Όπως τόνισε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, η ΤτΕ προέβλεπε λίγο πριν την εισβολή, ότι το ΑΕΠ θα αυξηθεί φέτος κατά 5%. Ωστόσο, όπως επισήμανε μιλώντας Ετήσια Γενική Συνέλευση της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιριών, η εισβολή της Ρωσίας δημιουργεί μία σοβαρή διαταραχή από την πλευρά της προσφοράς, η οποία επηρεάζει αρνητικά την παραγωγή και αυξάνει ιδιαίτερα τις τιμές της ενέργειας οι οποίες είναι πιθανόν να αυξηθούν ακόμη περισσότερο στο μέλλον.
«Η συνέχιση των πληθωριστικών πιέσεων στις τιμές εισαγομένων θα μπορούσε να περιορίσει την ιδιωτική κατανάλωση και τη δυναμική της ανάπτυξης. Για τα νοικοκυριά, ο πληθωρισμός είναι διπλά αρνητικός, διότι μειώνει το πραγματικό τους εισόδημα αλλά και τις πραγματικές αποδόσεις των καταθέσεών τους. Ο πληθωρισμός στην Ελλάδα αλλά και στη ζώνη του ευρώ συνολικά ενισχύθηκε σημαντικά ως αποτέλεσμα κυρίως της εκτίναξης των τιμών της ενέργειας. Η ουκρανική κρίση και η επίλυσή της είναι πιθανόν να καθυστερήσουν την υποχώρηση του πληθωρισμού σε επίπεδα συμβατά με το στόχο της σταθερότητας των τιμών. Βραχυπρόθεσμα, οι επιπτώσεις της κρίσης αυτής λειτουργούν προς την κατεύθυνση του στασιμοπληθωρισμού, αλλά μεσοπρόθεσμα οδηγούν σε αποπληθωρισμό, σε συνάρτηση βεβαίως με την αποκλιμάκωση της αβεβαιότητας».
Όσον αφορά τις ελληνικές τράπεζες, οι προκλήσεις που έχουν να αντιμετωπίσουν, σύμφωνα με το διοικητή της ΤτΕ, είναι σημαντικές, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι η πλήρης επίπτωση της πανδημίας στα στοιχεία ενεργητικού των τραπεζών εκτιμάται ότι θα εκδηλωθεί με κάποια υστέρηση, δηλαδή μετά την πλήρη άρση των μέτρων στήριξης της οικονομίας και ελάφρυνσης των δανειοληπτών. Για τον λόγο αυτό, όπως είπε, απαιτείται συνεχής επαγρύπνηση και εντατικότερη δράση εκ μέρους των τραπεζών με στόχο την περαιτέρω μείωση των κόκκινων δανείων, την ποιοτική και ποσοτική ενίσχυση της κεφαλαιακής τους βάσης, κατεύθυνση στην οποία ήδη έχουν αρχίσει να κινούνται οι τράπεζες, και την αξιοποίηση της αυξημένης ρευστότητας που διαθέτουν για τη χρηματοδότηση της οικονομίας.