Πότε θα μειωθούν τα επιτόκια δανεισμού στην Ελλάδα – Τι αναφέρει η έκθεση Στουρνάρα

Όταν τα βασικά επιτόκια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας αρχίσουν να μειώνονται και ο πληθωρισμός προσεγγίσει το μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%, τότε μόνο θα δημιουργηθούν οι συνθήκες για μείωση των εγχώριων τραπεζικών επιτοκίων.


Την εκτίμηση αυτή κάνει η Τράπεζα της Ελλάδος, στην Ενδιάμεση Έκθεσή της που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.

Σύμφωνα με την ΤτΕ, τα επιτόκια αυξήθηκαν το δεκάμηνο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2023 στις καταθέσεις προθεσμίας και παρέμειναν σχεδόν αμετάβλητα στις καταθέσεις διάρκειας μίας ημέρας. Το μέγεθος των αυξήσεων υπολειπόταν σημαντικά αυτού των επιτοκίων νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος και των επιτοκίων της αγοράς χρήματος στη ζώνη του ευρώ.

Ειδικότερα, το μεσοσταθμικό επιτόκιο στις καταθέσεις προθεσμίας των νοικοκυριών και των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων (ΜΧΕ) διαμορφώθηκε κατά μέσο όρο το πρώτο δεκάμηνο του 2023 σε 1,5%, περίπου κατά 140 μονάδες βάσης (μ.β.), υψηλότερα έναντι της ίδιας περιόδου του 2022, ενώ στις καταθέσεις διάρκειας μίας ημέρας (λογαριασμοί τρεχούμενοι, όψεως και ταμιευτηρίου) αυξήθηκε οριακά κατά 3 μ.β.

Καθώς οι αυξήσεις των τραπεζικών επιτοκίων καταθέσεων στην Ελλάδα υπήρξαν πιο περιορισμένες σε σύγκριση με τη ζώνη του ευρώ, τα επιτόκια καταθέσεων προθεσμίας στην Ελλάδα διαμορφώθηκαν από τα μέσα του 2022 σε επίπεδο χαμηλότερο από το μέσο επιτόκιο της ζώνης του ευρώ. Ενδεικτικά, στη σημαντικότερη, σε όρους όγκου, κατηγορία καταθέσεων προθεσμίας, δηλ. τις καταθέσεις με συμφωνημένη διάρκεια έως 1 έτος, το επιτόκιο που προσφέρεται στην Ελλάδα είναι περίπου κατά μία ποσοστιαία μονάδα χαμηλότερο έναντι του αντίστοιχου ευρωπαϊκού μέσου όρου.


Σε πραγματικούς όρους, το επιτόκιο καταθέσεων προθεσμίας για τις ΜΧΕ και τα νοικοκυριά διατηρήθηκε σε αρνητικές τιμές, παρά τη ραγδαία αποκλιμάκωση του πληθωρισμού. Κατά μέσο όρο το δεκάμηνο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου του τρέχοντος έτους διαμορφώθηκε σε -2,9% (Ιανουάριος-Οκτώβριος 2022: -9,4%).

Τα επιτόκια τραπεζικής χρηματοδότησης προς ΜΧΕ αυξήθηκαν σημαντικά το δεκάμηνο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2023 σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2022, καθώς ως επί το πλείστον πρόκειται για επιτόκια κυμαινόμενα, άμεσα συνδεδεμένα με κάποιο επιτόκιο αναφοράς (π.χ. Euribor 3 μηνών). Στην πλειονότητά τους οι αυξήσεις επιτοκίων κυμάνθηκαν μεταξύ 150 και 290 μ.β.

Έτσι, το μεσοσταθμικό επιτόκιο επιχειρηματικών δανείων ανήλθε κατά μέσο όρο σε 5,8% το πρώτο δεκάμηνο του 2023, έναντι μέσης τιμής 3,2% το ίδιο δεκάμηνο του 2022. Αναλυτικότερα, στα δάνεια με καθορισμένη διάρκεια (τακτή λήξη) το μεσοσταθμικό επιτόκιο αυξήθηκε την επισκοπούμενη περίοδο σε 5,7% (πρώτο δεκάμηνο 2022: 3,1%). Το αντίστοιχο επιτόκιο στα δάνεια προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις (που αντιπροσώπευαν το 29% της ακαθάριστης ροής επιχειρηματικών δανείων με τακτή λήξη τη διαθέσιμη περίοδο του 2023) αυξήθηκε κατά 2,3 ποσοστιαίες μονάδες και διαμορφώθηκε σε 5,8%.

