Στην τέταρτη συνεδρίαση της Διαρκούς Επιτροπής Κοινωνικών Υποθέσεων μίλησε ο Υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης Πάνος Τσακλόγλου για το νομοσχέδιο με τίτλο «Αναμόρφωση επαγγελματικής ασφάλισης, εξορθολογισμός ασφαλιστικής νομοθεσίας, συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις, σύστημα διορισμού και προσλήψεων των εκπαιδευτικών της Δημόσιας υπηρεσίας απασχόλησης και λοιπές διατάξεις».
Παίρνοντας τον λόγο ο Υφυπουργός Εργασίας τόνισε ότι «Πρόκειται για ένα νομοσχέδιο στο οποίο είχαμε την ευκαιρία να αναδείξουμε τα βασικά σημεία της μεταρρύθμισης που επιχειρείται στο πεδίο της επαγγελματικής ασφάλισης καθώς και την πληθώρα άλλων θετικών ρυθμίσεων του νομοσχεδίου σε θέματα κοινωνικοασφαλιστικού και συνταξιοδοτικού ενδιαφέροντος.
Η πρώτη ενότητα του νομοσχεδίου έχει ως αντικείμενο την αναμόρφωση και τον εκσυγχρονισμό του θεσμικού πλαισίου των Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης και την αναβάθμιση της εποπτείας τους.
Η ανάπτυξη συμπληρωματικής προς την κοινωνική ασφάλιση, προαιρετικής, συλλογικής, συνταξιοδοτικής αποταμίευσης, όπως παρέχεται από τα Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης και άλλους φορείς, είναι ιδιαίτερα σημαντική για την ενίσχυση του εισοδήματος των μελλοντικών συνταξιούχων καθώς και την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, καθόσον τμήμα των αποταμιεύσεων των Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης μπορεί να χρηματοδοτήσει εγχώριες επενδύσεις.
Το κομμάτι της φορολόγησης σχεδόν μονοπώλησε τη συζήτηση επί των Επαγγελματικών Ταμείων κατά τις προηγούμενες συνεδριάσεις. Ακούσαμε για “βαρύτατους” συντελεστές, για στραγγαλισμό της συνταξιοδοτικής αποταμίευσης και άλλα υπερβολικά. Με το ισχύον σύστημα, είναι αφορολόγητες τόσο οι εισφορές των Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης όσο και τα εφάπαξ που παρέχουν. Φορολογείται μεν η σύνταξη σαν κανονικό εισόδημα, στον οριακό φορολογικό συντελεστή, όμως μόλις ένα από τα 28 Ταμεία που λειτουργούν παρέχει συντάξεις.
Κάθε φοροαπαλλαγή ενέχει διακριτή μεταχείριση τμήματος του πληθυσμού και έχει δημοσιονομικό κόστος. Κάθε φορολογικό προνόμιο που παρέχουμε σε μία κοινωνική ή οικονομική ομάδα επιβαρύνει τους υπόλοιπους φορολογούμενους.
Η ισχύουσα μηδενική φορολόγηση, στην πράξη, μετατρέπει την επαγγελματική ασφάλιση σε όχημα νόμιμης φοροαποφυγής. Με το νομοσχέδιο, εισάγεται αυτοτελής και ενιαία φορολόγηση των συνταξιοδοτικών προϊόντων του δεύτερου πυλώνα, σημαντικά χαμηλότερη από ότι στις περισσότερες χώρες, η οποία παραμένει ευνοϊκή σε σχέση με τους οριακούς φορολογικούς συντελεστές για την πλειοψηφία των ασφαλισμένων.
Οι συντελεστές φορολογίας κυμαίνονται από 20% για ασφαλισμένους με λίγα χρόνια που θα επιλέξουν την παροχή εφάπαξ έως 2.5% για τους μακροχρόνιους ασφαλισμένους που θα επιλέξουν την παροχή σύνταξης.
Αντί λοιπόν να αναρωτιόμαστε γιατί επιβαρύνουμε τις παροχές των Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης με μία φορολόγηση που μόνο “βαρύτατη” δεν μπορεί να χαρακτηριστεί, θα έπρεπε να αναρωτιόμαστε γιατί επιβαρύνουμε τους λοιπούς φορολογούμενους για να παρέχουμε αυτούς τους ευνοϊκούς συντελεστές στις παροχές των Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης.
Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα έχει να κάνει με τη σημασία της μακροπρόθεσμης αποταμίευσης τόσο για το εισόδημα των μελλοντικών συνταξιούχων, όσο και για την αύξηση της αποταμίευσης – η οποία βρίσκεται σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα στη χώρα μας – τμήμα της οποίας θα χρηματοδοτήσεις επενδύσεις οι οποίες είναι τόσο απαραίτητες για την επίτευξη υψηλών ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης.
Ειπώθηκε ακόμα από πολλούς ότι βάζουμε για πρώτη φορά τις ασφαλιστικές στην επαγγελματική ασφάλιση. Μα δεν προβλέπουμε τίποτα που δεν προβλεπόταν ήδη. Οι ασφαλιστικές πάντοτε προσέφεραν ομαδικά ασφαλιστήρια συνταξιοδοτικά συμβόλαια και αυτά πάντοτε ήταν η εναλλακτική των εργοδοτών για την ασφάλιση των εργαζομένων τους. Άλλωστε, είναι συνήθης και ορθή η πρακτική των επαγγελματικών ταμείων να κατευθύνουν σημαντικό τμήμα των επενδύσεών τους σε προϊόντα ασφαλιστικών εταιρειών.
Για την κατάργηση της περικοπής της σύνταξης για όσους συνεχίζουν να εργάζονται, στόχος είναι ακόμα περισσότεροι συνταξιούχοι που το επιθυμούν, να παραμείνουν ενεργοί στην αγορά εργασίας, να ενισχύσουν το εισόδημά τους καθώς και τις συντάξεις τους και να συμβάλλουν στην ανάπτυξη της οικονομίας, καλύπτοντας τμήμα των αυξανόμενης ζήτησης στην αγορά εργασίας. Επίσης, για πρώτη φορά, δίνεται η δυνατότητα σε όλους τους συνταξιούχους αναπηρίας να εργάζονται λαμβάνοντας κανονικά τη σύνταξη και το μισθό τους, χωρίς περικοπή και χωρίς την επιβολή του πόρου υπέρ e-ΕΦΚΑ.
Μια ακόμα σημαντική παρέμβαση είναι η αύξηση του ορίου οφειλών για τη συνταξιοδότηση, για τους μη μισθωτούς από τις 20.000 στις 30.000 ευρώ και για τους αγρότες του πρώην ΟΓΑ, από τις 6.000 στις 10.000 ευρώ. Για την εφαρμογή της ρύθμισης τίθενται ορισμένες προϋποθέσεις γιατί στόχος μας είναι να ωφεληθούν ασφαλισμένοι οι οποίοι αφενός έχουν μια ικανή προσδοκία συνταξιοδότησης, λόγω ηλικίας και χρόνου ασφάλισης, αφετέρου αντιμετωπίζουν πραγματική αδυναμία αποπληρωμής των οφειλών τους.
Αναφορικά με την ενιαιοποίηση των κανόνων για τις επικουρικές συντάξεις, θέτουμε ως προϋπόθεση τη συμπλήρωση 15ετίας, για την ένταξή τους στη διαδικασία fast track, που θα επιτρέψει να εκκαθαριστούν άμεσα έως και 15.000 εκκρεμείς συντάξεις του Δημοσίου.
Θα ήθελα να ξεχωρίσω, επίσης, τις δύο σημαντικές παρεμβάσεις στο θέμα της στήριξης της μητρότητας. Αναφέρομαι στην επέκταση της ειδικής άδειας προστασίας της μητρότητας στις αυτοαπασχολούμενες και τις αγρότισσες, καθώς και σε όλες πλέον τις κατηγορίες μισθωτών του e-ΕΦΚΑ.
Με τη διάταξη αυτή καλύπτουμε τις αυτοαπασχολούμενες και τις αγρότισσες, παρέχοντας επίδομα μητρότητας για 9 μήνες στο ύψος του κατώτατου μισθού, 780 ευρώ το μήνα σήμερα, το οποίο θα χρηματοδοτείται από τη ΔΥΠΑ. Επιπλέον, καλύπτονται μισθωτές ασφαλισμένες πρώην ταμείων εκτός του πρώην ΙΚΑ που δεν ελάμβαναν το επίδομα, όπως είναι οι μισθωτές του πρώην ΤΑΥΤΕΚΩ, οι έμμισθες δικηγόροι, οι ασφαλισμένες του ΕΔΟΕΑΠ και άλλες μικρότερες κατηγορίες.
Οι διατάξεις αυτές εντάσσονται στο συνολικό πλαίσιο δράσεων που έχει αναλάβει η κυβέρνηση ήδη από την προηγούμενη τετραετία για τη στήριξη της εργαζόμενης μητέρας και της γονεϊκότητας, συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτό και στην αντιμετώπιση του δημογραφικού.
Έρχομαι τώρα σε μία διάταξη που έχουμε επεξεργαστεί σε συνεργασία με το Υπουργείο Οικογένειας και Κοινωνικής Συνοχής και αφορά την σταδιακή καταβολή του συνόλου των προνοιακών και ασφαλιστικών επιδομάτων εκτός συντάξεων – πλην λίγων εξαιρέσεων όπως τα αναπηρικά επιδόματα και το επίδομα ενοικίου – μέσω προπληρωμένης κάρτας, όπως συμβαίνει εδώ και αρκετά χρόνια με το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα.
Άκουσα ότι με αυτό τον τρόπο περιορίζουμε τις επιλογές των ληπτών αυτών των επιδομάτων και τους οδηγούμε σε πληρωμές με κουπόνια. Ουδέν αναληθέστερον. Βάσει της νέας ρύθμισης, τουλάχιστον το 50% του ποσού των επιδομάτων θα πρέπει να χρησιμοποιείται σε ηλεκτρονικές πληρωμές και αγορές, ενώ για το υπόλοιπο ποσό παρέχεται η δυνατότητα ανάληψης μετρητών. Παράλληλα, προβλέπονται κίνητρα για ηλεκτρονικές συναλλαγές και πέραν του 50%, κατά το πρότυπο των φορολοταριών που πραγματοποιεί σήμερα το Υπουργείο Οικονομικών.»