Η μετατροπή των πόλεων σε κλιματικά ουδέτερες είναι η απάντηση για τον μετριασμό της κλιματικής κρίσης, όπως εξηγεί στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο καθηγητής του ΕΚΠΑ και μέλος της Επιστημονικής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Κλιματική Αλλαγή, Κωνσταντίνος Καρτάλης. Οι πόλεις σήμερα συνεισφέρουν περίπου στο 50% των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα ποσοστό που εκτιμάται ότι θα αυξηθεί σε 70% έως το 2050. Στην Αθήνα, σύμφωνα με στοιχεία που παρουσίασε πρόσφατα, στο πλαίσιο εκδήλωσης της Ελληνικής Εταιρείας Προστασίας της Φύσης ο κ. Καρτάλης ,το 68% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου είναι από τα κτήρια ενώ το 21% από τις οδικές μεταφορές.
«Γνωρίζω τον προβληματισμό σε ό,τι αφορά στην ικανότητα των πόλεων να ανταποκριθούν στην ανάγκη μείωσης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, όμως οι λύσεις υπάρχουν και ήδη αρκετές πόλεις σε παγκόσμια κλίμακα εφαρμόζουν προγράμματα για να μετατραπούν σε Κλιματικά ουδέτερες. Το ίδιο ισχύει και στην Ελλάδα, είτε μέσα από ευρωπαϊκά προγράμματα (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Καλαμάτα, Ιωάννινα, Τρίκαλα, Κοζάνη) ή αντίστοιχα εθνικά. Στην ανάγνωση μου πέρα από τη συμβολή στην παγκόσμια προσπάθεια μετριασμού της κλιματικής κρίσης, είναι μία σημαντική ευκαιρία εκσυγχρονισμού και αλλαγής του μοντέλου διακυβέρνησης των πόλεων, που απαιτεί όμως σημαντική και μακροχρόνια προσήλωση στο στόχο. Με δράσεις που θα διαρκέσουν 1-2 έτη, ο στόχος δεν θα επιτευχθεί και οι επενδύσεις που θα γίνουν δεν θα αντέξουν στο χρόνο», υπογραμμίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Καρτάλης.
Σε έκθεση της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Αλλαγή του Κλίματος των Ηνωμένων Εθνών, το 2022, διαπιστώθηκε ότι παρότι οι πόλεις φέρουν το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης για την επιδείνωση της κατάστασης ως προς την κλιματική αλλαγή και κρίση την ίδια ώρα είναι και οι μόνες που μπορούν να συμβάλουν καταλυτικά στην επίλυση του προβλήματος.
«Η απάντηση είναι να μετατρέψεις την πόλη σε Κλιματικά Ουδέτερη, δηλαδή να μειώσεις στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα και να ενισχύσεις ό,τι απομακρύνει το εναπομείναν διοξείδιο του άνθρακα από την ατμόσφαιρα (λ.χ. περισσότεροι χώροι πρασίνου)», σημειώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Καρτάλης και προσθέτει ότι κάθε πόλη πρέπει πρώτα να καταγράψει τις πηγές διοξειδίου του άνθρακα. Τα κτήρια, σύμφωνα με τον κ. Καρτάλη, αποτελούν μία από τις πηγές εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, είτε πρόκειται για ιδιωτικές κατοικίες, είτε είναι κτήρια του δημόσιου και εμπορικού τομέα, κυρίως ως προς το είδος της ενέργειας που χρησιμοποιούν για τη θέρμανση – ψύξη. Επιπλέον οι οδικές μεταφορές,οι βιομηχανίες/βιοτεχνίες, οι χώροι υγειονομικής ταφής απορριμμάτων, αποτελούν επίσης πηγές εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. «Άρα ένα ενδεικτικό μείγμα μέτρων θα ήταν ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές, αυτοκίνητα χαμηλών εκπομπών με σταδιακή μετάβαση σε ηλεκτρικά αυτοκίνητα, περισσότερα Μέσα Μεταφοράς για να περιοριστεί η χρήση των Ι.Χ. αυτοκινήτων, καθαρές τεχνολογίες στις βιομηχανίες, περισσότεροι χώροι πρασίνου, κά», επισημαίνει ο κ. Καρτάλης.
Σύμφωνα με τον κ. Καρτάλη οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα εκτιμάται ότι θα αποτυπωθούν σε όλη τη χώρα αλλά θα επηρεάσουν κυρίως από το ύψος της Θεσσαλίας και νοτιότερα. Οι βασικότερες συνέπειες αφορούν το δίπτυχο «θερμοκρασία – βροχόπτωση» και εξειδικεύεται με υψηλότερες θερμοκρασίες, μειωμένα επίπεδα βροχόπτωσης και κυρίως περισσότερα, ισχυρότερα και με μεγαλύτερη διάρκεια επεισόδια καύσωνα. «Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ένα χαρακτηριστικό στοιχείο της κλιματικής αλλαγής είναι και οι ακραίες καταιγίδες που οδηγούν σε πλημμύρες, ιδίως όταν στο έδαφος έχουν γίνει ανθρωπογενείς παρεμβάσεις (κάλυψη ρεμάτων, κά)», τονίζει. Κάθε πόλη ωστόσο, όπως εξηγεί ο κ. Καρτάλης θα χρειαστεί το δικό της Σχέδιο Προσαρμογής στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.
«Ένα Σχέδιο “φασόν” που θα εφαρμόζεται αδιάκριτα σε κάθε πόλη, δεν θα οδηγήσει στα επιθυμητά αποτελέσματα. Αντίθετα χρειάζεται μία πολύ προσεκτική καταγραφή των χαρακτηριστικών (αστικών, κλιματικών, περιβαλλοντικών, κοινωνικών, οικονομικών, κά) κάθε πόλης και των ειδικότερων κλιματικών επιπτώσεων που δέχεται. Αν μία πόλη κινδυνεύει περισσότερο από καύσωνες, η ανθεκτικότητα αυξάνεται με παρεμβάσεις στον κτηριακό τομέα (λχ. μονώσεις), περισσότερους πυρήνες πρασίνου (λχ. μικρά και μεσαία πάρκα), κατασκευαστικά υλικά που απορροφούν σε μικρότερο βαθμό την ηλιακή ακτινοβολία (ψυχρά υλικά), κά», σημειώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Καρτάλης.
Τέλος, ο κ. Καρτάλης εξηγεί ότι ο κόσμος χρειάζεται να γνωρίζει ότι η κλιματική αλλαγή είναι μία αστάθεια στο κλιματικό σύστημα που μπορεί να εκδηλωθεί και με υψηλές και χαμηλές θερμοκρασίες, αλλά και με ακραία καιρικά φαινόμενα εν γένει που είτε τα γνωρίζαμε ή είναι σχετικά νέα ή και συνδυάζονται μεταξύ τους. «Για παράδειγμα, το καλοκαίρι που μας πέρασε είχαμε θαλάσσιους καύσωνες στη δυτική Μεσόγειο (δηλ. σημαντικά υψηλότερες θερμοκρασίες της θάλασσας που οδήγησαν σε ακραίες καταιγίδες) καθώς και συνδυασμό καύσωνα με ξηρασία. Σε αυτές τις περιπτώσεις το ένα φαινόμενο ενισχύει την ένταση του άλλου», καταλήγει.