Στα δάνεια μη καθορισμένης διάρκειας το μεσοσταθμικό επιτόκιο αυξήθηκε κατά περίπου 2,4 ποσοστιαίες μονάδες σε 6,4%. Όσον αφορά την ανά μέγεθος ταξινόμηση των δανείων με καθορισμένη διάρκεια, μεγαλύτερες αυξήσεις επιτοκίου καταγράφηκαν στην κατηγορία δανείων άνω του 1 εκατ. ευρώ, καθώς επηρεάστηκαν μεταξύ άλλων από ορισμένες υψηλότοκες χορηγήσεις κοινοπρακτικών δανείων.

Ειδικότερα, το μεσοσταθμικό επιτόκιο δανεισμού διαμορφώθηκε κατά μέσο όρο το πρώτο δεκάμηνο του 2023
σε:

6,2% στα δάνεια έως 250.000 ευρώ (πρώτο δεκάμηνο 2022: 4,9%),
5,7% στα δάνεια μεταξύ 250.000 ευρώ και 1 εκατ. ευρώ (πρώτο δεκάμηνο 2022: 3,7%) και
5,7% στα δάνεια άνω του 1 εκατ. ευρώ (πρώτο δεκάμηνο 2022: 3,0%).

Το κόστος τραπεζικής χρηματοδότησης για τις επιχειρήσεις βεβαίως επηρεάζεται ευνοϊκά από τα χαμηλότοκα δάνεια που συνδέονται με τα προγράμματα του Ομίλου της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας και το Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.


Επιχειρηματικά δάνεια

Οι εκταμιεύσεις επιχειρηματικών δανείων που συνδέονται με τα προγράμματα των αναπτυξιακών τραπεζών ανήλθαν το δεκάμηνο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου σε 1,6 δισεκ. ευρώ (2022: 4,2 δισεκ. ευρώ), ποσό που ισοδυναμεί με το 11% των νέων δανείων καθορισμένης διάρκειας (τακτής λήξης) προς ΜΧΕ για την εν λόγω περίοδο (2022: 18%). Οι αντίστοιχες εκταμιεύσεις επιχειρηματικών δανείων προς ΜΜΕ ανήλθαν σε 1,2 δισεκ. ευρώ (2022: 2,9 δισεκ. ευρώ) και αντιπροσώπευαν το 28% των νέων δανείων τακτής λήξης προς ΜΜΕ (2022: 58%).

Επιπρόσθετα, οι εκταμιεύσεις των επιχειρηματικών δανείων που συνδέονται με το Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας ανήλθαν σε 1,1 δισεκ. ευρώ το πρώτο δεκάμηνο του τρέχοντος έτους και 1,4 δισεκ. ευρώ συνολικά από τον Ιούλιο του 2022, οπότε πραγματοποιήθηκαν οι πρώτες εκταμιεύσεις δανείων.

Οι αυξήσεις των επιτοκίων τραπεζικών δανείων προς τα νοικοκυριά ήταν πιο περιορισμένες έναντι των αντίστοιχων προς τις επιχειρήσεις, κατ’ αρχάς διότι αφορούν σε μικρότερο ποσοστό κυμαινόμενα επιτόκια συνδεδεμένα με επιτόκια αναφοράς. Ειδικότερα, το μεσοσταθμικό επιτόκιο της περιόδου Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2023 στα δάνεια προς ιδιώτες αυξήθηκε κατά μία ποσοστιαία μονάδα έναντι του αντίστοιχου επιτοκίου ένα έτος νωρίτερα και διαμορφώθηκε σε 6,1%.

