Για τη συνάντηση που αναμένεται να πραγματοποιήσει με τον Τούρκο Υπουργό Εξωτερικών Χακάν Φιντάν, εδώ στην Αθήνα, στις 8 Νοεμβρίου αλλά και για άλλα τρέχουσα θέματα που αφορούν την επικαιρότητα, μίλησε στο Πρώτο Πρόγραμμα ο Γιώργος Γεραπετρίτης.
O Υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας επισήμανε αρχικά «Τα πράγματα είναι νομίζω σχετικά καθαρά. Όπως ήδη είχα την ευκαιρία να τα θέσω και ενώπιον της Βουλής, βρισκόμαστε στο σημείο εκείνο στο οποίο έχουμε λάβει την εντολή οι δύο υπουργοί Εξωτερικών να διερευνήσουμε αν μπορεί να υπάρξει ένα κοινό πλαίσιο για να προχωρήσουμε τη συζήτηση σε ένα άλλο στάδιο, σε ένα στάδιο το οποίο θα αφορά την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και αποκλειστικής ζώνης. Δεν είμαστε ακόμη εκεί. Είμαστε ακόμη στη συζήτηση στην οποία αφορά το ποιο θα είναι το εύρος της συζήτησης, με ποιες αρχές θα γίνει η συζήτηση αυτή, άρα στην πραγματικότητα είναι προκριματικό στάδιο (…). Θα περιμένουμε λοιπόν, να δούμε το συν της συνάντησης αυτής με τον κ. Φιντάν. Εγώ είμαι οπαδός της διαβουλευτικής Δημοκρατίας. Πιστεύω ότι η Δημοκρατία είτε είναι διαβουλευτική, είτε δεν υπάρχει. Πρέπει λοιπόν, να συζητάμε και πρέπει να συζητάμε διότι, η αξία του δικού μας πολιτισμού είναι ακριβώς ότι μπορούμε να βρούμε λύσεις στα προβλήματά μας μέσα από τη συζήτηση. Εάν υπάρχει και από την απέναντι πλευρά η διάθεση μέσω αυτής της διαφορετικότητας να βρούμε λύση στο μεγάλο μας πρόβλημα, νομίζω ότι υπάρχει περιθώριο και αυτό είναι ένα χρέος το οποίο έχουμε και είναι ένα χρέος που έχουμε απέναντι στην κοινωνία σήμερα, αλλά και στην κοινωνία, αύριο, στις επόμενες γενιές. Να εξαντλήσουμε δηλαδή κάθε δυνατότητα που υπάρχει έτσι ώστε διασφαλίζοντας στο ακέραιο τα εθνικά μας συμφέροντα, να μπορέσουμε να διασφαλίσουμε την ειρήνη, την ασφάλεια και την ευημερία επί μακρόν».
Και συμπλήρωσε «Θα υπάρξουν επόμενα στάδια σε ότι αφορά τον ελληνοτουρκικό διάλογο. Αυτή τη στιγμή, όπως γνωρίζετε, έχει εδραιωθεί ένα καθεστώς το οποίο είναι σχετικώς καλής κατανόησης, μία σχετική αμοιβαία εμπιστοσύνη, η οποία έχει αναπτυχθεί έτσι ώστε να προλαμβάνουμε περαιτέρω εντάσεις και κρίσεις. Έχουμε την ευκαιρία, εάν υπάρξει σύμπτωση σε ό, τι αφορά τα θεμελιώδη, να προχωρήσουμε στο ζήτημα της οριοθέτησης. Εάν προκύψει τέτοια κοινή κατανόηση για το οποίο δεν μπορώ να προδικάσω ακόμα πριν ξεκινήσει η συζήτηση, τότε η συζήτηση θα γίνει στο επίπεδο των υπουργών Εξωτερικών και στο επίπεδο του πολιτικού διαλόγου. Οι διερευνητικές εντολές στις