Επόμενο ορόσημο στον ελληνοτουρκικό διάλογο, μετά την επίσκεψη στην Άγκυρα, είναι ο Σεπτέμβριος στη Νέα Υόρκη, τόνισε ο Γιώργος Γεραπετρίτης στην εφημερίδα «Real News».
Σύμφωνα με τον υπουργό Εξωτερικών, στην Νέα Υόρκη θα πραγματοποιηθεί η συνάντηση του Έλληνα πρωθυπουργού με τον Τούρκο πρόεδρο στο πλαίσιο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, ενώ οι δύο ηγέτες θα συμπέσουν και στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στην Ουάσιγκτον και εφόσον κριθεί σκόπιμο, θα βρεθούν και εκεί, επισήμανε στο ίδιο μέσο.
Γεραπετρίτης: Πρέπει να εδραιωθεί κλίμα ειλικρίνειας και αμοιβαίας κατανόησης
«Το επόμενο ορόσημο είναι το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας. Οι δύο ηγέτες συμφώνησαν να προωθήσουν το Συμβούλιο για το τέλος του έτους στην ‘Αγκυρα», επεσήμανε, ενώ όπως πρόσθεσε, στον ενδιάμεσο χρόνο μέχρι τον Σεπτέμβριο θα έχει υπάρξει ένας καινούργιος γύρος πολιτικού διαλόγου, θετικής ατζέντας και Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, έτσι ώστε να έχουμε και περισσότερα θετικά και απτά αποτελέσματα.
«Είναι ιδιαίτερα σημαντικό το γεγονός ότι επέρχεται μία κανονικότητα στη σχέση μας με την Τουρκία: Βρισκόμαστε περιοδικά, από τις συναντήσεις αυτές δεν χρειάζεται αναγκαία να εξαγάγεται πάντοτε ένα πολύ συγκεκριμένο, μεγάλο αποτέλεσμα και μπορούμε πλέον ακόμη και να διαφωνούμε, χωρίς εντούτοις να δημιουργούνται εντάσεις», τόνισε.
Αναφερόμενος στο ζήτημα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ, ο υπουργός Εξωτερικών ανέφερε ότι είναι ένα «σύνθετο τεχνικό ζήτημα με μεγάλο ιστορικό βάρος», υπενθυμίζοντας πως έχει απασχολήσει 64 γύρους διερευνητικών επαφών, χωρίς να έχει υπάρξει ουσιαστικό αποτέλεσμα.
«Μολονότι έχει αυτοτελή αξία να διάγουμε περίοδο ηρεμίας στο Αιγαίο χωρίς παραβιάσεις του εθνικού εναέριου χώρου και χωρίς μεγάλες μεταναστευτικές ροές, η οριστική επίλυση του θέματος της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ θα ήταν εξαιρετικά σημαντική για μία μακροπρόθεσμη και βιώσιμη ηρεμία στην περιοχή μας».
«Η πρόθεσή μας είναι να συζητήσουμε τα θέματα αυτά, όταν θα είναι κατάλληλες οι συνθήκες. Θα πρέπει να έχει εδραιωθεί απολύτως το κλίμα ειλικρίνειας και αμοιβαίας κατανόησης, ιδίως μέσα από την εμπέδωση και την πλήρη εφαρμογή των συμφωνιών της θετικής ατζέντας».
Όπως ανέφερε ο κ. Γεραπετρίτης «θα βαδίσουμε βήμα-βήμα στον ελληνοτουρκικό διάλογο», «έτσι ώστε να οικοδομήσουμε πρωτίστως πάνω σε εκείνα που μας ενώνουν».
Βεβαίως, πρόσθεσε, «οι διαφορετικές απόψεις σε βασικά θέματα δεν έχουν εκλείψει», ενώ επεσήμανε πως «ο χρονισμός εξαρτάται από την εντολή που θα δώσουν οι δύο ηγέτες στους υπουργούς Εξωτερικών να εκκινήσουν και να εποπτεύσουν τον σχετικό διάλογο».
«Θα ήταν ιδανικό να μπορέσουμε να καταλήξουμε σε μία από κοινού συμφωνία για την οριοθέτηση. Σε κάθε περίπτωση, παραμένει πάντοτε ο δρόμος του συνυποσχετικού για την υπαγωγή της διαφοράς αυτής σε διεθνή δικαιοδοσία».
Όπως επεσήμανε ο υπουργός Εξωτερικών, η συνολική αξιολόγηση για την επίσκεψη στην ‘Αγκυρα είναι θετική.
«Το κλίμα ήταν ειλικρινές και υπήρχε διαβουλευτική διάθεση και από τα δύο μέρη», ανέφερε. «Δεν θεωρώ αρνητικό το ότι καταγράψαμε τις διαφωνίες μας. Και τούτο διότι είναι αναγκαίο για οιαδήποτε διαδικασία διαλόγου να μπορούμε να συζητούμε και για εκείνα στα οποία διαφωνούμε, χωρίς να παράγεται ένταση και κρίση».
