χρηματοδότησή τους με κρατικό χρήμα και με μοναδικό κριτήριο τη στάση τους απέναντι στην κυβέρνηση. Υποβάθμιση του ρόλου και χειραγώγηση των Ανεξάρτητων Αρχών. Ανεξέλεγκτη διαφθορά. Πάρτι δισεκατομμυρίων με απευθείας αναθέσεις και κλειστούς διαγωνισμούς. Και μια Δικαιοσύνη που ατροφεί και ασθμαίνει, με τη χώρα μας να είναι τελευταία στην αποτελεσματικότητα του δικαστικού συστήματος σε όλη την Ευρωζώνη.
Σύμφωνα με έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατά τη διετία 21-22 ο συνολικός προϋπολογισμός των συμβάσεων δια απευθείας ανάθεσης άγγιξε τα 4,5 δισεκατομμύρια ευρώ, λίγο περισσότερο δηλαδή από το 2% του ΑΕΠ. Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση των Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα (RSF) για το 2022, σε συνολικά 180 χώρες, η χώρα που αναφέρεται διεθνώς ως η γενέτειρα της δημοκρατίας έπεσε κάθετα, μέσα σε έναν μόλις χρόνο, από την 70ή στην 107η θέση. Παρακολουθήσεις δημοσιογράφων, αδιαφανής κατανομή δημόσιου χρήματος, καταχρηστικές αγωγές SLAPP, μαρτυρίες δημοσιογράφων για τη συστηματική λογοκρισία αλλά και την αυτολογοκρισία και, φυσικά, η ανεξιχνίαστη δολοφονία του αστυνομικού ρεπόρτερ Γιώργου Καραϊβάζ, οδήγησαν τη χώρα μας σε επονείδιστη θέση.
Την ίδια στιγμή ένα πρωτοφανές σε έκταση σκάνδαλο παράνομων παρακολουθήσεων τηλεφωνικών συνδιαλέξεων με πρωταγωνιστή τον ανιψιό του πρωθυπουργού και προσωπάρχη του Μεγάρου Μαξίμου, έφερε για πρώτη φορά μετά τη μεταπολίτευση στα όριά της τη θεσμική υπόσταση της Γ’ ελληνικής Δημοκρατίας. Το μισό πολιτικό σύστημα, υπουργοί, δημοσιογράφοι, πολιτικοί αρχηγοί οικονομικοί παράγοντες και η ηγεσία των Ενόπλων δυνάμεων υπό παρακολούθηση από το επιτελείο του πρωθυπουργού.
Η χώρα μας καταδικάστηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για παραβιάσεις στο Κράτος Δικαίου και την ελευθερία του Τύπου. Το χειρότερο όμως είναι ότι στην Ελλάδα «δεν άνοιξε μύτη». Όλα συνεχίζονται κανονικά. Δύο χρόνια μετά, καμία ευθύνη, καμία ποινική δίωξη δεν ασκήθηκε από τη Δικαιοσύνη. Η μόνη της ισχυρή παρέμβαση ήταν αυτή απέναντι στην, από το Σύνταγμα αρμόδια, ανεξάρτητη αρχή, την ΑΔΑΕ, και τον έντιμο λειτουργό και επικεφαλής της, προκειμένου να μην ολοκληρώσει το έργο της και να μην αποκαλύψει τα πειστήρια του εγκλήματος. Καμία ένσταση δε, δεν εγέρθηκε και από τη πλειοψηφία των παρακολουθούμενων. Επιβλήθηκε η «κανονικότητα» της σιωπής και της συγκάλυψης. Με τους παρακολουθούμενους υπουργούς και οικονομικούς παράγοντες να συνεχίζουν με λιγότερη αξιοπρέπεια μεν, αλλά με το ίδιο σθένος, να υπηρετούν τη κυβέρνηση Μητσοτάκη. Η οποία στα ερωτήματα και τις ενστάσεις που διατυπώνονταν, όποτε απαντούσε αρκούνταν στην αλαζονική επισήμανση ότι το θέμα έληξε οριστικά με την ευρεία νίκη της στις εθνικές εκλογές του 23.
