«Είμαστε μια ανοικτή οικονομία πολύ περισσότερο από ό,τι πριν από 15 χρόνια. Το μισό ΑΕΠ μας (περίπου 49%) προέρχεται από τις εξαγωγές, από 23% που ήταν παλαιότερα. Και εάν κάποιος δει το μείγμα των εξαγωγών, θα διαπιστώσει ότι εξάγουμε πιο πολλά προϊόντα υψηλής τεχνολογίας, ενώ παρά τις αυξήσεις των μισθών δεν πλήττεται η ανταγωνιστικότητα».
Στην επισήμανση αυτή προέβη αξιωματούχος του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, στο περιθώριο της υποβολής στην Κομισιόν του Προγράμματος Σταθερότητας, θέλοντας να καταδείξει ότι οι εξαγωγές σε συνδυασμό με τον τουρισμό, τη ναυτιλία και το Ταμείο Ανάκαμψης, μπορούν να οδηγήσουν τη διετία 2024- 2025 σε υπερδιπλάσιους ρυθμούς ανάπτυξης από τον μέσο όρο της ευρωζώνης. Ενώ το καλύτερο του στόχου πρωτογενές πλεόνασμα που υπήρξε το 2023, βοηθά στους φετινούς στόχους.
Ωστόσο, ο ίδιος δεν παραγνωρίζει ότι η χώρα δεν βρίσκεται σε μια «γυάλα» και φυσικά επηρεάζεται από την αβεβαιότητα που επικρατεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τις γεωπολιτικές εξελίξεις στο διεθνές περιβάλλον, αλλά και τα υψηλά επιτόκια της ΕΚΤ, τα οποία επίσης οδηγούν τους επενδυτές σε συγκρατημένη στάση.
Εκ των πραγμάτων, δηλαδή, η δημοσιονομική πειθαρχία θεωρείται εκ των ων ουκ άνευ, εάν η χώρα επιθυμεί να αποφύγει δυσάρεστες εξελίξεις, όπως μια διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος. Πολλώ δε μάλλον, που το Πρόγραμμα Σταθερότητας θεωρείται «προσωρινό» και η χώρα θα κληθεί στο τέλος του Σεπτεμβρίου να υποβάλει στην Κομισιόν, όπως και τα άλλα κράτη- μέλη ένα απολύτως δεσμευτικό Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα για την τετραετία 2025- 2028. Όπου πρωτεύοντα θα είναι ο περιορισμός των δαπανών και η μείωση του χρέους.
Τον Ιούνιο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα δώσει τετραετείς απολύτως δεσμευτικές οδηγίες (και ανεξαρτήτως τυχόν αλλαγών κυβερνήσεων) προς όλα τα κράτη- μέλη για τα όρια των «καθαρών» δαπανών. Παράλληλα, ανά έτος οι Βρυξέλλες θα ενημερώνουν τα κράτη- μέλη για το ποια θα πρέπει να είναι η αύξηση των «καθαρών» πρωτογενών δαπανών την επόμενη χρονιά. Η αύξηση θα διαφοροποιείται από χώρα σε χώρα, και θα προκύπτει από μαθηματικό τύπο, ο οποίος θα βασίζεται στις προβλέψεις της Κομισιόν για το ΑΕΠ, τον πληθωρισμό κ.λπ. Και εάν μια χώρα επιτυγχάνει υπερπλεόνασμα, δεν θα μπορεί να το διαθέτει για φοροελαφρύνσεις ή εισοδηματικές ενισχύσεις, εάν έτσι υπερβαίνει το ετήσιο όριο αύξησης των δαπανών.
Εφεξής, με βάση τους νέους κανόνες, όπως αναφέρει ο αξιωματούχος του υπουργείου, ο δημοσιονομικός χώρος θα «μετριέται» με αποκλειστικό κριτήριο τις δαπάνες και θα δημιουργείται μόνο εάν περικόπτονται οι δαπάνες ή εάν γίνονται δημοσιονομικά ισοδύναμες αυξήσεις φόρων. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα καταγράφει εάν ένα έτος επιτυγχάνεται μικρότερη αύξηση δαπανών από τον στόχο ή μεγαλύτερη (με απόκλιση το πολύ 0,3%). Οι αποκλίσεις θα καταγράφονται σε «Ειδικό Λογαριασμό» (Control Account), o ο οποίος ενεργοποιείται ήδη από εφέτος. Εάν η χώρα συγκρατήσει τις δαπάνες κάτω από τον στόχο, με το «μαξιλάρι» θα μπορεί να καλύψει υπερβάσεις δαπανών τα επόμενα χρόνια, χωρίς ωστόσο να διαταράσσονται οι δημοσιονομικοί στόχοι και η προοπτική μείωσης του χρέους.
Η μόνη κατηγορία δαπανών με ξεχωριστό στάτους, επισημαίνει ο παράγοντας του υπουργείου, είναι αυτή των αμυντικών δαπανών. Εάν η χώρα παρεκκλίνει από τους δημοσιονομικούς στόχους, οι αμυντικές δαπάνες θα ορίζονται ως παράγων που θα σταθμίζεται για την εισήγηση ή μη για τη διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος. «Δεν θα υπάρχει εγγύηση, αλλά μια κατανόηση», διευκρινίζει ο συγκεκριμένος αξιωματούχος. Προσθέτοντας ότι «εάν έχεις χάσει τους στόχους και δεν ευθύνονται μόνο οι δαπάνες για άμυνα, θα πρέπει να γίνει μια αξιολόγηση και θα αποφανθούν οι Βρυξέλλες εάν απαιτείται η διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος. Φυσικά έχουμε και τα θέματα των φυσικών καταστροφών».
Σημειώνεται ότι εφέτος είναι μια ειδική χρονιά, καθώς οι αυξημένες κατά 400 εκατ. ευρώ από τις προβλέψεις του προϋπολογισμού (1 δισ. ευρώ έναντι 600 εκατ. ευρώ) δαπάνες για τις πληρωμές συντάξεων, θα αντισταθμιστούν από την υπεραπόδοση των εσόδων. Με βάση τα στοιχεία του οικονομικού επιτελείου, περίπου 30.000 περισσότερες συνταξιοδοτήσεις αναμένονται εφέτος, γεγονός το οποίο, σύμφωνα με τους αξιωματούχους του οικονομικού επιτελείου, καταδεικνύει και το μέγεθος της πρόκλησης για βιώσιμη διαχείριση του ασφαλιστικού τα επόμενα έτη.