Η προς τα άνω αναπροσαρμογή των επιτοκίων ήταν γενικευμένη σε όλες τις κατηγορίες στεγαστικής και καταναλωτικής πίστης. Ειδικότερα, το μεσοσταθμικό επιτόκιο των στεγαστικών δανείων διαμορφώθηκε το πρώτο δεκάμηνο του 2023 σε 4,0%, επίπεδο κατά περίπου μία ποσοστιαία μονάδα υψηλότερο έναντι της μέσης τιμής του πρώτου δεκαμήνου του 2022. Το αντίστοιχο επιτόκιο καταναλωτικών δανείων καθορισμένης διάρκειας αυξήθηκε σε 11,3%, επίπεδο κατά 81 μ.β. υψηλότερο.

Τέλος, το μεσοσταθμικό επιτόκιο στα δάνεια μη καθορισμένης διάρκειας, που περιλαμβάνουν, κατά σειρά μεγέθους του
υφιστάμενου υπολοίπου, τις πιστωτικές κάρτες, τα ανοικτά δάνεια και τις υπεραναλήψεις από λογαριασμούς όψεως, αυξήθηκε περίπου κατά μισή ποσοστιαία μονάδα σε 14,9%.


Κόστος δανεισμού

Γενικά, η άνοδος των ονομαστικών επιτοκίων δανεισμού στην Ελλάδα το τρέχον έτος ήταν ηπιότερη σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και στους δύο τομείς (μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις και νοικοκυριά). Ως εκ τούτου, η απόκλιση μεταξύ Ελλάδος και ζώνης του ευρώ ως προς το μεσοσταθμικό κόστος δανεισμού περιορίστηκε για τις ΜΧΕ σε 125 μ.β. κατά μέσο όρο το πρώτο δεκάμηνο του 2023 (Ιανουάριος-Οκτώβριος 2022: 151 μ.β.) και για τα νοικοκυριά για τη λήψη στεγαστικού δανείου σε μόλις 47 μ.β. (Ιανουάριος-Οκτώβριος 2022: 111 μ.β.).

Σε πραγματικούς όρους, τα επιτόκια των τραπεζικών δανείων μεταστράφηκαν σε θετικά το 2023. Κατά μέσο όρο την περίοδο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2023, τα πραγματικά επιτόκια των δανείων προς τις ΜΧΕ και τα νοικοκυριά διαμορφώθηκαν αντίστοιχα σε 1,4% και 1,7%, έναντι μέσων τιμών -6,3% και -4,4% για την ίδια περίοδο του 2022.

Στο άμεσο μέλλον, ακόμη και αν τα επιτόκια νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος διατηρηθούν στα παρόντα επίπεδα, οι παρελθούσες αυξήσεις των επιτοκίων νομισματικής πολιτικής θα εξακολουθήσουν για κάποιο χρόνο να ασκούν ανοδικές πιέσεις στο κόστος τραπεζικού δανεισμού. Προς την ίδια κατεύθυνση λειτουργεί και η μετακίνηση κεφαλαίων από καταθέσεις διάρκειας μίας ημέρας προς τις υψηλότερου επιτοκίου καταθέσεις προθεσμίας. Όταν πλέον τα βασικά επιτόκια αρχίσουν να μειώνονται, καθώς ο πληθωρισμός θα προσεγγίσει το μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%, θα δημιουργηθούν οι συνθήκες για μείωση των εγχώριων τραπεζικών επιτοκίων.

Ευνοϊκά αναμένεται να συμβάλουν: (α) η πρόσφατη απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, η οποία ασκεί καθοδικές πιέσεις στο κόστος άντλησης ρευστών διαθεσίμων από τις αγορές κεφαλαίων και ομολόγων, (β) η παρατηρούμενη βελτίωση στην αγορά εργασίας, η οποία ενδυναμώνει την πιστοληπτική ικανότητα των υποψήφιων δανειοληπτών, και (γ) η παρατηρούμενη βελτίωση στην αγορά ακινήτων που ισοδυναμεί με ενίσχυση της αξίας των προσφερόμενων εξασφαλίσεων
για τη λήψη δανείων και συνηγορεί υπέρ της συγκράτησης του περιθωρίου επιτοκίου.

Τέλος, οι όροι και η διαθεσιμότητα των πιστώσεων επιχειρηματικής πίστης θα συνεχίσουν να υποστηρίζονται από τα χαμηλότοκα δάνεια που χορηγούνται στο πλαίσιο του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και από τα νέα προγράμματα συγχρηματοδότησης και εγγυοδοσίας της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας και του Ομίλου της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *