O Γιάννης Μπέζος το βράδυ της Δευτέρας παραχώρησε μια εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη στην εκπομπή της Νίκης Λυμπεράκη, «Μεγάλη Εικόνα» και μεταξύ άλλων μίλησε για την πορεία του στην τέχνη, τη ζωή, τη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα και την πολιτική σκηνή.
«Υπάρχει μια εκδοχή της πατρίδας που δεν την γνωρίζουμε, που είναι ευγενής και με μεγάλη γενναιότητα και την αγνοούμε γιατί είμαστε ψευτομοντέρνοι ενώ τα έχουμε μέσα μας» ο σχολίασε αρχικά, με αφορμή την παράσταση «Ένας ήρωας με παντούφλες» που σκηνοθετεί.
«Αν παρακολουθήσουμε τι λέει ο ήρωας, η σύζυγός του και οι γύρω από αυτούς είναι αυτά που έχουμε μέσα μας και δεν τα αναδεικνύουμε γιατί η Ελλάδα κάνει φίρμες όλους τους απατεώνες πολύ εύκολα ενώ υπάρχουν άνθρωποι με τη ματιά ψηλά που δεν τους ξέρει κανείς» πρόσθεσε ο ηθοποιός, ο οποίος απέδωσε το φαινόμενο αυτό «επειδή συνήθως οι τενεκέδες κάνουν πολύ θόρυβο. Δεν είναι ελληνικό φαινόμενο, είναι παγκόσμιο αλλά εμείς το παρακάνουμε».
«Δεν βλέπω εμμονικά, αλλά βλέπω κυρίως το πρωί, ενημερωτικές εκπομπές», δήλωσε για την τηλεοπτική ενημέρωση, προσθέτοντας: «Το ζήτημα δεν είναι μόνο τι θέλουν οι σταθμοί και οι δημοσιογράφοι, υπάρχει και το διαδίκτυο που μπορεί να βγάλει θέματα που δεν είναι σωστά. Τελικά όμως η αλήθεια μαθαίνεται».
«Είναι πιο βολικό να μη μιλά κανείς. Πρέπει να αναλάβεις την ευθύνη αυτού που λες. Δεν πρέπει να αρέσει σε όλους αυτό που λέω. Όταν λες αλήθειες δικές σου και τις πιστεύεις, είναι φυσικό να τις αποδεκτούν οι άνθρωποι. Ο κόσμος δεν έχει υπομονή, και είναι φυσικό όταν λέγονται κάποια πράγματα να ενοχλούν. Στη χώρα μας δεν θέλουμε να παραδεχτούμε κάποια πράγματα, τα λάθη μας», δήλωσε.
Ο Γιάννης Μπέζος στάθηκε και στη σύγχρονη πολιτική σκηνή, ενώ δεν δίστασε να καυτηριάσει την έλλειψη βελτίωσης στη νοοτροπία μας. «Είμαστε ακόμα ίδιοι. Ήμουν βέβαιος ότι δεν θα αλλάξουμε. Το πολιτικό σύστημα λέει αρλούμπες και αυτό φταίει. Το σύστημα πριν από το 2009 δεν ήταν κανονικό, ήταν ανώμαλο», σημείωσε.
«Δεν είναι δυνατόν να εργάζεσαι μια ζωή και να παίρνεις μια σύνταξη που σε προσβάλλει», τόνισε.
«Στην επταετία της Χούντας, η χώρα έμεινε πίσω», ανέφερε σε άλλο σημείο.
«Μπήκα πριν 10-12 χρόνια για να βοηθήσω την κατάσταση. Είδα ότι δεν μπορείς ούτε να τους βοηθήσεις. Τα κόμματα οριζόντια έχουν δική τους λογική. Δεν μετανιώνω ποτέ για τίποτα. Προσπαθούσαμε να κάνουμε κάτι, αλλά δεν τα καταφέραμε. Αν θα μπορούσα να προσφέρω κάτι, θα το ξαναέκανα», είπε.
Τηλεόραση και θέατρο
Επίσης, μίλησε για την τηλεόραση και το θέατρο, επισημαίνοντας τις διαφορετικές απαιτήσεις τους. «Είναι άλλη δουλειά η τηλεόραση από το θέατρο. Η τηλεόραση είναι δύσκολο πράγμα, αλλά το θέατρο έχει άλλες απαιτήσεις και δεν είναι του καθενός. Δεν μπορεί να βγαίνει κάποιος και να κάνει την πλάκα του. Δεν υπάρχει περίπτωση να βγει ο καθένας στο θέατρο και να κάνει την πλάκα του», υποστήριξε.
Απαντώντας σε ερωτήσεις για γνωστούς από τα social media που εμφανίζονται ως ηθοποιοί, ο ίδιος ήταν σαφής: «Αυτά είναι ανοησίες, είναι για λαϊκή κατανάλωση. Είναι φαιδρότητες».
Famagusta
Η συζήτηση ολοκληρώθηκε με αναφορές στη σειρά Famagusta, αλλά και στην ιστορική μνήμη: «Η δικτατορία έπεσε με την κυπριακή θυσία», ξεκαθάρισε. «Είναι σαν τις οικογενειακές αμαρτίες που προσπαθούμε να τις ξεχάσουμε. Είναι το χειρότερο όταν δεν ξέρουμε την ιστορία μας».
«Ο κόσμος αν τον νανουρίσεις, θα σε επιβραβεύσει», τόνισε.
Για την κόρη του, Ηρώ Μπέζου
«Ήμουν και είμαι ένας φυσιολογικούς πατέρας. Έκανα την αυτοκριτική μου ως πατέρας και απολογήθηκα και στην κόρη μου. Δεν ήμουν παρών όσο θα έπρεπε σύμφωνα με αυτά που είχα εγώ στο μυαλό μου. Αυτό έγινε λόγω δουλειάς και όχι επειδή το ήθελα. Όλα αυτά που έκανα δεν χρειαζόντουσαν, απλά πολλές φορές σε παίρνει η ροή της δουλειάς», ανέφερε χαρακτηριστικά ο Γιάννης Μπέζος και πρόσθεσε:
«Παρόλα αυτά δεν συνέβη τίποτα το ιδιαίτερο. Είμαι πατέρας της, δεν είμαι ούτε φίλος της ούτε τίποτα άλλο. Θα είμαι πάντα δίπλα της αλλά από πάνω της δεν ήμουν και ούτε θα είμαι ποτέ».
«Δεν υπήρχε περίπτωση η κόρη μου να ασχοληθεί με κάτι άλλο πέρα από την υποκριτική. Από πολύ μικρή ηλικία μιλούσε για αυτό. Αυτή η δουλειά έχει την γοητεία του αγνώστου», κατέληξε.