Χριστουγεννιάτικες ιστορίες, ήθη και έθιμα του Δωδεκαήμερου στη Θεσπρωτία

«Τα παλαιά χριστουγεννιάτικα ήθη και έθιμα, δείχνουν, ότι τα άτομα ασκούνταν στην αγάπη, στην ταπείνωση και “νοστίμιζαν” τον κόσμο όλο», λέει ο ιερέας Ηλίας Μάκος ο οποίος βρίσκεται στην ενορία του, στο χωριό Κεστρίνη Θεσπρωτίας και αφηγήθηκε τις χριστουγεννιάτικες ιστορίες του τόπου του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ. Οι χριστουγεννιάτικες γιορτές στη Θεσπρωτία, τα παλαιά χρόνια, δεν ήταν απλά διασκέδαση για τον κόσμο. Οι άνθρωποι, γνώριζαν καλύτερα τον γεννηθέντα Χριστό, τον αγαπούσαν, βίωναν τη διδασκαλία του, τον κουβαλούσαν στην καρδιά τους.


«Μπορεί οι άνθρωποι, να μην απολάμβαναν τότε ό,τι απολαμβάνουμε εμείς σήμερα, ωστόσο, ένιωθαν ομορφιά, αγαλλίαση και ειρήνη. Περνούσαν αγνά τα Χριστούγεννα και τα καταλάβαιναν. Γι’ αυτό, οι μνήμες έμεναν βαθιά χαραγμένες στην καρδιά. Είχαν γιορτή! Ήταν Χριστούγεννα. Όλοι μαζί, στην εστία του σπιτιού, περνούσαν ευχάριστα με ό,τι είχαν», επισημαίνει ο ιερέας και παραθέτει τις λαϊκές δοξασίες, τα ήθη και έθιμα στη Θεσπρωτία .

Οι καλικάντζαροι του Δωδεκαήμερου

Ιδιαίτερα διαδεδομένες στη Θεσπρωτία είναι οι δοξασίες περί καλικαντζαραίων, που κατά την παράδοση ,εμφανίζονται από την παραμονή των Χριστουγέννων και φεύγουν τα Θεοφάνια με τον Αγιασμό.

Στην αρχαία Θεσπρωτία, η αντίληψη περί καλικαντζαραίων, συνδυαζόταν και με το νεκρομαντείο της Εφύρας. Ο κόσµος πίστευε πως οι ψυχές των πεθαµένων ξαναγύριζαν για ένα διάστηµα στη γη και έµεναν κοντά στους ζωντανούς. Στην προσπάθεια τους να ξεφαντώσουν, γίνονταν ενοχλητικοί µε τα πειράγµατά τους.

Οι καλικάντζαροι, σύμφωνα με τη μυθολογία, εµφανίζονται στις γιορτές. Συμβολίζουν το σκοτάδι και ζουν όλο το χρόνο στα έγκατα της γης, προσπαθώντας να κόψουν το δέντρο που βαστάει τη γη. Όταν είναι πολύ κοντά να το πετύχουν, την παραμονή των Χριστουγέννων ανεβαίνουν στη γη δημιουργώντας προβλήματα στους ανθρώπους .


Οι άνθρωποι προσπαθούσαν να τους εξουδετερώσουν με διάφορους τρόπους και κυριότερα με τη φωτιά, η οποία έκαιγε συνεχώς στο τζάκι όλο το Δωδεκαήμερο. Με τη στάχτη του, ράντιζαν το σπίτι ξημερώματα παραμονής Θεοφανείων και ανήμερα της εορτής με αγιασμό, και έτσι τα δαιμόνια τρέπονταν σε φυγή.