Εξάλλου, πρόσθεσε, «θα ήταν αδύνατον να επιτευχθεί πλήρης σύγκλιση, ειδικά από τη στιγμή που τα δύο κράτη φέρουν τεράστια ιστορικά βάρη. Η δική μας πρόθεση είναι να μπορούμε να δίδουμε έμφαση σε όσα μας ενώνουν και να συζητούμε χωρίς ένταση για εκείνα στα οποία διαφωνούμε. Έτσι οφείλει να λειτουργεί μια κανονική διακρατική σχέση, μια παραγωγική κανονικότητα»
Ερωτηθείς για το μέτρο της εξπρές βίζας, επεσήμανε ότι ήταν μία πρωτοβουλία του υπουργείου Εξωτερικών, «η οποία υπηρετεί την ιδέα πως η οποιαδήποτε προσέγγιση των κυβερνήσεων δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο μέσω και της προσέγγισης των λαών».
«Ήταν εξαιρετικά σημαντικό όχι μόνο για την οικονομία των νησιών μας, αλλά και για να εδραιώσουμε θεμέλια φιλίας και καλής γειτονίας», σημείωσε.
Όπως υπενθύμισε ,για να υιοθετηθεί υπήρξε συνεννόηση με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, δεδομένου ότι συνιστά απόκλιση από τους κανόνες της ζώνης Σένγκεν.
«Η σκέψη μας ήταν να ενεργοποιηθεί το μέτρο για τα νησιά, τα οποία φιλοξενούν μεταναστευτικές δομές, καθώς και εκείνα που έχουν άμεσες πορθμιακές γραμμές. Δεδομένου του ότι πρόκειται για απόκλιση από τους κανόνες Σένγκεν, είναι δύσκολο να επεκταθεί. Μακάρι να έχουμε την ευκαιρία και για άλλα μέτρα, τα οποία θα φέρουν πιο κοντά τους δύο λαούς», ανέφερε.
Γεραπετρίτης: Ελπίζω και εύχομαι να έχουμε σύντομα θετική εξέλιξη στο Κυπριακό
Όπως επεσήμανε ο κ. Γεραπετρίτης, το Κυπριακό παραμένει ύψιστη προτεραιότητα για την ελληνική εξωτερική πολιτική και η Ελλάδα εργάζεται ώστε να καθίσουν στο τραπέζι του διαλόγου ο Κύπριος Πρόεδρος και ο ηγέτης των Τουρκοκυπρίων.
Σημείωσε ότι διατηρεί άριστη σχέση τόσο με την προσωπική απεσταλμένη του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ, όσο και με τον ίδιο τον Γενικό Γραμματέα και υπάρχει συνεχής επικοινωνία «για να μπορέσουμε να ενεργοποιήσουμε τον μηχανισμό διαλόγου μεταξύ των δύο πλευρών».
«Συμφωνούμε με την κυπριακή κυβέρνηση ότι η βελτίωση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις μόνο θετικά αποτελέσματα μπορεί να έχει για την εκκίνηση του διαλόγου για το Κυπριακό», ανέφερε και συμπλήρωσε ότι το θέμα συζητήθηκε και στην ‘Αγκυρα.
«Η ελληνική θέση είναι σαφής. Οι δύο πλευρές θα πρέπει να συζητήσουν στη βάση των ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για τη Διζωνική, Δικοινοτική Ομοσπονδία. Θα πρέπει να εκκινήσει ο διάλογος και να υπάρξει μία παραγωγική συζήτηση, η οποία θα μας οδηγήσει σε μία βιώσιμη και ωφέλιμη λύση για το Κυπριακό στο πλαίσιο των ψηφισμάτων».
«Θεωρώ ότι και η τουρκική πλευρά αντιλαμβάνεται τη σημασία του διαλόγου. ‘Αλλωστε σε αυτόν τον διάλογο επενδύουμε κι εμείς στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ελπίζω και εύχομαι να έχουμε σύντομα θετική εξέλιξη και στο Κυπριακό», ανέφερε χαρακτηριστικά.
«Οι πολίτες της Β. Μακεδονίας δεν θα ήθελαν να διακινδυνεύσουν την ευρωπαϊκή προοπτική τους»
Αναφορικά με το ζήτημα της Βόρειας Μακεδονίας, ο κ. Γεραπετρίτης επεσήμανε ότι η αντίδραση της ελληνικής πλευράς ήρθε με πολύ γρήγορα αντανακλαστικά και ήταν «πολυδιάστατη και αποτελεσματική».
«Η πραγματικότητα είναι ότι σήμερα η πολιτική ηγεσία της Βόρειας Μακεδονίας βρίσκεται ήδη και υπό εσωτερική πίεση», ανέφερε, επισημαίνοντας ότι το υπουργείο Εξωτερικών της χώρας εξέδωσε ανακοίνωση ότι θα πρέπει να υπάρξει πλήρης συμμόρφωση με την συμφωνία των Πρεσπών και τη συνταγματική ονομασία του κράτους, ενώ το υπουργείο Δικαιοσύνης χαρακτήρισε άκυρη την ορκωμοσία.
«Πεποίθησή μου είναι ότι οι πολίτες της Βόρειας Μακεδονίας δεν θα ήθελαν να διακινδυνεύσουν τη σχέση με την Ελλάδα και την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας. Είναι αυτονόητο ότι θέτουμε τα ζητήματα της συμμόρφωσης προς την Συμφωνία των Πρεσπών σε όλα τα διεθνή φόρα και απαιτούμε την καλή τη πίστει εφαρμογή της», τόνισε.
Εξέφρασε την πεποίθηση ότι «δικαιώνεται η πολιτική, την οποία ακολουθεί η κυβέρνηση» να μη φέρει τα μνημόνια προς ψήφιση και επανέλαβε ότι αυτό θα γίνει στον κατάλληλο πολιτικό χρόνο. «Η κύρωση τους εξαρτάται από την καλή τη πίστει και πλήρη εφαρμογή της Συμφωνίας των Πρεσπών», ανέφερε. «Διότι πέρα από το ζήτημα της συνταγματικής ονομασίας υπάρχουν και άλλες ουσιαστικές εκκρεμότητες».
«Δεν αντιλαμβάνομαι τη θέση της αντιπολίτευσης, η οποία από τη μία πλευρά μας εγκαλεί ότι δεν κυρώσαμε τα μνημόνια και από την άλλη διαβλέπει κινδύνους για την εφαρμογή της Συμφωνίας από τη συμπεριφορά της νέας πολιτικής ηγεσίας της Βόρειας Μακεδονίας», ανέφερε και τόνισε:
«Η πραγματικότητα είναι ότι θέλουμε να φέρουμε τα μνημόνια προς κύρωση, διότι και εμείς συμφωνούμε κατ’ αρχήν με την ευρωπαϊκή πορεία της Βόρειας Μακεδονίας. Πλην όμως αυτό δεν μπορεί να γίνει, παρά μόνο εφόσον υπάρξει πλήρης και απτή συμμόρφωση προς τη Συμφωνία των Πρεσπών. Να μην ξεχνάμε ότι η εφαρμογή της συμφωνίας αποτελεί ρητά προαπαιτούμενο για την ενταξιακή διαδικασία της Βόρειας Μακεδονίας».
«Ζητήματα κράτους δικαίου δεν είναι διμερή»
«Τα ζητήματα που αφορούν τη δημοκρατία, το κράτος δικαίου, τα δικαιώματα των μειονοτήτων και τα πολιτικά δικαιώματα όλων των πολιτών συνιστούν ευρωπαϊκές διακυβεύσεις και όχι διμερή διαφορά», ανέφερε ο κ. Γεραπετρίτης ερωτηθείς για την υπόθεση Μπελέρη
«Σίγουρα δεν ήταν η Ελλάδα που προκάλεσε το θέμα Μπελέρη. Εξάλλου, το πρώτο κεφάλαιο των ενταξιακών διαπραγματεύσεων αφορά ακριβώς αυτά τα θεμελιώδη ζητήματα. Είναι αυτονόητο ότι όταν ανοίξει το κεφάλαιο αυτό θα αξιολογηθεί ουσιαστικά ο τρόπος που λειτούργησε η Δικαιοσύνη στην Αλβανία, καθώς και αν παρασχέθηκαν στον κ. Μπελέρη οι εγγυήσεις που θα πρέπει να παρέχονται σε κάθε πολίτη, και ειδικά σε μέλη εθνικών μειονοτήτων».
Επεσήμανε δε πως η Ελλάδα, παραμένει σταθερά υπέρ της ένταξης όλων των κρατών των Δυτικών Βαλκανίων στην ευρωπαϊκή οικογένεια, «διότι αυτό θα συμβάλει ουσιωδώς στην ειρήνη και την ευημερία σε μια εξαιρετικά εύθραυστη γωνιά της Ευρώπης».
«Από την άλλη, αντιλαμβανόμαστε όλοι ότι εκπτώσεις στο ευρωπαϊκό κεκτημένο δεν νοούνται. Η Ελλάδα θα φροντίσει να αναδειχθούν με τον προσήκοντα τρόπο όποια προβλήματα υπάρχουν σε σχέση με αυτό», κατέληξε.