οποίες αναφερθήκατε, πράγματι είναι μια μεγάλη ιστορική διαδρομή περίπου 20 ετών, όπου κυρίως σε επίπεδο υπηρεσιακό και τεχνοκρατικό, γινόταν μια συζήτηση η οποία δεν είχε αποφέρει οτιδήποτε. Είχαμε 64 κύκλους διερευνητικών επαφών, οι οποίες δυστυχώς δεν απέφεραν τα αναμενόμενα. Μάλλον νομίζω ότι μας έθεσαν πιο πίσω από την αρχική μας θέση. Αυτή τη στιγμή εκείνο το οποίο απαιτείται είναι να υπάρξει μια ισχυρή πολιτική βούληση και στη συνέχεια, εφόσον υπάρχει αυτή η ισχυρή πολιτική βούληση, η οποία θα αποτυπωθεί σε μια κοινή θέση για το πώς προχωράμε τότε να δούμε τα ζητήματα τα τεχνικά-νομικά της οριοθέτησης». Όσο για το αν θα έχει οριστεί η οριοθέτηση της αιγιαλίτιδας ή είναι κάτι που θα γίνει αργότερα, ο Υπουργός Εξωτερικών επισήμανε «Το ζήτημα αυτό αφορά αποκλειστικά και μόνο την ελληνική κυριαρχία. Δεν τίθεται εντός οποιουδήποτε διαλόγου και δεν τίθεται εντός οποιουδήποτε συνυποσχετικού, άρα είναι αποκλειστικά και μόνο ζήτημα της χώρας μας. Το πότε θα ασκηθεί θα μου επιτρέψετε να το διατηρήσω σε επίπεδο εσωτερικό. Είναι ιδιαιτέρως κρίσιμο. Αυτό το οποίο μπορώ να σας πω μετά βεβαιότητας είναι ότι η Ελλάδα έχει το δικαίωμα, το οποίο της αποδίδει απολύτως το διεθνές δίκαιο, να επεκτείνει όποτε το κρίνει η ίδια η χώρα, με τον τρόπο που προβλέπει το διεθνές δίκαιο. Και θα το πράξει».
Έπειτα, αναφορικά με την ανησυχία που υπάρχει ότι επί της ουσίας η Ελλάδα προετοιμάζεται για να εγκαταλείψει οριστικά τα 12 ναυτικά μίλια και για το ότι σύμφωνα με μια ανώτατη κυβερνητική πηγή που έλεγε ότι 6 μίλια δεν υπάρχει ούτε κατά διάνοια ως σκέψη ακόμα και για τον γενικό κανόνα των 6 ναυτικών μιλίων και για το που τελικά ακριβώς βρισκόμαστε εμείς αλλά και τι είδους προσέγγιση θα κάνουμε, ο κ. Γιώργος Γεραπετρίτης σημείωσε «Είναι ένα ζήτημα το οποίο είναι εξαιρετικά σύνθετο. Αυτή τη στιγμή υπάρχει η γνώση του διεθνούς δικαίου. Υπάρχει μια σύνεση στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε τα πράγματα και πάνω από όλα υπάρχει ένα ισχυρό διπλωματικό κεφάλαιο. Εμείς εκείνο το οποίο λέμε είναι ότι η Ελλάδα δεν πρόκειται ποτέ να απεμπολήσει την κυριαρχία της, το δικαίωμά της να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 μίλια. Αυτό είναι κάτι το οποίο το διατηρούμε ως δικαίωμα. Δεν έχει ασκηθεί καθ’ όλη τη διάρκεια προφανώς της μεταπολίτευσης, αλλά αυτό δεν απεμπολεί ούτε κατά διάνοια το δικαίωμα το οποίο απορρέει αυτοτελώς από το διεθνές δίκαιο. Άρα, η συζήτηση ότι θα παραμείνουμε στα έξι μίλια είναι προφανώς αλυσιτελής (…).
«Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε σε ένα εξαιρετικά σύνθετο και ρευστό διεθνές γεωπολιτικό περιβάλλον. Είναι το πιο δύσκολο γεωπολιτικό περιβάλλον που έχει γνωρίσει ο μεταπολεμικός κόσμος, με δύο πολύ μεγάλους πολέμους στην ευρύτερη περιοχή μας, με δύο πολέμους οι οποίοι έχουν τεράστιο αντανακλαστικό αποτύπωμα και στη δική μας γειτονιά και υπάρχουν και συνθήκες πολύ μεγάλης δυναμικής έντασης, όπως είναι, παραδείγματος χάριν, τα μεταναστευτικά ρεύματα τα οποία βρίσκονται και θα βρεθούν ακόμα περισσότερο σε έξαρση. Η κατάσταση στην Αφρική και ιδίως στην υποσαχάρια Αφρική. Είναι ένα πάρα πολύ δύσκολο γεωπολιτικό περιβάλλον. Για την Ελλάδα είναι πάρα πολύ σημαντικό να αναπτύσσει διαρκώς τη δική της ισχυρή διπλωματική θέση, το δικό της διπλωματικό αποτύπωμα. Και το έχουμε πράξει όσο ήταν δυνατό. Σήμερα η Ελλάδα είναι πιο ισχυρή από ποτέ διεθνώς. Είναι στον σκληρό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι στο μη μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας για την επόμενη διετία, συν καθορίζει τις παγκόσμιες πολιτικές σε επίπεδο διεθνούς δικαίου και άρα, αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε στο υψηλότερο πεδίο που θα μπορούσαμε να βρεθούμε. Δεν έχουμε κανένα απολύτως φοβικό σύνδρομο, επειδή ακριβώς έχουμε αυτή την ισχυρή αυτοπεποίθηση και θεωρώ λοιπόν, ότι είμαστε σε θέση να μπορέσουμε να συζητήσουμε και για τα δύσκολα»».
«Η αλήθεια όμως, είναι ότι στο μέτρο που υπάρχει πάντοτε η υποκείμενη διαφορά της μη οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ, υπάρχει ένας εν δυνάμει κίνδυνος διαρκώς. Ο κίνδυνος αυτός θα εξέλιπε ή εν πάση περιπτώσει θα μετριαζόταν ουσιωδώς, θα ελαχιστοποιείτο εάν μπορούσαμε να κάνουμε την οριοθέτηση αυτή. Η οριοθέτηση αυτή, κατά την άποψή μου, αποτελεί συνθήκη μακράς ειρήνης και ευημερίας στην περιοχή μας. Βεβαίως, θέλω να είμαι σαφής. Δεν πρόκειται να υπάρξει τέτοια κατάληξη, ειμή μόνον αν διασφαλίζονται απολύτως τα εθνικά συμφέροντα και εφόσον υπάρχει η συναίνεση εκ μέρους του πολιτικού κόσμου και της κοινωνίας (…). Ακόμη είμαστε στο στάδιο να δούμε τι πρόκειται να συζητήσουμε αλλά και το τι πρόκειται να συζητήσουμε για την ελληνική πλευρά είναι πάρα πολύ σαφές. Το έχω δηλώσει επανειλημμένως ενώπιον της Βουλής ότι είναι η μία και μόνη διαφορά μας που μπορεί να αχθεί ενώπιον διεθνούς δικαιοδοσίας, που είναι η οριοθέτηση ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας. Άρα, εφόσον υπάρξει κατανόηση για το εύρος της συζήτησης και τις αρχές επί της οποίας θα γίνει η συζήτηση αυτή, τότε και μόνον τότε θα προχωρήσουμε στα τεχνικά θέματα».
Ενώ εν συνεχεία, δεν παρέλειψε να τονίσει «Η παραπομπή στη Χάγη είναι το τελικό στάδιο το οποίο θα μπορούσε δυνητικώς να υπάρξει, εφόσον, υπάρξει ένα συνυποσχετικό. Πράγμα το οποίο σημαίνει ότι θα πρέπει οι δύο χώρες να καταλήξουν σε ό, τι αφορά το εύρος της διαφοράς το οποίο άγεται ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου. Επαναλαμβάνω ότι για την Ελλάδα δεν μπορεί να είναι άλλο παρά μόνον το θέμα της οριοθέτησης ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας. Αυτό θα ήταν η κατάληξη μιας συζήτησης, αλλά αυτό είναι και το όριο της δικής μας διαπραγμάτευσης. Θέλω να σας πω, ότι βρισκόμαστε πράγματι σε ένα σημαντικό σταυροδρόμι στα ελληνοτουρκικά. Και βεβαίως καλό είναι να θυμόμαστε ότι δεν ήταν πάντοτε οι περίοδοι ηρεμίας ένα κεκτημένο. Στο πρόσφατο σχετικώς παρελθόν είχαμε μεγάλες εντάσεις με την Τουρκία (…). Αισθάνομαι λοιπόν, ότι υπάρχει μία θετική ευνοϊκή συγκυρία, έως του σημείου να μπορέσουμε να επιλύσουμε διαφορές για να μην δημιουργούμε και άλλους πυλώνες αστάθειας. Και από την άλλη πλευρά η Ελλάδα είναι πιο ισχυρή από ποτέ. Και όταν είσαι ισχυρός, τότε συζητάς με όρους οι οποίοι είναι πολύ πιο δυνατοί».
Ερωτηθείς τέλος, για την άτυπη τριμερή χθεσινή συνάντηση στη Νέα Υόρκη των κυρίων Χριστοδουλίδη, Τατάρ και Γκουτέρες, τι έχουμε να περιμένουμε από εκεί και για το ποια σενάρια υπάρχουν για τυχόν εξελίξεις στο Κυπριακό, ο κ. Γεραπετρίτης τόνισε «Κατ’ αρχάς θέλω να δηλώσω την ικανοποίηση της ελληνικής κυβέρνησης και τη δική μου προσωπικά για το γεγονός ότι επανεκκίνησαν οι άμεσες συζητήσεις για το Κυπριακό. Πριν από ενάμιση χρόνο το Κυπριακό βρισκόταν σε μια πλήρη αδράνεια και κάναμε μια πάρα πολύ μεγάλη επένδυση σε ενέργεια κατά τρόπο ώστε να μπορέσουμε να αναβαθμίσουμε το ζήτημα αυτό και σήμερα να έχει καταστεί μια μείζονα προτεραιότητα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό ότι ο ίδιος ο Γενικός Γραμματέας το έχει αναλάβει ως ένα προσωπικό έργο και έχουμε καταφέρει και θα μου επιτρέψετε να πω ότι σε αυτό έχει συμβάλει καθοριστικά και η βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων στο να μπορούμε και πάλι να φέρουμε στο προσκήνιο το Κυπριακό (…). Από μακρού χρόνου η τουρκοκυπριακή ηγεσία έχει θέσει το ζήτημα της κυριαρχικής ισότητας, πρακτικά δηλαδή της ύπαρξης δύο κρατών. Προφανώς δεν είναι σημερινό. Εκείνο που θέλω να πω είναι ότι το ζήτημα αυτό είναι εκτός του πλαισίου του διεθνούς δικαίου. Οι αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών είναι πολύ σαφείς και ομιλούν για διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία. Δεν θα μπορούσε ούτε ο Γενικός Γραμματέας, ο οποίος είναι ακριβώς ο εκφραστής και ο αντιπρόσωπος του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, να αποστεί από αυτό. Η θέση μας είναι πάρα πολύ σαφής και διαυγής και πάντοτε σε σύμπνοια με την Κυπριακή Δημοκρατία. Λύση θα πρέπει να υπάρξει εντός του πλαισίου του ΟΗΕ. Είναι χρήσιμο να συζητούν οι κοινότητες. Κανένα πρόβλημα δεν έχει βρει τη λύση του αν δεν έχει υπάρξει παραγωγική συζήτηση και ελπίζουμε ότι η συζήτηση αυτή θα συνεχισθεί έτσι ώστε να εξαντλήσουμε κάθε δυνατότητα που υπάρχει για να υπάρχει μια βιώσιμη λύση».