«Πολιτικός απατεώνας είναι αυτός που θα συγκρίνει ανόμοια προϊόντα, είτε διαφορετικές ποσότητες ή ποιότητες όπως συνέβη με το λάδι που συγκρίθηκαν βιολογικά και μη βιολογικά λάδια, 750 ml με 1 λίτρο ή παραποιεί δηλώσεις», δήλωσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης σε συνέντευξή που παραχώρησε το πρωί της Τρίτης στο Open.
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος ανέφερε ότι «πάνε ένα υπαρκτό πρόβλημα κάποιοι να το εργαλειοποιήσουν και να δημιουργήσουν εντυπώσεις που δεν λύνουν κανένα πρόβλημα».
Ο κ. Μαρινάκης σημείωσε τη δήλωση του πρωθυπουργού σε χθεσινή του συνέντευξη ότι λαϊκιστής είναι αυτός ο οποίος υπόσχεται απλές και εύκολες λύσεις σε σύνθετα προβλήματα. «Το κρατάω γιατί περιγράφει πάρα πολλές περιπτώσεις της μεταπολιτευτικής Ελλάδας και πολύ περισσότερο τα τελευταία χρόνια της κρίσης. Το έχουμε δει να συμβαίνει. Εμείς στον πολιτικό μας χώρο -και εμείς κατά καιρούς έχουμε κάνει την αυτοκριτική μας- προσπαθούμε να το απομονώσουμε. Είναι εύκολος ο κίνδυνος να αρχίσεις να λες παραπάνω για να είσαι αρεστός αλλά δεν οδηγεί αυτό πουθενά και στο τέλος αποκαλύπτεται και η αλήθεια. Το πληρώσαμε πολύ ως χώρα συνολικά και πρέπει να το αφήσουμε πίσω μας», συμπλήρωσε.
«Αντιλαμβανόμαστε ότι υπάρχουν ακόμη πολλά προβλήματα. Αυτό το οποίο προσπαθούμε να αναδείξουμε είναι ότι η Ελλάδα σε μια περίοδο σύνθετων, εισαγόμενων κρίσεων, έχει καταφέρει να είναι σε καλύτερο σημείο απ’ ό,τι ήταν σε πολλά επιμέρους πεδία. Δηλαδή, αντιμετωπίζουμε τη μεγαλύτερη πληθωριστική κρίση, αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην αποτυπώνονται οι αυξήσεις στα εισοδήματα όσο θα έπρεπε, το καταλαβαίνουμε. Όμως την αντιμετωπίζουμε με μια οικονομία ανθεκτική που μπορεί χωρίς να χρεώνει τις επόμενες γενιές, να μειώνει τις συνέπειες της κρίσης, να αυξάνει το διαθέσιμο εισόδημα, το οποίο πρέπει να αυξηθεί πολύ παραπάνω», δήλωσε επίσης ο κ. Μαρινάκης ο οποίος ξεκαθάρισε ότι «δεν μπορούμε να αφήνουμε παραπλανητικούς τίτλους, παραποιημένες διαδόσεις χωρίς απάντηση».
Για τη μείωση του ΦΠΑ επανέλαβε ότι δεν θα λύσει το πρόβλημα πρώτον για δημοσιολογικούς λόγους και δεύτερος γιατί δεν φτάνει στον καταναλωτή.
