«Η άσκηση της διακυβέρνησης είναι μια εξαιρετικά περίπλοκη διαδικασία. Όμως, η τυποποίηση, η κανονικοποίηση, οι κανόνες, οι διαδικασίες κάνουν τη ζωή μας τελικά λίγο πιο εύκολη. Βάζουν μια τάξη σε αυτό το χάος και σε αυτή τη συνεχή ανάγκη για διαρκή διαχείριση προβλημάτων» σημείωσε χαρακτηριστικά ο πρωθυπουργός στην ομιλία του στην εκδήλωση της Γενικής Γραμματείας Νομικών και Κοινοβουλευτικών Θεμάτων με τίτλο «Η λειτουργία του επιτελικού κράτους στη νομοθέτηση: Η περίπτωση της Ελλάδας ως φιλοδοξία και έμπνευση».
Ο κ. Μητσοτάκης επέμεινε ότι η καθιέρωση τακτικών συνεδριάσεων του Υπουργικού Συμβουλίου, αλλά και η δημόσια διαβούλευση έχουν καταστήσει το όργανο σε ένα «πραγματικό εργαλείο παραγωγής πολιτικής σε συλλογικό επίπεδο».
Αναλυτικά η ομιλία του πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη:
«Κύριε Πρόεδρε της Βουλής, αγαπητοί συνάδελφοι στην Κυβέρνηση και στη Βουλή, κυρίες και κύριοι Πρόεδροι των Ανωτάτων Δικαστηρίων, κυρίες και κύριοι,
Ο λογογράφος μου, όταν ετοίμασε τις σκέψεις που ήθελα να μοιραστώ μαζί σας σήμερα, δεν είχε προβλέψει ότι θα μιλούσα μετά τον κ. Γεραπετρίτη. Οπότε επιτρέψτε μου να ξεφύγω τελείως από το κείμενο το οποίο είχα ετοιμάσει και να μοιραστώ μαζί σας κάποιες βιωματικές σκέψεις, οι οποίες θα έρθουν και θα συμπληρώσουν την πολύ πυκνή -και τολμώ να πω και παθιασμένη- παρουσίαση την οποία έκανε ο Υπουργός Εξωτερικών, τέως Υπουργός Επικρατείας.
Εσείς, κ. Υπουργέ, αγαπητέ Γιώργο, μπορεί να φύγατε από το Μέγαρο Μαξίμου, εγώ -ευτυχώς για μένα, δυστυχώς για κάποιους- παρέμεινα, οπότε έχω, θα έλεγα, την ίδια βιωματική και ιστορική αίσθηση αυτής της διαδρομής την οποία ακολουθήσαμε, όχι από το 2019 έως σήμερα, αλλά από πολύ παλαιότερα.
Επιτρέψτε μου και εμένα να ξεκινήσω μοιραζόμενος μαζί σας μία μικρή ιστορία από τις ημέρες μου ως Υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης στην κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, όταν πρωτοπήγα στο Υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης.
Θυμάμαι ότι πήγαινα κάθε Σάββατο στο Υπουργείο για έναν πρόσθετο λόγο: έπρεπε να βάζω εκατοντάδες υπογραφές. Οι υπογραφές αυτές αφορούσαν πρωτίστως αποσπάσεις και μετατάξεις, τις οποίες και έπρεπε να υπογράφω.
Κάποια στιγμή, λοιπόν, έκανα στον εαυτό μου την απλή ερώτηση: τι προστιθέμενη αξία έχει η φυσική υπογραφή του Υπουργού σε μια πράξη η οποία έχει ελεγχθεί προφανώς από τη διοίκηση, και μάλιστα με αυτές τις πολλές σφραγίδες τις οποίες είχαν υπογράψει πολλοί υπάλληλοι πριν από εμένα;
Η μόνη χρησιμότητα της δικής μου παρέμβασης θα μπορούσε να είναι, ενδεχομένως, να πάρω κάποια απόσπαση κάτω από τον πάτο, να την ανεβάσω πιο πάνω, να επισπεύσω κάποια διαδικασία.
