Με εγκύκλιο της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) δίδονται διευκρινίσεις για τις κληρονομιές, καθώς απασχολεί χιλιάδες φορολογούμενους, πολλοί εκ των οποίων βρίσκονται σε δίλημμα, όταν υπάρχουν παράλληλα και χρέη τα οποία βαρύνουν τον κληρονόμο, να αποδεχθούν ή όχι την κληρονομιά.
Σύμφωνα με στοιχεία από τους αρμόδιους φορείς, οι αποποιήσεις κληρονομιών έχουν φτάσει να ξεπερνούν ακόμα και τις 100.000 το χρόνο, καθώς μαζί με τυχόν περιουσία κληροδοτούνται και τα χρέη του αποβιώσαντος σε Εφορία και Δήμους ή ακόμα και τα βάρη ακινήτων στις τράπεζες.
Η ΑΑΔΕ, μετά από την υποβολή σχετικών ερωτημάτων, επιχειρεί να δώσει απαντήσεις, κωδικοποιώντας τις ισχύουσες διατάξεις.
Σύμφωνα με την εγκύκλιο:
Κατά τον χρόνο θανάτου του προσώπου, η περιουσία του επάγεται (περιέρχεται) αυτοδικαίως στον κληρονόμο του, που μπορεί να την αποποιηθεί μέσα σε προθεσμία τεσσάρων 4 μηνών (ή ενός έτους, στην περίπτωση που ο κληρονομούμενος είχε την τελευταία κατοικία του στο εξωτερικό ή αν ο κληρονόμος έμαθε την επαγωγή όταν διέμενε στο εξωτερικό).
Η προθεσμία αυτή αρχίζει από τότε που ο κληρονόμος έμαθε την επαγωγή της κληρονομιάς και τον λόγο της (γνώση της επαγωγής και του λόγου αυτής). Στην επαγωγή από διαθήκη η προθεσμία αποποίησης δεν αρχίζει πριν από την δημοσίευση της διαθήκης.
Η αποποίηση είναι άκυρη, αν γίνει μετά την πάροδο της προθεσμίας για αποποίηση. Αν περάσει η προθεσμία, η κληρονομία θεωρείται ότι έχει γίνει αποδεκτή. Η αποδοχή ή η αποποίηση της κληρονομιάς είναι άκυρη, αν έγινε πριν από την επαγωγή (δηλαδή πριν από το θάνατο του κληρονομουμένου) ή από πλάνη ως προς την επαγωγή της κληρονομιάς στον προσωρινό κληρονόμο και τον λόγο αυτής.
Η αποποίηση γίνεται με δήλωση στον γραμματέα του δικαστηρίου της κληρονομιάς, δηλαδή στο Ειρηνοδικείο στην περιφέρεια του οποίου ο κληρονομούμενος είχε κατά τον χρόνο του θανάτου του την κατοικία του ή, αν δεν είχε κατοικία, τη διαμονή του, ή, αν δεν είχε ούτε διαμονή, στο ειρηνοδικείο της πρωτεύουσας του Κράτους.
Αν ο κληρονόμος αποποιηθεί την κληρονομία, αυτή επάγεται σ’ εκείνον που θα είχε κληθεί (δηλαδή θα καθίστατο κληρονόμος), αν το πρόσωπο που αποποιήθηκε δεν ζούσε κατά τον χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση η προθεσμία αρχίζει από την γνώση της αποποίησης του «προπορευόμενου» κληρονόμου και την εξαιτίας αυτής κλήση του επόμενου.
Γνώση της επαγωγής, ως αφετηρία της προθεσμίας αποποίησης, υπάρχει όταν ο κληρονόμος έχει βασίμως πληροφορηθεί την ύπαρξη των πραγματικών (π.χ. του θανάτου του κληρονομούμενου) και νομικών προϋποθέσεων, η συνδρομή των οποίων επιφέρει την αυτοδίκαιη από αυτόν κτήση της κληρονομιάς.
Μόνο η γνώση του θανάτου του κληρονομούμενου δεν αρκεί, αλλά απαιτείται η γνώση και εκείνων των περιστατικών που αποτέλεσαν τους αναγκαίους νομικούς όρους για την κλήση του κληρονόμου στην κληρονομία του αποβιώσαντος (π.χ. η ανυπαρξία διαθήκης και η πλησιέστερη άλλων προσώπων συγγενική σχέση του με τον κληρονομούμενο).
Τα περιστατικά αυτά δυνατόν να είναι και μεταγενέστερα του θανάτου του κληρονομούμενου (π.χ. έκπτωση του προπορευόμενου κληρονόμου). Γνώση του λόγου της επαγωγής υπάρχει όταν ο κληρονόμος γνωρίζει ότι καλείται στην κληρονομία από τη διαθήκη του αποβιώσαντος ή από τον νόμο (π.χ. ως εξ αδιαθέτου ή ως νόμιμος μεριδούχος).
Την έναρξη της προθεσμίας αποποίησης εμποδίζει τόσο η πλάνη περί τα πράγματα όσο και η πλάνη περί το δίκαιο, αν η μη γνώση από τον κληρονόμο της προς αυτόν επαγωγής και του λόγου της οφείλεται σε άγνοια ή εσφαλμένη γνώση πραγματικών γεγονότων ή νομικών ρυθμίσεων.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, για την έναρξη της προθεσμίας προς αποποίηση απαιτείται από τον νόμο θετική γνώση από τον κληρονόμο της επαγωγής και του λόγου της, προς την οποία δεν εξομοιώνεται η υπαίτια άγνοια, έστω και αν οφείλεται σε βαριά αμέλεια αυτού.