Οι υποκλοπές όμως παραμένουν ένα σκάνδαλο που ντροπιάζει τη χώρα διεθνώς. Ένας μεγάλος λεκές στο επίσημο φόρεμα της εορτάζουσας φέτος Δημοκρατίας μας. Γιορτάζουμε τα 50 χρόνια με αδρανοποιημένο κοινοβουλευτικό έλεγχο, ελλιπή δημοσιογραφικό έλεγχο, λυμφατική και απειλούμενη λειτουργία των Ανεξάρτητων Αρχών και Δικαιοσύνη που συχνά αναζητείται μάταια. Η τραγωδία των Τεμπών και όσα ακολούθησαν μέχρι σήμερα βεβαιώνουν με τον πιο δραματικό τρόπο του λόγου το ασφαλές. Η Δημοκρατία μας στα χέρια της κυβέρνησης Μητσοτάκη, πάσχει.
Μπορεί να μην έχουμε φτάσει ακόμη στο σημείο να την αποκαλούμε καχεκτική, όρο που χρησιμοποίησε ο Ηλίας Νικολακόπουλος για να περιγράψει την περίοδο του 50 και του 60, μπορούμε ωστόσο με βεβαιότητα να ισχυριστούμε ότι η Δημοκρατία μας πάσχει από φαινόμενα εκφυλιστικά.
Η πρωτοφανής αποχή στις πρόσφατες ευρωπαϊκές εκλογές που άγγιξε το 60%, ήρθε να επιβεβαιώσει τους παραπάνω φόβους. Οι πολίτες γυρίζουν τη πλάτη στο σύνολο του πολιτικού συστήματος. Το έλλειμα αξιοπιστίας μεταφράζεται σε έλλειμα εμπιστοσύνης και συμμετοχής. Οι προσδοκίες χαμηλότερες από ποτέ και η απογοήτευση υψηλότερη από ποτέ, σε ένα σύστημα που για πρώτη φορά στα πενήντα χρόνια έχει πάψει να ισορροπεί, καθώς ο κατακερματισμός των προοδευτικών δυνάμεων στην αντιπολίτευση αφήνει την κυβέρνηση ουσιαστικά δίχως αντιπολιτευτικό πόλο. Από την πλημμυρίδα συμμετοχής στα κοινά και στις εκλογικές διαδικασίες της αρχής της μεταπολίτευσης, την υπερπολιτικοποίηση και τον πολωμένο δικομματισμό, φτάσαμε σήμερα στην αδιαφορία, την αποχή και σε ένα ανισόρροπο σύστημα ενός κόμματος εξουσίας, δίχως ισχυρή αντιπολίτευση.
Βιώνουμε την εποχή μιας κουρασμένης και με έλλειμα ισορροπίας, μιας Πάσχουσας Δημοκρατίας. Και η υψηλή αποχή, οι χαμηλές προσδοκίες, το έλλειμα εμπιστοσύνης η απουσία θεσμικών αντίβαρων στον έλεγχο της εξουσίας, αποτελούν εν τέλει σοβαρή δημοκρατική υποχώρηση. Και αυτή η υποχώρηση εγκυμονεί ένα ακόμη πιο σοβαρό κίνδυνο για τη χώρα και για την κοινωνία μας. Το χώρο που εγκαταλείπει η Δημοκρατία να τον καταλάβει το βίαιο, αντιδραστικό, κύμα της εθνικιστικής, ρατσιστικής, ομοφοβικής, φασιστικής, άκρας Δεξιάς. Τα σημάδια είναι ήδη ορατά και η διαχείριση αυτού του κινδύνου με όρους μικροκομματικής αβλεψίας και εκμετάλλευσης από το κυρίαρχο κεντροδεξιό κόμμα της ΝΔ, αδυνατίζει περαιτέρω τις δημοκρατικές άμυνες. Η διαμόρφωση ισχυρού πόλου στα δεξιά της ΝΔ δεν «κανονικοποιεί» μόνο τον ακροδεξιό πολιτικό λόγο, αλλά οδηγεί και την ίδια τη ΝΔ να τον υιοθετεί, υπό το φόβο των εκλογικών απωλειών. Και την ίδια στιγμή η απαξίωση της πολιτικής και των πολιτικών, οι επιδείξεις βίας ακροδεξιών ταγμάτων εφόδου, ο εκτεταμένος «κανονικός ρατσισμός» και οι αγριότητες εναντίον μεταναστών, αλλά και ατόμων της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, δεν είναι καλοί οιωνοί. Η δημοκρατική πλειοψηφία, ανεξαρτήτως κομματικής ένταξης, δεν μπορεί να μη λαμβάνει υπόψη αυτόν τον κίνδυνο. Οι εξελίξεις στην Ευρώπη μας προειδοποιούν με δραματικό τρόπο. Η δημοκρατική πλειοψηφία, ανεξαρτήτως κομματικής ένταξης, τα κόμματα πρωτίστως της δημοκρατικής αντιπολίτευσης, οι κοινωνικές συλλογικότητες, θα πρέπει να εντάξουν την αντιμετώπισή του στις πρωτοβουλίες και τη δράση τους. Πριν είναι αργά.
Αντί επιλόγου
Το συμπέρασμα από τη σύντομη αυτή ανάλυση είναι ότι, 50 χρόνια μετά τη Μεταπολίτευση, η χώρα αναμφίβολα κέρδισε μια μακρά περίοδο σταθερότητας. Έχασε όμως την ευκαιρία μια βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης. Την ευκαιρία οικοδόμησης ενός βιώσιμου παραγωγικού υποδείγματος. Και σήμερα δείχνει να χάνει και την ποιότητα της δημοκρατικής λειτουργίας, που διαβρώνεται από έντονα εκφυλιστικά φαινόμενα. Και απειλείται από τη διόγκωση ενός ανεξέλεγκτου κύματος αντιπολιτικής.
Η μεγάλη οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας αποτελεί παρελθόν, αλλά η οικονομία παραμένει πολυτραυματισμένη. Η απόσταση από την υπόλοιπη Ευρώπη έχει διευρυνθεί δραματικά. Τόσο σε ότι αφορά το κατά κεφαλήν εισόδημα, όσο όμως και σε ότι αφορά τη ποιότητα της Δημοκρατίας, τη λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών, της Δικαιοσύνης, του Κράτους Δικαίου.
Μια από της σημαντικότερες στιγμές της μεταπολίτευσης, η ένταξη στην Ενωμένη Ευρώπη, παραμένει μετέωρη: Είμαστε στην Ευρώπη, αλλά απομακρυνόμαστε από το σκληρό της πυρήνα. Μείναμε, αλλά δεν γίναμε Ευρώπη.
Πεποίθηση μου είναι πως ο στόχος της πραγματικής σύγκλισης, τόσο στην οικονομία και το κατά κεφαλήν εισόδημα, όσο και στο ευρωπαϊκό κεκτημένο της ευνομούμενης θεσμικής λειτουργίας, με ισχυρά θεσμικά αντίβαρα στην εκάστοτε κυβερνητική πλειοψηφία, αποτελούν τα βασικότερα προτάγματα της επόμενης δεκαετίας. Τον νέο συλλογικό, εθνικό μας στόχο.
Η επίτευξη αυτού του στόχου όμως, προϋποθέτει την ανάκτηση της ισορροπίας του πολιτικού συστήματος, την ανάκτηση των προσδοκιών των πολιτών, την απόκρουση του ακροδεξιού λαϊκισμού, και κυρίως την ανάκτηση της πίστης και της ελπίδας ότι συλλογικά μπορούμε να διεκδικήσουμε ένα καλύτερο αύριο για τη χώρα και κυρίως για τις επόμενες γενιές που θα ζήσουν σε αυτήν.