Είπα, λοιπόν, στον εαυτό μου -και τονίζω εξαρχής ότι δεν είμαι ούτε νομικός, πόσο μάλλον καθηγητής Δημοσίου Συνταγματικού Δικαίου- ότι αυτή η απόφαση μπορεί πολύ εύκολα να επιστρέψει στη διοίκηση και συγκεκριμένα στον Γενικό, ούτε καν στον Γενικό Γραμματέα, στον Γενικό Διευθυντή Ανθρώπινου Δυναμικού, ο οποίος είναι και ο καθ΄ ύλην αρμόδιος να ελέγχει τη σκοπιμότητα και τη νομιμότητα αυτής της πράξης. Έγινε, λοιπόν, μια μικρή επανάσταση στο Υπουργείο όταν οικειοθελώς εκχώρησα το δικαίωμα της υπογραφής στη δημόσια διοίκηση. Κάναμε, όμως, τότε ένα μικρό βήμα.
Βέβαια, θυμάμαι ότι κάποιος Υπουργός της Κυβέρνησης, ο οποίος έπρεπε να συνυπογράψει μια τέτοια σχετική απόφαση, με πήρε αγανακτισμένος δηλώνοντάς μου ότι αρνείται για λόγους αρχής να υπογράψει δίπλα σε Γενικό Διευθυντή, διότι ήταν υπονόμευση του δικού του κύρους. Αναγκάστηκα, λοιπόν, και εγώ να πάρω λίγο blanco και να υπογράψω εγώ την απόφαση για να μπορέσουμε να την διεκπεραιώσουμε νωρίτερα.
Αυτή, λοιπόν, η εμπειρία μου στο Υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης και η τριβή ενός ανθρώπου ο οποίος δεν είχε εμπειρία από την ελληνική δημόσια διοίκηση με το ελληνικό κράτος, με ώθησε, όταν έγινα αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, να έρθω σε επαφή με σημαντικούς ανθρώπους τους οποίους είχα γνωρίσει τότε στο Υπουργείο, με σκοπό ακριβώς να κάνουμε μια απόπειρα να ξανασχεδιάσουμε τον τρόπο λειτουργίας του κράτους, ξεκινώντας από πάνω προς τα κάτω.
Το αποτέλεσμα αυτής της πολύ συστηματικής δουλειάς, η οποία έγινε με μεγάλη διακριτικότητα τα χρόνια της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ήταν ο Νόμος 4622, ο νόμος περί Επιτελικού Κράτους, που θυμίζω ότι ήταν ο πρώτος νόμος ο οποίος ψηφίστηκε από την κυβερνητική πλειοψηφία το 2019. Και αποτελούσε ουσιαστικά, στο δικό μου το φτωχό μυαλό, το software, το manual του τρόπου λειτουργίας της κυβέρνησής μας.
Θα σας έλεγα ότι η επιλογή αυτή της πλήρους τυποποίησης και κανονικοποίησης διαδικασιών που προβλέπονται στο ελληνικό Σύνταγμα, πλην όμως ουδέποτε είχαμε μπει στη βάσανο να ακολουθήσουμε ένα τέτοιο συγκεκριμένο εγχειρίδιο, είναι μια πολύ σημαντική συνεισφορά, πιστεύω, της κυβέρνησής μας στο να γίνουμε πραγματικά ένα κανονικό ευρωπαϊκό κράτος.
Ο Γιώργος αναφέρθηκε σε πολλές πτυχές αυτής της διαδρομής, η οποία είχε αρκετές αναταράξεις. Επιτρέψτε μου να ξεχωρίσω κάποιες στις οποίες αποδίδω πολύ μεγάλη προσωπική σημασία, αφού ευχαριστήσω κι εγώ με τη σειρά μου τη Γενική Γραμματεία Νομικών και Κοινοβουλευτικών Θεμάτων και ιδιαίτερα τον αγαπητό σε όλους μας, πιστεύω, Στέλιο Κουτνατζή, για την πολύ σπουδαία δουλειά και τις υπηρεσίες τις οποίες παρέχει όχι στην κυβέρνησή μας, αλλά συνολικά στην ελληνική πολιτεία, μέσα από τον ρόλο του, θα έλεγα, ως θεματοφύλακα όλων αυτών των αρκετά περίπλοκων διαδικασιών τις οποίες έχουμε εγκαθιδρύσει τα τελευταία πέντε χρόνια.
Λειτουργία του Υπουργικού Συμβουλίου. Φαίνεται απλό και προφανές και απολύτως λογικό σε οποιαδήποτε ευρωπαϊκή χώρα το Υπουργικό Συμβούλιο να συνεδριάζει τακτικά, με ατζέντα, προγραμματισμό και να είναι ένα συλλογικό όργανο στο οποίο να γίνεται ουσιαστική συζήτηση. Δεν συνέβαινε αυτό συχνά.
Από το 2019 έχουμε τακτικά Υπουργικά Συμβούλια κάθε μήνα, ενίοτε και δύο φορές το μήνα. Είναι πολύ πιθανόν πια σύντομα να έχουμε Υπουργικά Συμβούλια κάθε 15 ημέρες.
Τα Υπουργικά αυτά Συμβούλια δεν είναι απλά Υπουργικά Συμβούλια τυπικής επικύρωσης αποφάσεων που μπορεί να έχουν ληφθεί σε κάποιο άλλο επίπεδο εξουσίας. Είναι πραγματικά συλλογικά όργανα διαβούλευσης. Αναφέρθηκε και ο Υπουργός, ότι πολλές φορές το Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο και εγκρίνει ένα νομοσχέδιο στο πρώτο του στάδιο, πριν αυτό ανέβει στη δημόσια διαβούλευση, έχει επιστρέψει νομοθετήματα στον αρμόδιο Υπουργό ή στους αρμόδιους Υπουργούς με συγκεκριμένες παρατηρήσεις και έχει αποδείξει ότι μπορεί να είναι ένα πραγματικό εργαλείο παραγωγής πολιτικής σε συλλογικό επίπεδο.
Η αποκατάσταση, λοιπόν, του Υπουργικού Συμβουλίου ως του ανώτατου συλλογικού οργάνου της κυβέρνησης είναι μια πολύ σημαντική κατάκτηση του ελληνικού κράτους. Κανονικοποιήθηκε για πρώτη φορά με αυτόν τον τρόπο μέσα από τον Νόμο 4622.
Ο κεντρικός πυρήνας τού επιτελικού κράτους, ως προς το Μέγαρο Μαξίμου θα έλεγα ότι πατάει σε δύο πόδια, αφενός στη Γραμματεία Νομικών και Κοινοβουλευτικών Θεμάτων και αφετέρου στη Γραμματεία η οποία υπό τον ‘Ακη Σκέρτσο και τον Θανάση Κοντογιώργη έχει την αρμοδιότητα του κεντρικού συντονισμού της πολιτικής. Αποτελεί και αυτή με τη σειρά της, πιστεύω, μια πολύ σημαντική κατάκτηση για το πολιτικό σύστημα και για την ελληνική δημόσια διοίκηση.
Διότι πολλές φορές, είχα κάνει και στο παρελθόν την παρατήρηση, ότι ο Έλληνας Πρωθυπουργός είναι συνταγματικά, κ. Πρόεδρε, εξαιρετικά ισχυρός, πλην όμως ήταν πάντα εξαιρετικά αδύναμος ως προς τη δομή του υποστηρικτικού μηχανισμού για να μπορεί να επιτελεί το συνταγματικό του έργο.
Αυτό ήρθε και διόρθωσε η δομή της Γενικής Γραμματείας Συντονισμού, η οποία μπορεί να μην υποκαθιστά, το τονίζω αυτό, σε καμία περίπτωση τους Υπουργούς, αλλά να μπορεί να θέτει συγκεκριμένους στόχους στους οποίους οι Υπουργοί δεσμεύονται, να τους παρακολουθεί, να αναλαμβάνει σύνθετα έργα τα οποία απαιτούν διυπουργικό συντονισμό και τελικά να είναι αυτή στην οποία οι Υπουργοί λογοδοτούν για την υλοποίηση των ετήσιων σχεδίων που οι ίδιοι έχουν υποβάλλει στο Υπουργικό Συμβούλιο και τα οποία το Υπουργικό Συμβούλιο έχει εγκρίνει.
Υπάρχει, δηλαδή, ένας μηχανισμός διακυβερνητικής λογοδοσίας και παρακολούθησης του κυβερνητικού έργου, τον οποίον προσωπικά θεωρώ απολύτως απαραίτητο και απολύτως συνυφασμένο με τις βασικές αρχές της χρηστής διοίκησης, του management. Και μου φαίνεται πολύ παράξενο πώς η ελληνική διοίκηση, το ελληνικό κράτος λειτουργούσε χωρίς να υπάρχει ένας τέτοιος ισχυρός μηχανισμός παρακολούθησης, σε επίπεδο του πρωθυπουργικού γραφείου, του κυβερνητικού έργου.
Τρίτο ζήτημα στο οποίο θέλω να σταθώ είναι τα ζητήματα που αφορούν την καλή νομοθέτηση και νομίζω ότι εκεί ο καθένας θα αναγνωρίσει ότι πράγματι, κ. Πρόεδρε της Βουλής, έχει συντελεστεί μια τεράστια πρόοδος. Μια πρόοδος η οποία αναγνωρίζεται και από διεθνείς οργανισμούς, αλλά, κυρίως, αφορά πρωτίστως τον τρόπο λειτουργίας της ίδιας της Βουλής, αλλά και την προετοιμασία η οποία γίνεται πριν εισαχθεί ένα νομοσχέδιο στη Βουλή προκειμένου να τύχει νομοθετικής επεξεργασίας και τελικά κοινοβουλευτικής έγκρισης.
Η δημόσια διαβούλευση. Σε μια εποχή όπου η σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ της κοινωνίας των πολιτών και του πολιτικού συστήματος γενικά δοκιμάζονται, η δυνατότητα που δίνεται μέσα από τη διαβούλευση στους πολίτες να συμμετέχουν στη διαμόρφωση ενός νομοθετήματος είναι εξαιρετικά σημαντική.
Γιατί η διαβούλευση έχει μόνο σημασία να δείξουμε στους πολίτες ότι πράγματι τα σχόλια τα οποία κάνουν λαμβάνονται υπόψη, εφόσον κριθεί ότι αυτό πρέπει να συμβεί. Διότι η διαβούλευση δεν είναι μία απλά τυπική διαδικασία, μία προϋπόθεση την οποία πρέπει να περάσει κάποιο νομοσχέδιο, αλλά μία ζωντανή διαδικασία στην οποία τα σχόλια των πολιτών, ειδικά αυτών που ενδιαφέρονται περισσότερο για κάθε συγκεκριμένο ζήτημα, λαμβάνονται σοβαρά υπόψη.
Η ίδια η διαδικασία της νομοθέτησης στη Βουλή και της πειθαρχίας η οποία έχει επιβληθεί από τον Πρόεδρο ως προς τις κοινοβουλευτικές παρεκκλίσεις, οι οποίες στο παρελθόν έτειναν να γίνουν κανόνας. Ναι, αναφέρθηκε και ο Υπουργός στα διάφορα ευτράπελα τα οποία είχαμε ζήσει την περίοδο 2015-2019.
Θα σας διορθώσω, κ. Υπουργέ: δημιουργήθηκαν σωρεία πανεπιστημιακών τμημάτων με βουλευτικές τροπολογίες, ούτε καν υπουργικές. Τρόπος του λέγειν βουλευτικές τροπολογίες: έδινε ο Υπουργός σε κάποιους Βουλευτές μια τροπολογία και την τελευταία στιγμή την κατέθεταν οι βουλευτές, το δεχόταν ο Υπουργός και ξαφνικά βρεθήκαμε με δεκάδες τμήματα τα οποία φτιάχτηκαν ανά την επικράτεια, χωρίς καμία ανάλυση, χωρίς καμία έκθεση συνεπειών και με καταστροφικές συνέπειες στη συνέχεια, όχι μόνο ως προς την ποιότητα της νομοθέτησης αλλά ως προς την προσβολή για την ίδια τη λειτουργία του Κοινοβουλίου, για τον ρουσφετολογικό τρόπο με τον οποίο δρομολογήθηκαν τέτοιες πρωτοβουλίες.
Η μεγάλη έμφαση η οποία δίνεται στην κατάρτιση και στη στελέχωση της δημόσιας διοίκησης με νέους δημόσιους υπαλλήλους, οι οποίοι μπορούν και να παρέχουν διακλαδικά, διυπουργικά τις υπηρεσίες τους σε τομείς αιχμής, όπως το να γράφουμε σωστά τους νόμους, η ανάλυση των ψηφιακών δεδομένων. Είναι μια κατάκτηση και αυτή για τη δημόσια διοίκηση, η οποία μας επιτρέπει να κάνουμε ένα ακόμα βήμα στην κατεύθυνση να γίνουμε επιτέλους ένα κανονικό ευρωπαϊκό κράτος.
Και πολλές ακόμα προβλέψεις οι οποίες νομίζω ότι έχουν δοκιμαστεί στην πορεία και έχουν αποδείξει την ανθεκτικότητα αυτού του πολύ σημαντικού νόμου περί επιτελικού κράτους, τον οποίο προφανώς συνεχώς φροντίζουμε να βελτιώνουμε και να εκσυγχρονίζουμε.
Κλείνω, κυρίες και κύριοι, με μια παρατήρηση σε συνέχεια όσων είπε ο Υπουργός. Είναι πολύ πιθανόν η σημερινή ημερίδα να μην μονοπωλήσει τα φώτα της δημοσιότητας, καθώς αυτά τα οποία συζητούμε μερικές φορές μπορεί να φαντάζουν πολύ εσωτερικά ζητήματα τα οποία τελικά δεν ενδιαφέρουν τους πολίτες, οι οποίοι προφανώς και έχουν την προσοχή τους στραμμένη σε ζητήματα που αφορούν τις άμεσες προτεραιότητές τους.
Όμως, κάθε φορά που αναλογιζόμαστε και αναζητούμε το κράτος, αυτό το αφηρημένο κράτος το οποίο θεωρούμε ότι τελικά δεν έχει κάποια σχέση με εμάς αλλά είναι ένας άλλος οργανισμός απόμακρος -λες και το κράτος τελικά με τον τρόπο του δεν είναι και η έκφραση της ίδιας της λαϊκής κυριαρχίας, μέσα όμως από διαδικασίες οι οποίες πρέπει να έχουν μια σταθερότητα και μια αντοχή στον χρόνο-, ας αναλογιστούμε ότι αυτό το κράτος από το οποίο απαιτούμε και από το οποίο έχουμε προσδοκίες, χρειάζεται και αυτό τα θεμέλιά του, χρειάζεται και αυτό τα υδραυλικά του, τα ηλεκτρικά του, τις καλωδιώσεις του.
Όλα αυτά, βέβαια, τα οποία δεν τα βλέπουμε, πλην όμως είναι αυτά τα οποία επιτρέπουν τελικά στο κράτος να λειτουργεί σωστά, επιτρέπουν στη δημοκρατία να μπορεί να λειτουργεί με θεσμούς λογοδοσίας και επιτρέπουν τελικά σε όλους εμάς που είμαστε ταγμένοι στην αποστολή να βελτιώνουμε τις ζωές των πολιτών, να επιτελούμε αυτό το έργο με όσο το δυνατόν καλύτερο τρόπο.
Έχουμε να αντιμετωπίσουμε πολλά σύνθετα προβλήματα και σας διαβεβαιώνω ότι η άσκηση της διακυβέρνησης είναι μια εξαιρετικά περίπλοκη διαδικασία. Όμως, η τυποποίηση, η κανονικοποίηση, οι κανόνες, οι διαδικασίες κάνουν τη ζωή μας τελικά λίγο πιο εύκολη. Βάζουν μια τάξη σε αυτό το χάος και σε αυτή τη συνεχή ανάγκη για διαρκή διαχείριση προβλημάτων.
Τελικά τα αποτελέσματα αυτής της προσπάθειας θα φανούν στον χρόνο και με τον τρόπο τους θα έχουν αντίκτυπο όχι μόνο στη βελτίωση της χώρας σε διάφορους δείκτες καλής διακυβέρνησης, αλλά θα έχουν τελικά άμεσο αντίκτυπο στο να αποκτήσουμε ένα τέτοιο κράτος με περισσότερη διαφάνεια, περισσότερη λογοδοσία και κυρίως περισσότερη αποτελεσματικότητα.
Σας ευχαριστώ πολύ».