«Η αντιπολίτευση πρέπει να μας πει, ποια επιδόματα δεν πρέπει να δίνουμε. Δηλαδή, ερώτημα: Όταν υπήρχαν μητέρες δύο κατηγοριών, δύο ταχυτήτων στην Ελλάδα, οι ελεύθερες επαγγελματίες, οι αγρότισσες και οι υπόλοιπες, ήταν καλό; Αυτά τα λεφτά, λοιπόν, που λέμε επιδόματα, δεν είναι ένα επίδομα προεκλογικό, είναι ότι μια μητέρα, η οποία έχει γεννήσει και είναι δικηγόρος, γιατρός, ιδιώτης, μηχανικός, αγρότισσα, παίρνει, πλέον, από ένα επίδομα για εννιά μήνες, 830 το μήνα, δηλαδή μαζί με το επίδομα γέννας, που είναι από 2400 και πάνω, περίπου 10.000 ευρώ. Αυτό είναι ένα επίδομα κοινωνικό το οποίο ήταν αναγκαίο. Το δεύτερο που θέλω να πω είναι ότι αν ακολουθούσαμε μία κατά κανόνα επιδοματική πολιτική, θα την άκουγα αυτήν την κριτική. Κυρίως, ακολουθούμε μια πολιτική αύξησης των εισοδημάτων με μόνιμα μέτρα. Δημόσιοι υπάλληλοι παίρνουν έναν επιπλέον μισθό μετά από 14 χρόνια, αυξήσεις συντάξεων που θα συνεχιστεί, γιατί χρειάζεται πολύ ακόμα και σε αυτό, μετά από πάνω από 10 χρόνια, ξεπάγωμα τριετιών και μια αναπτυξιακή πολιτική, όπου έχει ως αποτέλεσμα ν’ αυξηθεί ο μέσος μισθός, όχι μόνο ο κατώτατος -που έχει αυξηθεί και ο κατώτατος 28%- 20% ο μέσος μισθός», ανέφερε.
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος δήλωσε πως ακόμα δεν είμαστε σε φάση αποπληθωρισμού αλλά σε φάση υποχώρησής του και επανέλαβε τη δέσμευση της κυβέρνησης για αύξηση των μισθών. «Υπάρχει μία είδηση, που για μένα είναι από τις πιο σημαντικές ειδήσεις, ενόψει και των εκλογών, αλλά και ως οδηγός για την υπόλοιπη τετραετία. Οι θέσεις εργασίας ρεκόρ των τελευταίων δεκαπέντε χρόνων στην Ελλάδα», υπογράμμισε ενώ μίλησε και για τις αλλαγές που ετοιμάζει η κυβέρνηση για τις τρίτεκνες οικογένειες.
«Δεν θέλαμε αυτή η κομβική για εμάς πρόταση -γιατί η αντιμετώπιση του δημογραφικού είναι ένα στοίχημα της χώρας μας για τα επόμενα χρόνια και δεν λύνεται με πατήματα κουμπιών. Δεν θέλαμε αυτό να είναι μια προεκλογική δέσμευση, παροχολογία. Όταν το ακούσει κανείς το πρόγραμμα το υπόλοιπο, πολλά εκ των οποίων ήδη υλοποιούνται θα καταλάβει τι λέω», πρόσθεσε.
Για την υπόθεση με τα emails από το υπουργείο εσωτερικών, σημείωσε πως ό,τι συνέβη, συνέβη μεταξύ των δύο εκλογών του 2023 και ότι δεν είχε σχέση με την επιστολική ψήφο.
«Προφανώς και είναι σοβαρή οποιαδήποτε υπόθεση, που έχει να κάνει με τα προσωπικά δεδομένα των πολιτών, γι’ αυτό και αυστηροποιήσαμε τη νομοθεσία το 2019 και επί τη βάσει αυτής της αυστηρότερης νομοθεσίας κρίνεται η κάθε υπόθεση. Όμως, το να έρχεται η Αντιπολίτευση να ζητάει την παραίτηση της κυρίας Κεραμέως, επειδή εικάζει ότι αυτό που λέμε είναι ψέματα, είναι βιαστικό. Αλλά ας πούμε ότι είναι μια επιθετική λογική. Το να έρχεται να επιμένει σ’ αυτό το αίτημα, ενώ υπάρχει απόφαση που λέει ότι συνέβη μεταξύ των εκλογών του 2023, όπου είχαμε υπηρεσιακή Κυβέρνηση – η κυρία Κεραμέως τότε ήταν υποψήφια βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας, ούτε καν Υπουργός Παιδείας δεν ήταν- νομίζω ότι φτάνει σ’ ένα σημείο να χάνουν τα αιτήματα και οι λέξεις το νόημα τους. Πως το έχουν κάνει, που λένε συνέχεια, για «καθεστώς», για «χούντα», για οτιδήποτε αρνητικό μπορεί να φανταστεί κανείς για κάθε νόσο. Έτσι και τη λέξη «παραίτηση» την έχουν κάνει να έχει χάσει πλέον και την αξία της», συμπλήρωσε ενώ μεταξύ άλλων τόνισε πως το Υπουργείο Εσωτερικών, ως το αρμόδιο Υπουργείο, έκανε από την πρώτη στιγμή έρευνα.
«Εμείς αντιδράσαμε ακαριαία με βάση τα στοιχεία τα οποία είχαμε. Υπήρξαν και παραιτήσεις οι οποίες είχαν και μια λογική πολιτικής ευθύνης, δηλαδή, μια λογική ότι από τη στιγμή που δημιουργήθηκε ένα ζήτημα δεν θέλαμε να υπάρχουν εντυπώσεις», ανέφερε.
Για το περιστατικό με την κόρη του κ. Πλακιά στην Κέρκυρα ο οποίος είναι πατέρας θυμάτων στα Τέμπη ο κ. Μαρινάκης σημείωσε αρχικά: «Επειδή εμείς δεν διαφημίζουμε κάποιες ανθρώπινες επικοινωνίες, να ξέρετε ότι υπάρχουν δύο διαστάσεις. Η διάσταση που αφορά αυτά τα παιδιά, η επικοινωνία που έπρεπε να γίνει, έχει γίνει σε ανθρώπινο επίπεδο».
Και πρόσθεσε: «Ο Πρωθυπουργός δεν γνώριζε ποιοι ήταν αυτοί οι οποίοι φώναζαν. Κι αν δείτε κιόλας και την ομιλία του, είπε: «αφήστε να μιλήσουν, αφήστε να πουν αυτό που έχουν να πούνε». Ειδικά στην περίπτωση των Τεμπών, στο τραγικό δυστύχημα των Τεμπών υπάρχει και αυξημένη ευαισθησία όλων. Δεν υπάρχουν άνθρωποι -πέραν των συγγενών, που δεν συγκρίνεται ο πόνος τους με κανέναν- που πόνεσαν περισσότερο ή λιγότερο από την κοινωνία. Όλοι πονέσαμε για τα Τέμπη. Ήταν ένα τραγικό δυστύχημα. Από ένα σημείο και μετά, όμως, όταν γίνεται μια ομιλία, και υπάρχει κάποιος κόσμος που θέλει να ακούσει, είναι σημαντικό να σεβαστείς και αυτούς που έχουν έρθει να ακούσουν. Αλλά σε επίπεδο συγγενών και συγκεκριμένα για τον κ. Πλακιά, είναι ένας άνθρωπος ο οποίος έχει τον πόνο του και την οργή του, το μόνο που θέλει, όπως και όλοι οι υπόλοιποι συγγενείς, είναι Δικαιοσύνη».
Για τα ελληνοτουρκικά ο κυβερνητικός εκπρόσωπος δήλωσε πως έχουμε πει από την αρχή ότι ο διάλογος είναι προς όφελος των δύο κρατών και πως αυτό δεν σημαίνει ούτε ότι δεν υπάρχει η διαφορά, καθορισμός ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας, που θέλουμε να λυθεί επί τη βάσει του Διεθνούς Δικαίου, ούτε ότι θα υποχωρήσουμε έστω κατ’ ελάχιστον στα κυριαρχικά μας δικαιώματα. «Ο διάλογος, όμως, πού αποσκοπεί; Αποσκοπεί, πρώτον, στο να ακούγονται οι θέσεις μας δυνατά και καθαρά και ακούστηκαν. Παράδειγμα, στο ζήτημα το Μεσανατολικό, όχι μόνο, δηλαδή, σε διμερή ζητήματα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, μιλώντας στην ‘Αγκυρα, εκπροσώπησε τη Δύση συνολικά. Είπε την αλήθεια, αυτό που θεωρούμε εμείς και νομίζω την αντικειμενική αλήθεια, για το ποια είναι η Χαμάς», συνέχισε.