Τα κάλαντα των Αγίων Ημερών

Τα κάλαντα των Χριστουγέννων, αλλά και της Πρωτοχρονιάς και των Θεοφανείων, είναι ευχετικά και επαινετικά τραγούδια για την οικογένεια και το σπιτικό και συγχρόνως, η μελοποιημένη αφήγηση του γεγονότος της ημέρας. Τα παιδιά, συνήθιζαν να κρατούν και ένα καλαθάκι για τα «φιλέματα». Τα φιλέματα, ήταν κυρίως γλυκά, όπως δίπλες, ξεροτήγανα, λουκουμάδες, αλλά και ξηροί καρποί, κουραμπιέδες ή μελομακάρονα. Από τα πιο συνηθισμένα φιλοδωρήματα ήταν τα «κόλιντρα», μικρές κουλούρες από σιτάρι ή κριθάρι.

Η αμοιβή των καλανδιστών, δεν ήταν ούτε φιλανθρωπία, ούτε ζητιανιά, αλλά πράξη τελεστική. Την ονομασία τους, την πήραν από την λατινική λέξη calenda, που διαμορφώθηκε από το ελληνικό ρήμα καλώ. Παιδιά, κατά ομάδες, περιφέρονταν και περιφέρονται στα σπίτια, στους δρόμους, στα καταστήματα. Σήμερα η ανταμοιβή για τους ύμνους και τις ευχές, είναι κυρίως χρηματική και διάφορα κεράσματα.

Η σφαγή των γουρουνιών η «χοιροσφάγια»

Την παραμονή ή προπαραμονή των Χριστουγέννων, κάθε οικογένεια έχει τα «χοιροσφάγια», η σφαγή των γουρουνιών, που το παχύ τους κρέας και το λίπος, ήταν η κατάλληλη τροφή για το χειμώνα.

Το σφάξιμο, ήταν πραγματική ιεροτελεστία, τέτοια που παραπέμπει σε αρχαίες θυσίες. Μ’ ένα θυμιατήρι, θυμιάτιζαν το σφάγιο και έβαζαν στο στόμα του ένα κρεμμύδι. Τα παιδιά περίμεναν αυτό το γεγονός με ιδιαίτερη ανυπομονησία. Έπαιρναν την ουρήθρα του ζώου και την έκαναν μπάλα. Τη χτυπούσαν πρώτα σε μια πέτρα για να καθαριστεί από τα λίπη. Μετά τη φούσκωναν και την έδεναν καλά. Μια πραγματική δερμάτινη μπάλα!

Το Χριστόψωμο της οικογένειας

Το «Χριστόψωμο», μια κουλούρα με πλούσιο στολισμό από λογής-λογής κεντήματα ή «πλουμίδια», το αφιέρωνε η οικογένεια στο Χριστό και με την προσδοκία, ότι Αυτός θα κάνει πραγματικότητα τις επιθυμίες της.

Το «ψωμί του Χριστού» το έφτιαχνε, την παραμονή των Χριστουγέννων, η νοικοκυρά με ιδιαίτερη ευλάβεια και με ειδική μαγιά, από ξερό βασιλικό. Απαραίτητος επάνω, χαραγμένος ο σταυρός. Τα «Χριστόψωμα» παρασκευάζονταν όπως το ψωμί, μόνο που στολίζονταν με ποικίλα στολίδια ανάλογα με την καλαισθησία της νοικοκυράς. Σε κάποια χωριά της Θεσπρωτίας, τα «Χριστόψωμα», τα έφτιαχναν κεντημένα με ωραία σχήματα, που γίνονταν πάνω στο ζυμάρι με διάφορα ποτήρια, μικρά ή μεγάλα ή κούπες από βελανίδια, τα οποία συμβόλιζαν την αφθονία, που ήθελαν να έχουν στην παραγωγή των ζώων και της σοδειάς του σπιτιού τους. Μερικοί συνήθιζαν στη μέση του χριστόψωμου ,να βάζουν ένα άβαφο αυγό, ως σύμβολο γονιμότητας.

Την ημέρα της γέννησης του Χριστού, και αφού εκκλησιαζόταν όλοι, κανείς δεν αμελούσε να πάει στο Ναό, γιατί θεωρούσε, ότι χωρίς να κάνουν το σταυρό τους στην εκκλησία και να ακούσουν τους ύμνους, δεν θα ένιωθαν το πραγματικό νόημα των Χριστουγέννων, συμμετείχαν στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι.

