«Το όνομά μου ήταν το νούμερο 1100», λέει στο Al Jazeera μια κοπέλα με το ψευδώνυμο Χάλα, φοβούμενη ακόμα μήπως την ταυτοποιήσουν αν δώσει το πραγματικό της όνομα.
Η Χάλα είναι μία από τους χιλιάδες κρατούμενους που απελευθερώθηκαν από τις φυλακές του καθεστώτος του ανατραπέντος Σύρου προέδρου Μπασάρ αλ-Άσαντ, αφού κατέρρευσε θεαματικά σε λιγότερο από δύο εβδομάδες μετά την επίθεση των ανταρτών.
Είπε στο αραβικό ειδησεογραφικό πρακτορείο ότι είχε συλληφθεί σε ένα σημείο ελέγχου στη Χάμα το 2019, κατηγορούμενη για «τρομοκρατία» – μια κατηγορία που συχνά αποδιδόταν σε όποιον ήταν ύποπτος ότι εναντιώνεται στην κυβέρνηση. Μεταφέρθηκε στο Χαλέπι και μετά πέρασε από διάφορες φυλακές. Η Χάλα ήταν μόνο μία από τους περισσότερους από 136.000 ανθρώπους, οι οποίοι, σύμφωνα με το Συριακό Δίκτυο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, ήταν φυλακισμένοι εντός του βάναυσου δικτύου φυλακών της Συρίας πριν από την προέλαση των ανταρτών.
Στις 29 Νοεμβρίου, οι δυνάμεις της συριακής αντιπολίτευσης την απελευθέρωσαν μαζί με αμέτρητους άλλους από την Κεντρική Φυλακή του Χαλεπίου.
«Δεν μπορούσαμε να πιστέψουμε ότι ήταν αληθινό και ότι θα βλέπαμε το φως του ήλιου», είπε η Χάλα μετά το άνοιγμα της φυλακής πριν από λίγες ημέρες από δυνάμεις των ανταρτών του Χάγιατ Ταχίρ αλ Σαμ.
Η φυλακή στο Χαλέπι ήταν μεταξύ των πολλών σωφρονιστικών ιδρυμάτων που άνοιξαν οι δυνάμεις των ανταρτών, των οποίων η αστραπιαία προέλαση από το Χαλέπι στη Δαμασκό ανέτρεψε τον αλ Άσαντ και έχει καταπλήξει όλον τον κόσμο.
Οι φυλακές της Συρίας υπήρξαν βασικός πυλώνας για τη στήριξη του καθεστώτος αλ Άσαντ. Φωτογραφίες, που τραβήχτηκαν κρυφά το 2013 και δημοσιεύτηκαν, έδειχναν «αδιάψευστα στοιχεία εκτεταμένων βασανιστηρίων, πείνας, ξυλοδαρμών και ασθενειών στα κρατητήρια της συριακής κυβέρνησης», σύμφωνα με την οργάνωση για τα ανθρώπινα δικαιώματα Human Rights Watch.
Η Χάλα θυμήθηκε επίσης τη σύλληψη και τα βασανιστήρια ενός άλλου κοριτσιού, ενός 16χρονου που, όπως λέει, πέθανε στη συνέχεια. Η σύλληψη του κοριτσιού έγινε μόλις δύο μήνες μετά τον γάμο της και συνελήφθη από την αστυνομία μαζί με μια φοιτήτρια πανεπιστημίου, μια ηλικιωμένη γυναίκα και δύο γιατρούς, τους οποίους η αστυνομία κατηγόρησε ότι περιέθαλπταν επαναστάτες.
Από την πλευρά του, ο Αλ Γιασίν θυμάται ότι στη φυλακή που βρισκόταν υπήρχαν περίπου 5.000 κρατούμενοι. «Αρχίσαμε να σπάμε τα παράθυρα και τις πόρτες για να βγούμε έξω. Ακόμη και οι αξιωματικοί και οι φρουροί φορούσαν πολιτικά ρούχα και βγήκαν μαζί μας, εκμεταλλευόμενοι την έξοδό μας από τη φυλακή για να μην πιαστούν από τους αντάρτες».
Ο Αλ Γιασίν ήταν σιδεράς στο Μπανίγιας, μια παραθαλάσσια πόλη στα βορειοδυτικά της Συρίας, πριν συλληφθεί. Του επιβλήθηκε ποινή κάθειρξης 31 ετών κατά τη διάρκεια της συριακής επανάστασης του 2011, επειδή συμμετείχε σε μια από τις διαδηλώσεις που σάρωσαν τη χώρα.
Τα επόμενα 14 χρόνια, όπως λέει, υποβλήθηκε σε «βαριά σωματικά και χρόνια ψυχολογικά βασανιστήρια» σε διάφορες τοποθεσίες εντός του εκτεταμένου σωφρονιστικού συστήματος της Συρίας.
Μετακινούμενων μεταξύ διαφόρων σωφρονιστικών καταστημάτων, ο Αλ Γιασίν πέρασε ένα χρόνο στη διαβόητη φυλακή της Σαϊντνάγια, μια εγκατάσταση που χαρακτηρίστηκε ως «σφαγείο ανθρώπων» από τη Διεθνή Αμνηστία το 2017.
Την παραμονή του στη Σαϊντνάγια της περιγράφει ως «απερίγραπτη και άγραφη». «Οι σκηνές που είδα δεν πρόκειται να διαγραφούν από τη μνήμη μου μέχρι να πεθάνω», τόνισε στο Al Jazeera.