Σχετικά με δημοσίευμα που αναφέρει ότι η «Γαλάζια Πατρίδα» είναι πλέον στα τουρκικά βιβλία στο σχολείο δήλωσε: «Πολλές φορές παραβιάζεται η κοινή λογική, η ιστορική αλήθεια. Δεν είναι η πρώτη φορά. Όταν, για παράδειγμα, υπάρχει δεδομένο, το οποίο απορρέει από τη Συνθήκη της Λοζάνης, ότι μιλάμε για μία μουσουλμανική μειονότητα και μιλάς για μία τουρκική μειονότητα, αυτό προφανώς είναι παραβίαση της ιστορικής αλήθειας. Αυτό, όμως, δεν άλλαξε με τον διάλογο, ούτε θα άλλαζε αν κάναμε μία παύση στον διάλογο. Ίσα-ίσα, στο πλαίσιο του διαλόγου, αποκαθιστούμε την αλήθεια με ιστορικά δεδομένα, όπως έκανε ο Πρωθυπουργός και στην Αθήνα και στην ‘Αγκυρα».
Σχολιάζοντας την επίσκεψη του κ. Κασσελάκη στην Παλαιστίνη ανέφερε: «Είναι μία, θεωρώ, διπλωματική αστοχία, γιατί αν πραγματικά ο στόχος σου είναι να εκτονωθεί η κατάσταση – γιατί όλοι αυτό θέλουμε, να σταματήσουν να σκοτώνονται άμαχοι -πρέπει να πας να συναντήσεις και την άλλη πλευρά. Πρώτον, γιατί το Ισραήλ ήταν αυτό το οποίο δέχθηκε επίθεση από την τρομοκρατική Χαμάς – διαχωρίζουμε τον παλαιστινιακό λαό με την τρομοκρατική Χαμάς – σφαγιάστηκαν άνθρωποι, βιάστηκαν γυναίκες, σκοτώθηκαν άμαχοι, παιδιά. Έτσι ξεκίνησε όλο αυτό. Προφανώς και λέμε ότι πρέπει να υπάρχει κατάπαυση πυρός, να προστατευτούν οι άμαχοι. Όλοι στην ίδια σελίδα είμαστε σε αυτό. Ελπίζω να ήμασταν όλοι και στο τι είναι τρομοκράτης και ότι αν υπάρχει υγιής ή λιγότερο εξτρεμιστής τρομοκράτης, εν πάση περιπτώσει».
Πρόσθεσε επίσης ότι αν έβγαινε σύμβουλος του πρωθυπουργού και έλεγε ότι υπάρχουν και μη εξτρεμιστές τρομοκράτες, ενώ και στη χώρα μας έχουμε συγγενείς θυμάτων τρομοκρατών, αυτός θα σταματούσε να είναι σύμβουλος.
«Αυτές είναι ωραίες δικαιολογίες που μπορεί να χρησιμοποιούν στην Αντιπολίτευση. Όπως έχω πει πολλές φορές, από ένα σημείο και μετά, όταν συνεργάτης σου, βουλευτής σου, υποψήφιός σου υιοθετεί διάφορα πράγματα και συνεχίζει να είναι, να έχει όποια ιδιότητα έχει, εμμέσως συμφωνείς … Έχουμε πολύ πιο σοβαρά πράγματα να ασχοληθούμε από το αν θα πρέπει να μείνει ή να φύγει ένας σύμβουλος ενός άλλου κόμματος. Είναι απόφαση ενός άλλου κόμματος. Μην το μεγαλώνουμε το θέμα», συμπλήρωσε.
Και υπογράμμισε: Ο κ. Σπηλιωτόπουλος δεν βγήκε πρώτος να εκφράσει κάτι τέτοιο. Είχε πρώτος ο κ. Κασσελάκης πει ότι δεν είναι όλη η Χαμάς ίδια. Δηλαδή, μην ρίχνουμε το ανάθεμα στον κ. Σπηλιωτόπουλο. Ο κ. Σπηλιωτόπουλος βγήκε να μαζέψει τα ασυμμάζευτα του κ. Κασσελάκη. Αλλά, σας ξαναλέω, ότι η μεγάλη εικόνα για το Μεσανατολικό είναι αυτή που αποτυπώνεται από την ελληνική Κυβέρνηση και από τον Πρωθυπουργό. Η μεγάλη εικόνα για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι κάθε τραγικό γεγονός, είτε είναι δυστύχημα, είτε είναι το Μεσανατολικό, είτε μια δύσκολη πραγματικότητα, όπως είναι η ακρίβεια, αποτελεί αφορμή για προεκλογικό αγώνα, ντεκόρ για selfie…».