Αρχικά ,ο νοικοκύρης έπαιρνε το «Χριστόψωμο», το σταύρωνε, το έκοβε και το μοίραζε σ’ όλη την οικογένειά του και σε όσους φίλους η συγχωριανούς βρίσκονταν στο σπίτι . Όλοι ευχόταν «χρόνια πολλά και του χρόνου». Γύρω από το χριστόψωμο υπάρχουν παραδόσεις. Μερικοί εδώ βλέπουν ένα συμβολισμό της Θείας κοινωνίας. Όπως ο Χριστός έδωσε τον άρτον της ζωής σε όλη την ανθρώπινη οικογένειά του….

Άλλοι, αναφέρονται στην ενότητα της Εκκλησίας και των λαών, με συμβολικό πρότυπο την ένωση των κόκκων του σίτου σ΄ ένα ψωμί. Οι λαοί κάποτε θα ενωθούν μ’ έναν ποιμένα, το Χριστό.

Οι τηγανίτες στην πλάκα

«Οι τηγανίτες των Χριστουγέννων, που σήμερα γίνονται καμία σχέση δεν έχουν σε γεύση με τις τηγανίτες, που ψήνονταν στην πλάκα», λένε οι γεροντότεροι.

Πάνω στη μαυρόπλακα, μια βαριά ίσια πέτρινη πλάκα, που πριν χρησιμοποιηθεί ζεσταινόταν, η γιαγιά του σπιτιού συνήθως, έψηνε τις τηγανίτες με χυλό από αλεύρι, νερό και αλάτι.

Τα παιδιά περίμεναν όλο χαρά τις τηγανίτες, να τις φάνε ζεστές, τρυφερές, βουτηγμένες σε ζάχαρη, μέλι, πετιμέζι, ό,τι είχε το σπίτι τους. Σε όλα τα σπίτια, στα χωριά της Θεσπρωτίας, παραμονές Χριστουγέννων θα ετοίμαζαν τις τηγανίτες.

Η πρώτη τηγανίτα, μεγάλη και στρογγυλή με σταυρό στη μέση ήταν του Χριστού, η δεύτερη παρόμοια του σπιτιού. Τις ψημένες τηγανίτες, τις έβαζαν μέσα σε μπουρέκια ,στρογγυλά μπακιρένια ταψιά και σε λεκάνες. Η ποσότητα του ζυμαριού, που θα γινόταν τηγανίτες ήταν αρκετή και πάντοτε ανάλογη με τον πληθυσμό της φαμελιάς. Η φωτιά για τις τηγανίτες, έπρεπε να είναι δυνατή και να έχει διάρκεια. Γι’ αυτό ο πατέρας, έσκιζε τα χοντρά κούτσουρα. Ήταν η καλύτερη καύσιμη ύλη ,για την περίπτωση.

Κατά τη διάρκεια της Σαρακοστής των Χριστουγέννων στα χωριά, τα περισσότερα παιδιά βγαίνανε για κυνήγι. Τα βράδια, όταν το σούρουπο έπεφτε για καλά και το κρύο άρχιζε να τσούζει, παίρνανε το «φακό» με καινούργια «πλάκα» και γυρίζανε στα χαλάσματα και στα σπήλια κοντά στο χωριό.

Στόχος τους οι γουργουγιάννηδες, τα μικρά πουλάκια που κούρνιαζαν εκεί. Τα θαμπώνανε με το φακό και τα πιάνανε. Αν ήταν πολύ ψηλά, τα χτυπούσανε με τις λαστιχιέρες ,τις σφεντόνες. Η μάνα ή κάποια μεγάλη αδερφή, μετά από πολλή γκρίνια τους, τα καθάριζαν και τα πάστωναν. Τα βάζανε σε πήλινα ή γυάλινα βάζα, για να τα φάνε τα Χριστούγεννα. Πολλά παιδιά μάζευαν είκοσι και περισσότερα πουλάκια και καμάρωναν για τις … κυνηγετικές ικανότητες τους και για τη σοδειά τους.

