Διεθνής ομάδα επιστημόνων αποκρυπτογράφησε για πρώτη φορά το γονιδίωμα του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν από τούφες μαλλιών του σπουδαίου μουσικοσυνθέτη. Όπως διαπιστώθηκε, ο Μπετόβεν είχε προδιάθεση για ηπατική νόσο και είχε μολυνθεί από ηπατίτιδα Β που σε συνδυασμό με την κατανάλωση αλκοόλ μπορεί να οδήγησε στο θάνατό του.
Στην ερευνητική ομάδα συμμετείχαν το Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ, το Κέντρο Μπετόβεν του Πανεπιστημίου του Σαν Χοσέ, η Αμερικανική Εταιρεία Μπετόβεν, το Καθολικό Πανεπιστήμιο του Λέβεν, το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Βόννης, το Πανεπιστήμιο της Βόννης, η εταιρεία γενετικών δοκιμών «FamilyTreeDNA», το Μουσείο Μπετόβεν στη Βόννη και το Ινστιτούτο Μαξ Πλανκ για την Εξελικτική Ανθρωπολογία.
Η υγεία και η αιτία θανάτου του σπουδαίου συνθέτη έχουν συζητηθεί εκτενώς, αλλά χωρίς να υπάρξει γενετική έρευνα. Για την παρούσα έρευνα, που δημοσιεύεται στο περιοδικό «Current Biology», μελετήθηκαν πέντε τούφες μαλλιών, όλες από τα τελευταία επτά χρόνια της ζωής του Μπετόβεν, οι οποίες, σύμφωνα με τους ερευνητές είναι «σχεδόν σίγουρα αυθεντικές». Συνολικά, η ομάδα πραγματοποίησε δοκιμές ελέγχου αυθεντικότητας σε οκτώ δείγματα μαλλιών που αποκτήθηκαν από δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές σε Ευρώπη και ΗΠΑ. Με τις δοκιμές αυτές οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι τουλάχιστον δύο από τις τούφες δεν προέρχονταν από τον Μπετόβεν, συμπεριλαμβανομένης μιας διάσημης τούφας που κάποτε υπήρχε η πεποίθηση ότι είχε κοπεί από το κεφάλι του αποθανόντος συνθέτη από τον 15χρονο μουσικό Φέρντιναντ Χίλερ. Προηγούμενες αναλύσεις της τούφας «Hiller» είχαν υποστηρίξει την υπόθεση ότι ο Μπετόβεν είχε δηλητηριαστεί από μόλυβδο, ωστόσο τώρα διαπιστώθηκε ότι η τούφα ανήκε σε γυναίκα.
Πέντε δείγματα αναγνωρίστηκαν ως αυθεντικά. Από αυτά η τούφα «Stumpff», από τη συλλογή του Κέβιν Μπράουν, μέλους της Αμερικανικής Εταιρείας Μπετόβεν, αναδείχθηκε ως το καλύτερα διατηρημένο δείγμα με την ισχυρότερη σύνδεση μεταξύ του DNA που εξήχθη από την τούφα αυτή με ανθρώπους που ζουν στη σημερινή Βόρεια Ρηνανία- Βεστφαλία, από όπου η γνωστή γερμανική καταγωγή του Μπετόβεν.
Πρωταρχικός στόχος της μελέτης ήταν να ρίξει φως στα προβλήματα υγείας του Μπετόβεν, μεταξύ των οποίων η προοδευτική απώλεια ακοής. Η ομάδα ερεύνησε επίσης πιθανές γενετικές αιτίες των χρόνιων γαστρεντερικών προβλημάτων του Μπετόβεν και μιας σοβαρής ηπατικής νόσου που κορυφώθηκε με το θάνατό του το 1827. Η κίρρωση θεωρείται από καιρό ως η πιο πιθανή αιτία θανάτου του στην ηλικία των 56 ετών.
Η ομάδα των επιστημόνων δεν μπόρεσε να βρει μια οριστική αιτία για την κώφωση ή τα γαστρεντερικά προβλήματα του Μπετόβεν. Ωστόσο, ανακάλυψαν ένα σημαντικό αριθμό γενετικών παραγόντων κινδύνου για ηπατική νόσο. Βρήκαν επίσης στοιχεία μόλυνσης από τον ιό της ηπατίτιδας Β, το αργότερο τους μήνες πριν από την τελική ασθένεια του συνθέτη.
Η ερευνητική ομάδα εκτιμά ότι η λοίμωξη από ηπατίτιδα Β του Μπετόβεν μπορεί να προκάλεσε τη σοβαρή ηπατική νόσο του συνθέτη, που επιδεινώθηκε από την κατανάλωση αλκοόλ και τον γενετικό κίνδυνο. Ο επικεφαλής συγγραφέας, Τρίσταν Μπεγκ από το Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ, αναφέρει ότι «μπορούμε να υποθέσουμε από τα “βιβλία συνομιλίας” του Μπετόβεν, τα οποία χρησιμοποίησε την τελευταία δεκαετία της ζωής του, ότι κατανάλωνε αλκοόλ πολύ τακτικά, αν και είναι δύσκολο να υπολογίσουμε το πόσο». Όπως προσθέτει, «εάν η κατανάλωση αλκοόλ ήταν αρκετά μεγάλη για αρκετό χρονικό διάστημα, η αλληλεπίδραση με τους γενετικούς παράγοντες κινδύνου αποτελεί μια πιθανή εξήγηση για την κίρρωσή του».
«Δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα τι “σκότωσε” τον Μπετόβεν», τονίζει ο Γιόχαν Κράους, από το Ινστιτούτο Μαξ Πλανκ για την Εξελικτική Ανθρωπολογία. «Μπορούμε τώρα τουλάχιστον να επιβεβαιώσουμε την παρουσία κληρονομικού κινδύνου και μόλυνσης από τον ιό της ηπατίτιδας Β. Μπορούμε επίσης να εξαλείψουμε πολλές άλλες λιγότερο εύλογες γενετικές αιτίες».
Τέλος, η ομάδα ανέλυσε το γονιδίωμα πέντε εν ζωή συγγενών του συνθέτη στο Βέλγιο, οι οποίοι έχουν το ίδιο επίθετο και μοιράζονται με βάση τα γενεαλογικά αρχεία έναν κοινό πρόγονο με την πατρική γραμμή του Μπετόβεν. Ωστόσο, δεν μπόρεσε να βρει σύνδεση μεταξύ τους. Μερικοί από αυτούς μοιράζονταν έναν πατρικό πρόγονο με τον Μπετόβεν στα τέλη του 1500 και στις αρχές του 1600, με βάση γενεαλογικές μελέτες, αλλά δεν ταίριαζαν με το χρωμόσωμα Υ που βρέθηκε στα αυθεντικά δείγματα μαλλιών. Η ομάδα συμπέρανε ότι αυτό ήταν πιθανό να είναι αποτέλεσμα τουλάχιστον ενός εξωσυζυγικού συμβάντος με την πάροδο των γενεών. Η μελέτη προτείνει ότι αυτό το γεγονός συνέβη την περίοδο μεταξύ της σύλληψης του προγόνου του, Χέντρικ βαν Μπετόβεν, περίπου το 1572 στο Βέλγιο και της σύλληψης του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν επτά γενιές αργότερα το 1770 στη Βόννη. Αν και νωρίτερα είχε διατυπωθεί αμφιβολία σχετικά με την πατρότητα του πατέρα του Μπετόβεν λόγω της απουσίας αρχείου βάφτισης, οι ερευνητές δεν μπόρεσαν να προσδιορίσουν τη γενιά κατά την οποία έλαβε χώρα αυτό το γεγονός.