Η βρύση και το αμίλητο νερό

Το «αμίλητο νερό» είναι ένα ακόμη έθιμο, που συναντούσε κανείς στη Θεσπρωτία. Το πρωί των Χριστουγέννων, οι γυναίκες πριν ξημερώσει, πήγαιναν στη βρύση και έπαιρναν νερό, λέγοντας: «Όπως τρέχει το νερό στη βρυσούλα μου, έτσι να τρέχει και η σοδιά μου».

Το «αμίλητο νερό», όπως το έλεγαν, πήρε την ονομασία του, επειδή απαγορευόταν κατά τη διαδρομή να μιλήσουν με κάποιον. Από αυτό το νερό έπιναν όλοι στο σπίτι για το καλό. Η γυναίκα έπαιρνε μαζί της διάφορα εδέσματα για να «ταΐσει τη βρύση», όπως έλεγαν. Στην πραγματικότητα το έκαναν, για να απολαύσει τα χριστουγεννιάτικα φαγητά, κανένας φτωχός συγχωριανός.

Θεοφάνεια επί Γερμανικής κατοχής στην Ηγουμενίτσα

Ο ιερέας Ηλίας Μάκος, αφηγείται στο ΑΠΕ-ΜΠΕ τα απαγορευμένα Θεοφάνεια της Γερμανικής κατοχής , μια πραγματική ιστορία, που θυμούνται οι υπερήλικες στην Ηγουμενίτσα και που διασώζεται από γένια σε γένια.

«Γερμανοί στρατιώτες το 1943, είχαν περικυκλώσει από την παραμονή των Θεοφανείων το ιερό Ναό της Ηγουμενίτσας, ώστε κανείς να μην τολμήσει, ούτε ο ιερέας, να προσέλθει, για τον εορτασμό των Φώτων. Τότε ο Ναός, ήταν ένα μικρό οικοδόμημα ,με το νεκροταφείο στον προαύλιο χώρο.

Οι κάτοικοι, που περίμεναν με ανυπομονησία τα Θεοφάνια, φοβισμένοι, αμπαρώθηκαν στα σπίτια τους.

Ωστόσο ,ήθελαν από το αγιασμένο νερό να πάρουν δύναμη, για να αντέξουν τις κακουχίες και να νιώσουν ότι η Βάπτιση του Κυρίου στον Ιορδάνη ποταμό θα σημάνει τη δική τους αναβάπτιση και αναγέννηση στα ύδατα της ελευθερίας.

Στήριζαν το παρόν και το μέλλον τους στο Χριστό και στην Αλήθειά Του.

Η απαγόρευση εορτασμού των Φώτων είχε προέλθει, ως αντίποινα μετά από ένα σαμποτάζ σε βάρος των κατακτητών, που όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια ήταν σκευωρία των Τσάμηδων.

Ο ιερέας με πατριωτικό μεγαλείο, πήρε την απόφαση. Συγκέντρωσε τα μεσάνυχτα λίγους πιστούς σ’ ένα σπίτι, έβαλε νερό σε μια κατσαρόλα και τέλεσε το μεγάλο αγιασμό, ενώ ένα κεράκι σιγόκαιγε.

Αμέσως μετά, αψηφώντας μην τον πάρει είδηση κάποια εχθρική περίπολος, κατέβηκε, σαν σκιά, στη θάλασσα και βούτηξε το σταυρό, σιγοψάλλοντας:

“ Εν Ιορδάνη Βαπτιζομένου σου Κύριεε…”

Το πρωί από άτομο σε άτομο, ο αγιασμός μοιράστηκε στα λίγα, σε σύγκριση με τώρα, σπίτια της Ηγουμενίτσας, ενώ οι κατοχικές δυνάμεις έμειναν με την εντύπωση, ότι αποτρέψανε τον εορτασμό».

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *